Το πλοίο φεύγει. Η δυνατή του σειρήνα με ξυπνά βίαια από το αγνάντεμα του νησιού λίγο πριν ξεκινήσουμε για την καλοκαιρινή μας εξόρμηση στην Κρήτη. Ο άνεμος φυσάει δυνατά. Καθώς σκύβω από την πρύμνη βλέπω το όνομα του πλοίου γραμμένο με μεγάλα μπλε γράμματα - "Βιτσέντζος Κορνάρος" και αμέσως στο νου μου έρχεται ο Ερωτόκριτος. Οι ώρες περνάνε άσκοπα και αφού δεν έχω και τίποτα άλλο να κάνω, επιχειρώ να γράψω την δική μου αυτοβιογραφία. Μετά από ώρες , καθώς το πλοίο πλησιάζει στον προορισμό μας, το μάτι μου πέφτει σε μια βαρκούλα και βλέπω έναν ψαρά που έχει τραβήξει στην επιφάνεια ένα σμάρι ψάρια. Εαν και φαίνεται πως βρίσκονταν αρκετή ώρα έξω από το νερό παρατηρώ πως σπαρταράνε ακόμα γεμάτα ζωντάνια. "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" θα μπορούσε να πει κανείς.
Φτάνουμε και καλούμε ταξί. Σε όλη τη διαδρομή ο ταξιτζής μας μιλάει για τα περίφημα "υαλοπωλεία" του νησιού, επισημαίνοντας μας ότι στις μέρες μας είναι πλεόν δουλειά χωρίς ελπίδα, εφόσον η υαλουργία δεν είναι πια περιζήτητη.
Βρισκόμαστε πλέον στο ξενοδοχείο. Αφού αφήνω τις βαλίτσες μου, αποφασίζω να κάνω μια μικρή βόλτα στο χωριό. Καθώς βαδίζω, βλέπω μέσα από ένα παράθυρο μια γιαγιά να νανουρίζει το εγγόνι της τραγουδώντας του το νανούρισμα "Να μου το πάρεις ύπνε μου" και η χαρά είναι απλωμένη σε όλο της το πρόσωπο. Την ίδια στιγμή ο ζητιάνος του χωριού τριγυρνάει στις καφετέριες ζητώντας ελεημοσύνη, ενώ μια κυρία βάζει τις φωνές καθώς την πλησιάζει και φεύγει αηδιασμένη. Ένας ζωγράφος προσπαθεί να πετύχει με μανία ένα τοπίο. Εγώ κουρασμένη από όλα αυτά γυρνάω πίσω και αποφασίζω να ξεκινήσω το νέο μου βιβλίο "Ζητείται ελπίς".
Νεφέλη, Γ4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου