Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Αγαπητέ Θεέ(2η συνάντηση της λέσχης ανάγνωσης)


Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου, τελευταία ημέρα πριν τα Χριστούγεννα και η Λέσχη Ανάγνωσης συναντήθηκε στη βιβλιοθήκη του σχολείου για να συζητήσει το βιβλίο του Έρικ Εμάνουελ Σμιτ «Αγαπητέ Θεέ».

Η συζήτηση ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί το βιβλίο δεν άρεσε σε όλους-κάποιοι το βρήκαν υπερβολικά θλιβερό και απαισιόδοξο, ενώ άλλοι χιουμοριστικό και αισιόδοξο.

Η Θεοδοσία και η Σέα βρήκαν πολύ ενδιαφέρουσα την υπόθεση και τους άρεσε η θαρραλέα αντιμετώπιση μιας τέτοιας δύσκολης ασθένειας από ένα τόσο μικρό αγόρι. Η Σεα μάλιστα μας δήλωσε πως το διάβασε δυο φορές και τώρα πια αυτό είναι το αγαπημένο της βιβλίο.

Η Σοφία(Πανέρα) και η Ευγενία βρήκαν αισιόδοξο το βιβλίο και η μεν Σοφία εντυπωσιάστηκε από τη συμβουλή της θείας Ρόουζ σχετικά με τα γράμματα στο Θεό, ενώ η Ευγενία θεώρησε το όλο σχέδιο με τα γράμματα σαν ένα πολύ ωραίο παιχνίδι. Η δε Ελένη (Κιαπόκα) το βρήκε πολύ έξυπνο και γεμάτοι χιούμορ.

Η Μάρα έκλαψε πολύ με το βιβλίο. Το θεώρησε μακάβριο και πολύ λυπητερό και δεν της άρεσε καθόλου. Επίσης μας παρακάλεσε να μην ξαναδιαβάσουμε κάτι τέτοιο!

Στη Δανάη δεν άρεσε διόλου ο τρόπος παρουσίασης του θέματος-τον οποίο βρήκε πολύ παιδικό- και θεώρησε επίσης απαράδεκτο τον τρόπο με τον οποίο ο  Όσκαρ αντιμετώπιζε τους γονείς του. Πιστεύει ότι όφειλε να είναι πιο καλός μαζί τους.

Η Διονύσια αν και αρχικά ψυχοπλακώθηκε στη συνέχεια εντυπωσιάστηκε με τον τρόπο που αντιμετώπιζε το θάνατο ο Όσκαρ και θύμωσε με τους γονείς του, οι οποίοι δεν ήταν ειλικρινείς απέναντι του.

Ο Αριστοτέλης, ο ρεαλιστής της παρέας, θεώρησε ότι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου έλεγε ψέματα στον εαυτό του σχετικά με το θάνατο και γι αυτό το βιβλίο δεν του άρεσε ιδιαίτερα.

Η Ελένη(Σκουμπουρδή) όπως και η Ελένη (Πατάκου) το βρήκαν πολύ συγκινητικό. Η Ελένη Σ. μας είπε ότι αν τελικά επιζούσε ο Όσκαρ , θα θεωρούσε μη ρεαλιστικό το βιβλίο, ενώ Η Ελένη Π. βρήκε πολύ ενδιαφέροντα τον τρόπο σκέψης του ‘Οσκαρ καθώς και τη σχέση του με την Πέγκι Μπλου. Και αυτό που θα της μείνει από το βιβλίο είναι η ατάκα του ‘Οσκαρ ότι κάθε μέρα είναι μια ξεχωριστή μέρα!

Η Σοφία (Σούλη) έκλαψε και αυτή πολύ-από την αρχή κιόλας του βιβλίου, αλλά βρήκε πολύ όμορφη την υπόθεση και είναι πια ένα από τα αγαπημένα της!

Όσο για την Κατερίνα , έμεινε περισσότερο σε όλα όσα λέει ο συγγραφέας για το θάνατο καθώς και την αντιμετώπιση της ζωής-σε ιδέες λίγο πιο φιλοσοφικού περιεχομένου!

Κλασσικά μείναμε σε αυτό που λέει ο Όσκαρ ότι η ζωή είναι ένα δώρο!!

Το επόμενο βιβλίο μας είναι το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου "Μιλώντας με την Αλίκη για τη φιλοσοφία και το νόημα της ζωής".

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

"Ένας αριθμός", (εναλλακτικό τέλος για το κείμενο του Τσέχοφ)



Β. Βαν Γκογκ, Η αναγνώστρια νουβέλας. 1888. Σε ιδιωτική συλλογή.
...Γιατί είσαι άβουλη;
Τότε η Ιουλία πήρε το θάρρος να μιλήσει.
-Και το μπορώ να κάνω;Να φωνάξω για το δίκιο μου;Δεν μπορώ!
-Γιατί να μην μπορείς;
-Γιατί δεν είναι όλοι σαν εσάς.Εσείς μου κάνατε αυτήν την πλάκα,για να πάρω ένα μάθημα αλλά οι προηγούμενοι εργοδότες μου με κλέβανε στα αλήθεια.
-Αφού το είχες καταλάβει...γιατί δεν μίλησες;
-Μίλησα,είπε η Ιουλίε και έσκυψε το κεφάλι της.
-Τότε,γιατί δε μίλησες και τώρα;
-Γιατί δε θέλω να πάθω ό,τι έπαθα και στην προηγούμενη δουλειά μου.
-Και τι έπαθες στην προηγούμενη δουλειά σου; ρώτησε ο εργοδότης με μεγάλη περιέργεια.
-Δεν άντεχα κάθε φορά τα ίδια και μίλησα!Είπα στον πρώην εργοδότη μου οτι με αδικούσε...η Ιουλία έκανε μια μικρή παύση...και τι κατάλαβα;συνέχισε η Ιουλία!Ούτε πληρώθηκα,έστω και με μεγάλη μείωση,και τη δουλειά μου την έχασα.
Ο εργοδότης λυπήθηκε πραγματικά πολύ και της είπε:
-Εδώ σε αυτό το σπίτι δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.Πάντα να διεκδικείς τα δικαιώματα σου.
Το πρόσωπο της Ιουλίας έλαμψε από χαρά.Ευχαρίστησε θερμά τον εργοδότη και έφυγε απο το γραφείο.Απο εκείνη τη στιγμή η Ιουλία δεν έπαψε να διεκδικεί το δίκιο της και η ζωή της κύλησε πολύ πιο όμορφα!

Σέα Ντρέου, Β4

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Life is beautiful




Η ζωή είναι γεμάτη από ανάμεικτα συναισθήματα αγάπης, χαράς, λύπης , γέλιου, πόνου και έντασης. Ζωή είναι ό,τι νιώθουμε,  ό,τι ελπίζουμε, .ό,τι  ονειρευόμαστε , ό,τι σκεφτόμαστε , ό,τι φοβόμαστε, ό,τι βλέπουμε, ό,τι αγγίζουμε. Είναι το φως και το σκοτάδι, η ψυχή και το σώμα, το θάρρος και ο φόβος..
Η ζωή μπορεί να μην είναι τυλιγμένη με μια κορδέλα, δεν παύει όμως να είναι δώρο, ένα πολύτιμο δώρο., το οποίο ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται , να σέβεται και να εκτιμά. Παρόλο που είναι μικρή και έχει τέλος, είναι ωραία. Η ομορφιά της βρίσκεται στο ότι κάθε φορά αναζητούμε καινούρια πράγματα. Αν ξέρεις να τη ζεις καλά εκμεταλλευόμενος την κάθε στιγμή, τότε έχεις βρει το νόημα της και συνεπώς την ευτυχία…
Η ζωή είναι σαν ένα πλεκτό. Έρχεσαι στον κόσμο και σου δίνεται ένα κουβάρι μαλλί για να το κάνεις κάτι. Ξεκινάς και πλέκεις και το μόνο που σκέφτεσαι είναι να το πλέξεις όσο καλύτερα μπορείς , να καταφέρεις να φτιάξεις το σχέδιο που ονειρεύτηκες. Οι κόμποι σου να είναι περιποιημένοι και κρυμμένοι. Καθώς περνούν όμως  τα χρόνια και βλέπεις το κουβάρι σου να τελειώνει, αγωνιάς μήπως και δεν μπορέσεις να τελειώσεις το πλεκτό σου.Το κουβάρι μας λοιπόν μικρό ή μεγάλο είναι στα χέρια μας. Ας βάλουμε λοιπόν όλη μας την τέχνη να γίνει όμορφο , με χαρούμενα χρώματα και σχέδια , ζεστό και απαλό.

Αναστασία  Παπαγγελή, Γ3

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Ένας διαφορετικός άνθρωπος (αφιερωμένο στην Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία)


Εδώ και πολύ καρό, κάθε απόγευμα, παίρνω τη Μιχαέλα μια βόλτα στη γειτονιά, έτσι για να ξεκολλήσει λίγο από την καθημερινότητα. Το ίδιο κάναμε και χτες το απόγευμα. Καθώς περπατούσαμε λοιπόν κάποια στιγμή μου είπε να σταματήσουμε και να κάτσουμε σε ένα παγκάκι. Μου έλεγε παράξενα πράγματα που τα περισσότερα δεν τα καταλάβαινα. Κάποια στιγμή μου είπε να της υποσχεθώ κάτι. Δεν θα μπορούσα να της αρνηθώ τίποτα και έτσι της είπα πως ότι και να μου ζητήσει εγώ θα της το κάνω. Μου είπε λοιπόν :

-Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα είσαι πάντα δίπλα μου και θα με προστατεύεις. Και ότι δε θα με αφήσεις και δε θα με ξεχάσεις ποτέ.

Κοιτώντας την έκπληκτη της υποσχέθηκα ότι θα την αγαπώ και θα την προστατεύω για πάντα .Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί μου μιλούσε έτσι μέχρι που μου ζήτησε να την σηκώσω και να χορέψουμε. Εκεί! Χωρίς να την ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος που ήταν γύρω μας.

Έτσι βάζοντας το αγαπημένο της τραγούδι να παίζει στο κινητό μου σηκώθηκα και αρχίσαμε το χορό. Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά, ο τρόπος που με αγκάλιαζε και με κρατούσε, δεν ξέρω , ήταν πολύ παράξενος και τόσο τρυφερός! Την κοίταξα με απορία αλλά εκείνη χωρίς να μου πει τίποτα συνέχισε να χορεύει. Μόλις τέλειωσε το τραγούδι την κατέβασα.
 
 

Είχε πια νυχτώσει όταν της είπα να γυρίσουμε στο σπίτι. Η μαμά είχε μαγειρέψει το αγαπημένο της φαγητό και ο μπαμπάς της ετοίμαζε μια έκπληξη. Εκείνη όμως δεν ήθελε να πάει, μου ζήτησε μόνο να την αφήσω να κάνει μια βόλτα μόνη της! Θα ήταν η πρώτη φορά που θα βρισκόταν μόνη της. Δεν ήθελα να την αφήσω, φοβόμουνα, αλλά ο τρόπος που με κοίταζε….. Την έβαλα στο καροτσάκι της και μου έδωσε ένα φιλί και μια αγκαλιά σαν αυτή που δίνουν στους συγγενείς τους, αυτοί που ετοιμάζονται να φύγουν για ένα μακρινό ταξίδι.

Την άφησα και λίγα δευτερόλεπτα μετά χτύπησε το κινητό. Την άφησα λίγο από τα μάτια μου . Ήταν η μαμά .Η Μιχαέλα τους είχε αφήσει ένα σημείωμα που έλεγε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει μέσα στην απομόνωση και τη λύπηση.. Οι τελευταίες τέσσερις λέξεις της :Σας αγαπώ και συγγνώμη ……. Ήταν οι ίδιες με αυτές που είχε ψιθυρίσει η Μιχαέλα καθώς βγαίναμε από το σπίτι .Κοίταξα ευθεία και ..την είδα να με κοιτάει ενώ στεκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου περιμένοντας..ένα φορτηγό κατευθυνόταν προς τα εκεί. Έτρεξα…. μα ήταν πια αργά. Η αδερφή που τόσο αγαπούσα, η αδερφή που τόσο λάτρευα , είχε φύγει από κοντά μου… Της υποσχέθηκα να μην την αφήσω ποτέ και την άφησα. Δάκρυα γέμισαν το πρόσωπο μου.

Γύρισα σπίτι και πήγα στο δωμάτιο της .Το δωμάτιο της που ήταν γεμάτο ζωντάνια πριν λίγες ώρες. Άνοιξα το συρτάρι που άκουγα να ανοίγει και να κλείνει κάθε βράδυ. Ένα γράμμα σταμπωμένο από σταγόνες δάκρυα ξεχώριζε. Πάνω έγραφε «στην αγαπημένη μου αδερφή». Πρώτη φορά κατάλαβα πως ένιωθε για μένα , πόσο πολύ με αγαπούσε, πόσο με λάτρευε..Η αδερφή μου έφυγε γιατί δεν άντεχε την απομόνωση,. Δεν άντεχε να την κοροϊδεύουν, δεν άντεχε να τη λυπούνται. Στο τέλος του γράμματος της με αχνά γράμματα έγραφε : δεν με άφησες εσύ, εγώ ήθελα να φύγω. Θα σε αγαπώ και θα σε προστατεύω όπως εσύ. Ήσουν η καλύτερη αδερφή που θα μπορούσα να έχω…..

 

Θεοδοσία Διακογιάννη, Γ1