Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

"Αμφίβια", Γιώργος Παναγιωτάκης

 

Πώς ζουν οι σημερινοί νέοι; Ποια είναι τα ενδιαφέροντά τους; Είναι χαμένοι στον κόσμο του διαδικτύου ή έχουν ανησυχίες, όνειρα, επιθυμίες και προβληματισμούς – παρόλο που δεν τους φαίνεται; Και πώς εμείς, οι boomers, μπορούν να τους προσεγγίσουμε , να ακούσουμε τις σκέψεις τους, να νιώσουμε τα καρδιοχτύπια τους; Είναι καλύτεροι ή χειρότεροι από εμάς στα νιάτα μας; Ακούνε μόνο τραπ και λαικοποπ ή ροκ και έντεχνο ή λίγο απ όλα; Και πόσο επηρεάζονται από τους ινφλουένσερ και τα μεινστριμ πρόσωπα των σόσιαλ μίντια; 

Ο Γιώργος Παναγιωτάκης αγγίζει όλα αυτά τα θέματα στο βιβλίο του «Αμφίβια» και μας αφήνει να αφουγκραστούμε τους χτύπους της καρδιάς των νέων , να μάθουμε τι νιώθουν και ποια αδιέξοδα αντιμετωπίζουν, ποιες είναι οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί τους. Επιπλέον μας επιτρέπει να δούμε πόσο ευαισθητοποιημένοι είναι σε ζητήματα που ούτε καν θα μπορούσαν να περάσουν από το δικό μας μυαλό , όπου όλα είναι τακτοποιημένα και συμβατικά – σε μεγάλο βαθμό.

Οι δυο ήρωες είναι ο Μάξιμος (Μαξ) και η Αλεξάνδρα. Ο Μαξιμος (Μαξ) μένει στο Παγκράτι, είναι εσωστρεφής και  «ξέρει ότι το είδος του δεν είναι πλασμένο για μια κουλ ζωή. Βαθιά μέσα του το έχει αποδεχτεί. Μόνο να κάποιες φορές σπάει. Κοιτά το ταβάνι και ονειροπολεί, φαντάζεται ότι ζει κάτι όμορφο, έναν μεγάλο έρωτα, μια μεγάλη περιπέτεια. Ότι πρωταγωνιστεί σε μια ιστορία που θα μπορούσε να γίνει ταινία και βιώνει κάτι τόσο μεγάλο και σημαντικό, που για χάρη του δέχεται να αποχωριστεί ένα κομμάτι του εαυτού του. Και έπειτα , όταν το κάνει,. Νιώθει ξαφνικά ανάλαφρος, λες και αυτό το κομμάτι ήταν που τον κρατούσε φυλακισμένο στη βαρεμάρα και τη θλίψη. Και τώρα που το άφησε πίσω μπορεί να ζήσει ελεύθερος και γιατί όχι ευτυχισμένος.» (σελ.10)

Ο Μαξ έχει μόνο ένα φίλο τον Αλκίνοο (το γιο της καθαρίστριας του σπιτιού του), οι γονείς του είναι χωρισμένοι και πηγαίνει σε ένα ιδιωτικό σχολείο (που του πληρώνει ο μπαμπάς του που ζει στον Καναδά) και δεν έχει καμιά επαφή με τους συμμαθητές του – ή οι επαφές του είναι αποκλειστικά γεμάτες θυμό, αφού εκείνοι μονίμως τον ειρωνεύονται και τον ταπεινώνουν, γι αυτό και προτιμά να είναι αόρατος για όλους,  ενώ το μόνο που τον ηρεμεί είναι τα βίντεο της Μις Έρι, μιας διάσημης Youtuber, στα οποία ασχολείται με διάφορα θέματα.

Η Αλεξάνδρα πάλι ζει στα Πατήσια και πηγαίνει σχολείο στη Γκράβα. Η μητέρα της είναι μια θρησκευόμενη γυναίκα και ο πατέρας της έχει φασματική παρουσία στη ζωή της – μοιάζει αποσυρμένος από τα εγκόσμια.  Και οι δυο γονείς της δεν έχουν ιδέα τι συμβαίνει στη ζωή της κόρης τους (δεν γνωρίζουν ότι έχει δυο τρύπες στα αυτιά της, ένα κοντό μπουφανάκι και μια μίνι φούστα που τη φοράει έξω από το σπίτι, ότι - αν και πηγαίνει στο κατηχητικό και την εκκλησία-  έχει φασωθεί με τρία αγόρια και έχει φιληθεί με ένα κορίτσι, την κολλητή της τη Βίβιαν, ότι κρύβει ένα μυστικό που την έχει καθορίσει και δε μπορεί να ερωτευτεί και να πλησιάσει τους ανθρώπους γι αυτό και υποστηρίζει πως είναι αρομαντικ. Ένα μυστικό που αποδεικνύει ότι μέσα στην οικογένεια μπορεί να κρύβεται και το απαίσιο πρόσωπο της σεξουαλικής κακοποίησης. Μέσα σε αυτή και όχι στην κοινωνία.).

Η Αλεξάνδρα που έχει εκτυπώσει φωτοτυπίες στις οποίες εκφράζει το παράπονο ενός ανάπηρου και τις τοποθετεί στα αυτοκίνητα που κλείνουν τις ράμπες. Η Αλεξάνδρα που θα ήθελε να αφιερώσει τη ζωή της σε κάποιο μεγάλο, ευγενικό σκοπό, όπως λέει η ίδια [..] Να βοηθά άπορα παιδιά, ας πούμε. Ή παιδιά που έχουν υποστεί μπούλιγκ. Να κάνει κάτι για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα. Για τα παιδιά που βιώνουν την απόρριψη για τους χι λόγους. Ίσως όμως να αφιερωθεί σε κάτι ακόμη μεγαλύτερο: Να γίνει μια ακτιβίστρια για τη σωτηρία του πλανήτη. Να κάνει ένα επιτυχημένο account στο Tik Tok και να ανεβάζει βίντεο . Να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο για την κλιματική αλλαγή, για τους κινδύνους που απειλούν τη βιοποικιλότητα και όλα αυτά.[..] (σελ. 19)

Όταν οι δρόμοι των δύο ηρώων θα διασταυρωθούν εντελώς τυχαία - την πρώτη φορά σε μια εκδρομή στο Ευγενίδειο και τη δεύτερη στο πάρτυ της Μις Έρι, στο οποίο θα μάθουν και ένα βαρύ, τραυματικό μυστικό της - θα πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, θα ανοιχτούν, θα αποκαλύψουν τις μύχιες σκέψεις και τα μυστικά τους, θα καταστρώσουν ένα τρελό σχέδιο για να πάρουν εκδίκηση στο όνομα της Μις Έρι (και όχι μόνο)  και τελικά θα συναντηθούν από κοντά για να το υλοποιήσουν. Οι αρχικές τους συναντήσεις θα είναι μόνο ψηφιακές. «..[..] Τώρα πια είναι συνέχεια μαζί , ακόμα και όταν δεν είναι. Το πρόσωπο του έχει πάψει πια να της ξεγλιστρά. Το δικό της εξακολουθεί να του φαίνεται οικείο. Και τα δυο, όμως, είναι ακόμη άυλα. Ανήκουν σε μια διαφορετική διάσταση, τελείως ψηφιακή, στην οποία δε μπορείς να πας έτσι απλά. Σε κάποιες βιντεοκλήσεις κοιτιούνται με τις ώρες δίχως να μιλούν. Σε άλλες δε βάζουν γλώσσα μέσα. Ξεθάβουν ξεχασμένες μνήμες, στενάχωρες οι περισσότερες σα να κάνουν διαγωνισμό τραυμάτων. Τότε όμως σκάει και κάποιο αστείο σκηνικό ή μια ατάκα και η ατμόσφαιρα αλλάζει. Μιλούν για κωμικοτραγικά ατυχήματα, για παιχνίδια που έπαιζαν μικρά, για αγαπημένες σειρές. (σελ.182-183)

Αυτά τα δυο παιδιά εκπροσωπούν τις σημερινές φυλές των εφήβων. Είναι τα παιδιά που βιώνουν με τρόμο τις σαρωτικές αλλαγές που συμβαίνουν γύρω τους, που νιώθουν πολύ έντονα συναισθήματα αλλά δεν τα εκδηλώνουν , αντίθετα τα καταπιέζουν , τα καταπίνουν, δεν αφήνονται ελεύθερα να τα εκφράσουν (μέχρι τουλάχιστον να συναντηθούν, να ανοιχτούν, να νιώσουν ασφαλείς όπως και οι δυο ήρωες), που  βαδίζουν χωρίς μια σταθερή πυξίδα στο μέλλον, που δεν αναγνωρίζουν πολλές φορές ποι@ είναι, ποια η αληθινή τους ταυτότητα, που οι γονείς τους σα να έχουν ξεχάσει να είναι δίπλα τους απορροφημένοι από τη δουλειά και τα δικά τους προβλήματα, που το σχολείο τείνει να γίνει γι αυτά ένας χώρος είσπραξης απογοήτευσης, θλίψης και καθημερινής συναισθηματικής ακύρωσης, που οι παρέες είναι πιο δύσκολο να στηθούν, που η επικοινωνία έγινε ακόμη δυσκολότερη παρά την εισβολή της τεχνολογίας στη ζωή τους, που η αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων τα οδηγεί σε ειδικούς (ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές), που η εμπιστοσύνη χάθηκε κάπου στη διαδρομή και η μοναξιά ήρθε και κατοίκησε στην καρδιά τους. Ο Μαξ μιλάει για όλα αυτά όταν η μητέρα του τον καλεί να δουν ένα βίντεο που τον συγκλονίζει: [..]Η μαμά πατάει το play. Στην αρχή δε γίνεται τίποτα. Βλέπεις απλώς ένα διάφανο μπαλάκι που μέσα του έχει ένα κιτρινωπό σβόλο. […] Αποδεικνύεται ότι το κίτρινο πλάσμα είναι ένα μικρό αμφίβιο. Μια σαλαμάνδρα ή κάτι τέτοιο. Το βλέπει να κάνει απότομες κινήσεις και αν χτυπιέται σπασμωδικά στα διάφανα τοιχώματα του αυγού του. Μοιάζει ξαφνιασμένο και τρομαγμένο. Λίγα καρέ πριν ήταν γαλήνιο και απολάμβανε την ανυπαρξία του. Τώρα ήρθε ξαφνικά στη ζωή και δείχνει να βασανίζεται. Κάθε παλμός και μια βελόνα που το τρυπά και το αναγκάζει να τινάζεται μέσα στη διάφανη μπαλίτσα του.

Η μαμά εξακολουθεί να κοιτά την οθόνη , χαμογελώντας βουρκωμένη. Εκείνος νιώθει ένα βάρος στο στήθος του να τον πνίγει. Σηκώνεται, λέει καληνύχτα, καταπολεμά την επιθυμία του να πλύνει ξανά το δόντια του και πηγαίνει στο δωμάτιό του. Ξαπλώνει και κλείνει τα μάτια, αλλά έχει ταχυπαλμία και είναι αδύνατον να κοιμηθεί. Σκέφτεται το μικρό αμφίβιο. Κανείς δεν το ρώτησε αν ήθελε να έρθει στη ζωή, αν ήταν έτοιμο να περάσει όλη αυτή την ταλαιπωρία. Είναι άδικο και παράλογο. (σελ. 32-33)

Ο συγγραφέας αγαπάει πολύ τους ήρωες του, τους φέρεται με τρυφερότητα και καλοσύνη και εισβάλλει στις σκέψεις τους για να τους κατανοήσει, να σταθεί δίπλα τους και να τους βοηθήσει να πάνε ένα βήμα πιο πέρα, ένα βήμα πολύ σημαντικό όμως. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση του επιτρέπει να «μπαινοβγαίνει στα παπούτσια τους» – όπως θα έλεγαν και οι Άγγλοι!- και να φωτίζει όλες τις πλευρές της προσωπικότητας τους, να μας τους συστήνει καλύτερα, να γίνουν πρόσωπα οικεία μας. Και όντως αυτά τα δυο παιδιά έρχονται να μας οδηγήσουν στο δικό τους κόσμο, έναν κόσμο που έχει πολύ σκοτάδι αλλά και πολύ φως, ένα κόσμο που κυριαρχεί ο τρόμος αλλά και το θάρρος , η ομορφιά και η άσχημη πλευρά των πραγμάτων, η σκληράδα αλλά και ο σπαραγμός. Και το τέλος του βιβλίου, ένα τέλος που συνδέεται με την αφή σε ένα κόσμο που αυτή αίσθηση αρχίζει να είναι κάτι ανοίκειο έως και κάτι τρομακτικό, έρχεται να δώσει αισιοδοξία,. Εξάλλου στη ζωή μας «Κάθε ανάσα και μια αόρατη βελόνα, κάθε παλμός και ένα πιθανό τραύμα.[..] (σελ. 221)

Δεν υπάρχουν σχόλια: