Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Οι παραλλαγές μιας παραλογής (ή διασκευάζοντας το Γιοφύρι της Άρτας!)

Καινούρια σχολική χρονιά, νέοι μαθητές  που έχουν να διαπραγματευτούν την διδακτέα ύλη της Γ Γυμνασίου. Ολοκληρώνοντας τη μελέτη της δημοτικής παραλογής «Του γιοφυριού της Άρτας», οι μαθητές κατέγραψαν τις δικές τους διασκευές στον αρχικό μύθο. Σας παρουσιάζουμε τρεις διαφορετικές εκδοχές-λύσεις στο πρόβλημα του πρωτομάστορα. Καλή σας ανάγνωση!



Μάστορα μην πικραίνεσαι και μην αναστενάζεις
το δαχτυλίδι έχασες, δεν έχασες γυναίκα.
Και μην τυχόν και κατεβεί ουδείς απ την καμάρα,
γιατί είναι επικίνδυνο μη πέσει και πλακώσει.
Τρεις αδερφάδες είμαστε , οι δυο κακογραμμένες.
Η μια έχτισε το Δούναβη, η άλλη τον Αφράτη
Μα εγώ η πλιο στερνότερη καλότυχη θα είμαι.
Όπου έχω άντρα κι αγαπώ , που μ αγαπά κι εκείνος!
«Άντρα μου, μην βαρυγκομάς το δαχτυλίδι να βρεις
Γοργά να ρθεις στο σπίτι μας καινούριο θε να σου χω ,
Μόνο θα πάω στην εκκλησιά λαμπάδα να ανάψω
Μην τύχει κι εγκρεμιστεί του γιοφυριού η καμάρα!»

Γοργά κινάει στην εκκλησιά να βρει τον ιερέα,
γονατιστή παρακαλά της Παναγιάς εικόνα.
Εκλιπαρούσε κι έταξε στην Παναγιά με δάκρυα
-Λυπήσου Μεγαλόχαρη, ελέησε Θεέ μου
τους κόπους και τα βάσανα όλων των μαστοράδων!
Και το γιοφύρι στέριωσε να ναι γερό , ατσάλι!
Να ναι Θεέ μου καλότυχο, αιώνες να προβάλλει!

Κι η Μεγαλόχαρη  άκουσε του πόνου της τα λόγια.
Ευθύς σημάδι έδειξε λαμπρό κι αστραπιαίο.
Πάνω απ την άσπρη εκκλησιά, εμπρός στους μαστοράδες
αχτίδες πέσαν φωτεινές, παντού απ άκρη σε άκρη!
«Θα ναι για πάντοτε γερό, γιοφύρι ευλογημένο,
Διαβάτες θα το χαίρονται, στολίδι του χωριού τους
Κι οι μάστορες θα το χουνε μεγάλο τους καμάρι!!»
Αγγελική Γεροβασίλη, Γ1




Τα άκουσε ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει
Ζητάει απ τη γυναίκα του όσο μπορεί να αργήσει
Και κείνος σπίτι γύρισε και παίρνει το τουφέκι.
«Που σαι πουλί, που σαι πτηνό, για να σε τουφεκίσω;
Ούτε φτερό, ούτε φωνή ορκίζομαι ν αφήσω!»
Η μανία η πολλή του πρωτομάστορα , η ζέση
Σε κίνδυνο έβαλε τελικά της γυναίκας του τη ζήση.
Μα όταν το κατάλαβε, θυμό πολύ γεμίζει
Και κάτω από το γεφύρι αυτό για μέρωμα καθίζει.
Ξάφνου βλέπει το πουλί να τον εφοβερίζει.
Πιάνει τότε το όπλο του, με βόλια το γεμίζει.
Έρχεται όμως η νεαρή γυναίκα του με χάρη
Κι από τον πρωτομάστορα υπόσχεση ζητάει να πάρει.
«Ετούτο το πουλί εδώ , πολλά μας έχει φέρει
Γι αυτό ας το βρει συμφορά, σε τούτα δω τα μέρη.
Στο γεφύρι να το στοιχειώσουμε, αντί για πετεινάρι
έτσι ο μύθος θα λυθεί, χωρίς ανθρώπινο τομάρι.

Τέλος, ο μάστορας θα πληρωθεί, στο σπίτι του θα πάει
Χαρά θα φέρει και στοργή με τη γυναίκα του καμάρι!
Αντώνης Αβρίθης, Γ1





Καθότανε ο μάστορας κι έκλαιγε για την κακή του μοίρα ,
που έπρεπε να στοιχειώσει τη γυναίκα του για μια χρυσή λίρα.
Εναλλακτική λύση έψαχνε να βρει
μα στο κεφάλι του τίποτα δεν του χε κατεβεί.
Αποφασισμένος είπε ότι ο ίδιος θα στοιχειωθεί
κι έτρεξε στο γεφύρι πριν χτιστεί.
Όταν όμως έφτασε ήταν ήδη αργά,
στη γυναίκα του είχαν ρίξει τα μπετά.
Ξαφνικά τη γυναίκα του βλέπει μπροστά του
κι ο ίδιος νομίζει ότι έχασε τα μυαλά του.
«Μην τρελαίνεσαι, δεν είμαι πνεύμα,
 είμαι μια κανονική γυναίκα!
Μη φοβάσαι, δεν στοίχειωσαν εμένα !
Το μαντάτο άκουσα και είπα ένα ψέμα
Πως είμαι δήθεν ορφανή
 και έτσι η τύχη μου άλλαξε σε κακή!
Έτσι δεν στοίχειωσαν αυτή,
αλλά ένα άλλο καλότυχο παιδί!

Αλέξης Τσάτσα, Γ5