Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη τη μέρα...θυμάμαι όμως γεγονότα που θα
μπορούσαν να σημαδέψουν το μέλλον μου για πάντα. Ήταν μεσημέρι...όχι από εκείνα
τα χαρούμενα, που περπατάς στους δρόμους, ακούς την υπέροχη μελωδία των
πουλιών, ενώ ταυτόχρονα νιώθεις τον ήλιο μες τα μάτια σου! Ήταν
λοιπόν ένα λυπημένο μεσημέρι... ακόμα και ο καιρός συμφωνούσε. Είχε σύννεφα και
πολύ κρύο, τόσο που ένιωθες ακόμα και τα κόκαλα σου να παγώνουν.
Μόλις είχε γυρίσει η μαμά στο σπίτι. Δεν
μου μίλησε, απλά μου έδειξε τον έλεγχο από το σχολείο, που μόλις είχε
παραλάβει. Δεν είχα πολύ ευχάριστους βαθμούς. Η πρώτη φωνή που ακούστηκε ήταν
του μπαμπά. Μου είπε πως είμαι κακός μαθητής και πως αν συνεχίσω έτσι, στο μέλλον θα καταλήξω να είμαι ζητιάνος. Την σκυτάλη του λόγου την πήρα εγώ.
Σηκώθηκα απότομα απ' τον καναπέ και φώναξα<< δεν με
καταλαβαίνετε!>> και μετά κλείστηκα στο δωμάτιό μου βυθισμένος στις
σκέψεις μου.
Μετά από περίπου δέκα
λεπτά αποκοιμήθηκα... κάποια στιγμή ξύπνησα απότομα. Δεν ήμουν όμως στο σπίτι
μου. Ήμουν σε ένα μέρος σκοτεινό, δεν μπορούσα να δω τίποτα παρά μόνο τι
απόλυτο σκοτάδι. Ξαφνικά άρχισα να ακούω φωνές. Δεν καταλάβαινα τι προσπαθούσαν να μου πουν. Θυμάμαι πως
ήταν δυνατές και ανυπόφορες. Άρχισα να ουρλιάζω και να ζητάω απεγνωσμένα
βοήθεια, κανείς όμως δεν μου απάντησε. Έκλεισα τα μάτια μου και ευχήθηκα να
σταματήσουν, έτσι και έγινε. Μόλις σταμάτησαν άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν
σε έναν λαβύρινθο, όπου οι τοίχοι ήταν ράφια με βιβλία. Δεν ήξερα τι έπρεπε να
κάνω. Έπιασα λοιπόν μερικά βιβλία για να διαβάσω. Διάβασα πολλά όπως ένα που
λεγόταν <<ο βίος μου>> ή ακόμα και ένα
που λεγόταν η <<αυτοβιογραφία>> μου, τότε
κατάλαβα ότι βρισκόμουν στο υποσυνείδητο μου. Μετά από αρκετή ώρα στην
προσπάθεια μου να βρω μία έξοδο, συνάντησα έναν ζητιάνο. Με σταμάτησε και μου
πε << όσο μπορείς να διαβάζεις παιδί μου. Μην καταντήσεις να έχεις μία δουλειά χωρίς ελπίδα.>>. Δεν πρόλαβα να απαντήσω. Οι φωνές
επέστρεψαν πάλι. Με είχαν καταλάβει ολόκληρο. Ζήτησα από τον ζητιάνο να με
βοηθήσει, αλλά δεν το κανε. Όσο περνούσε η ώρα η παρουσία του άρχισε να
χάνεται. Το
δωμάτιο βάφτηκε πάλι μαύρο. Έκλεισα τα μάτια μου έχοντας πάλι την ελπίδα πως οι
φωνές θα έπαυαν να υπάρχουν.
Όταν τα άνοιξα ήμουν στο δωμάτιό μου. Ανακουφίστηκα
τόσο που αυτός ο εφιάλτης τελείωσε. Τότε, έτρεξα γρήγορα στους γονείς μου και
με μία στοργική αγκαλιά τους υποσχέθηκα ότι θα βελτιώσω τους βαθμούς μου στο
σχολείο.
Μάριος Αυγουλάς Γ'1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου