Ο Κώστας μίλησε για την
εξυπνάδα που είχε το μικρό κορίτσι να χρησιμοποιεί το ταλέντο της ώστε,
εκτός από το ότι ικανοποιούσε ένα δικό της πάθος, στήριζε κιόλας οικονομικά την
οικογένειά της. Η δεινότητα της να αφηγείται εξαιρετικά τις ταινίες, να
αυτοσχεδιάζει, αν προσθέτει σκηνικά και κοστούμια ήταν κάτι αξιομνημόνευτο.
Αυτό που τον ενόχλησε ήταν η συμπεριφορά του πατέρα που εκμεταλλευόταν
οικονομικά το κορίτσι προκειμένου να πίνει.
Η Σιδικά βρήκε πολύ
ενδιαφέρον και πρωτότυπο το βιβλίο και στην αρχή της άρεσε πάρα πολύ. Μετά το
περιστατικό του βιασμού του κοριτσιού από τον τοκογλύφο και την δυστυχία που
ακολούθησε στη ζωή της στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, έκλαψε και θύμωσε και με τον
αλκοολικό πατέρα. Της φαινόταν ακατανόητο πώς ένας πατέρας που είχε τόσα παιδιά
δε νοιαζόταν για αυτά στο μέγιστο βαθμό και ικανοποιούσε ένα δικό του πάθος με
τα χρήματα. Η Κατερίνα εκεί παρενέβη και αναφέρθηκε στο ότι πολλοί άνθρωποι
άστεγοι, άνεργοι, φτωχοί, στρέφονται σε τέτοια πάθη (αλκοόλ, ναρκωτικά)
προκειμένου να ξεπεράσουν την άσχημη κατάστασή τους.
Στην Αναστασία το βιβλίο φάνηκε πολύ απλό , σαν ένα ημερολόγιο -αν και στο τέλος υπάρχει πολύ μεγάλη ταχύτητα στην αφήγηση των γεγονότων. Σε αρκετά σημεία υπάρχει προοικονομία της εξέλιξης - η αναφορά στον τοκογλύφο και στην άσχημη τροπή που πήρε η ζωή του κοριτσιού και της οικογένειας. Η ίδια δικαιολόγησε τη φυγή της μητέρας και την εγκατάλειψη της οικογένειας , αφού η μητέρα παντρεύτηκε στα 14 και δεν είχε ζήσει τη δική της ζωή. Ο πατέρας ήταν καλός και δίκαιος με τα τα παιδιά του, αλλά δεν της άρεσε το πάθος του για το αλκοόλ.
Η Άννα, αν και στην αρχή της φάνηκε βαρετή η υπόθεση, αργότερα συγκινήθηκε από την εξέλιξη και έκλαψε μετά το συμβάν με τον τοκογλύφο και το βιασμό του κοριτσιού. Το σημείο που την συγκλόνισε ήταν στη σελ. 64-65 όπου η αφηγήτρια αναφέρεται στην ικανότητά της να μαγεύει τη ζωή των ανθρώπων και παρομοιάζει αυτή την ικανότητα με όσα συμβαίνουν κατά τη μεταφορά των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δηλ. Την ύπαρξη ενός δεινού αφηγητή που ανέβαινε στους ώμους των άλλων και από τη μια και μοναδική χαραμάδα που υπήρχε στο πάνω μέρος των τρένων τους έκανε περιγραφή του τοπίου και τους έλεγε τι άφηνε πίσω το τρένο. “Τώρα πια είμαι πεπεισμένη ότι ανάμεσα τους θα υπήρχαν αρκετοί που θα προτιμούσαν να φαντάζονται όσα θαυμαστά τους περιέγραφε ο συγκρατούμενός τους , παρά να έχουν το προνόμιο να τα βλέπουν από τη χαραμάδα με τα ίδια τους τα μάτια. Επίσης αυτό που της φάνηκε πολύ ιδιαίτερο ήταν ότι σε έναν χρόνο συνέβησαν συγκλονιστικά πολλά πράγματα για την οικογένεια.
Στον ΚιαΧονγκ το βιβλίο
φάνηκε σαν ένα μικρό ημερολόγιο και στην αρχή του άρεσε πολύ αλλά νευρίασε πολύ
μετά το σημείο του βιασμού της ηρωίδας. Η Εύα επίσης είπε ότι βρήκε
ευκολοδιάβαστο το βιβλίο και γι αυτό της άρεσε. Και αναφέρθηκε και αυτή στο ότι
μέσα σε μια σελίδα συμβαίνουν όλες οι ανατροπές στη ζωή της ηρωίδας- διαλύεται
η οικογένεια, πεθαίνει ο πατέρας, μένει μόνη της.
Η Μαρία αναφέρθηκε στον
πατέρα που ήταν καλός και δίκαιος- ειδικά στην επιλογή του παιδιού που θα
πήγαινε στο σινεμά και θα διηγούνταν μετά την ταινία. Οι ατυχίες της ζωής είχαν
φθείρει αυτόν τον άνθρωπο και τον βασάνιζαν μέχρι να πεθάνει, ενώ η γενικότερη
φτώχεια επιβάρυνε κυρίως τη γυναίκα σε αυτές τις κοινωνίες. Στη Μιχαέλα επίσης άρεσε
το βιβλίο και ξεχώρισε τη σκηνή όπου το κορίτσι , μετά την εγκατάλειψη από τη
μητέρα της, άρχισε να τρώει τις άσπρες ψείρες που με αυτές γέμισε ως έναν τρόπο
ένδειξης της αγάπης και της νοσταλγίας της για εκείνην. Αυτή η σύνδεση με
τη μητέρα, η αγάπη και η επιθυμία της πρωταγωνίστριας
τη συγκίνησαν.
Η Ιφιγένεια δυσκολεύτηκε με
το βιβλίο , αν και στην αρχή της άρεσε πάρα πολύ η υπόθεση. Της τράβηξε την
προσοχή το πώς η πρωταγωνίστρια έγινε η αφηγήτρια των ταινιών , πώς ο κόσμος της γειτονιάς
πήγαινε στο σπίτι της και μαγευόταν από την αφήγηση της, αλλά μετά άρχισαν όλα
να στραβώνουν και η κοπέλα χάνει τα πάντα. Η μαμά του κοριτσιού δικαιολογείται
να εγκαταλείψει την οικογένεια, αφού δεν είχε ζήσει τη δική της ζωή .
Στην Ελένη άρεσε πολύ το
βιβλίο γιατί θίγει πολλά κοινωνικά προβλήματα – φτώχεια, κοινωνικός
αποκλεισμός, αλκοολισμός. Οι άνθρωποι
αυτοί είχαν την ανάγκη να ξεφύγουν από τη φτώχεια και τη δυστυχία και αυτό τους
το πρόσφερε το κορίτσι με την αφήγησή της. Μάλιστα η κοπέλα αυτή βρίσκει έναν
προορισμό στη ζωή της μέσα σε μια κοινωνία όπου οι άλλοι Τη συγκλόνισε ότι στο τέλος η αφηγήτρια έμεινε
μόνη της στον οικισμό , χωρίς παρέα, χωρίς, οικογένεια, χωρίς εργασία, ενώ
τραγικό ήταν ότι ο πατέρας απαγόρευε στα παιδιά να μιλάνε για τη μητέρα τους.
Τέλος η Κατερίνα δήλωσε ότι
δεν έδωσε βάση σε αυτή καθαυτή την ιστορία, αλλά την είδε περισσότερο
συμβολικά. Συγκινήθηκε λοιπόν από την προσωπικότητα της αφηγήτριας : ο τρόπος
που έβλεπε τις ταινίες, το πώς τις «έντυνε» και τις εμπλούτιζε, το ότι εκείνη
έφερνε την ιστορία και τη μοιραζόταν με τους άλλους- αυτή είναι αξία της τέχνης
: το πώς ενώνει τους ανθρώπους. Η τέχνη δημιουργείται από τους ανθρώπους και δείχνει
τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Και όταν το μοιραζόμαστε με
τους άλλους, κερδίζουμε όλοι. Την εποχή που ζει η κοπέλα ήταν πολύ δύσκολη η
πρόσβαση στην τέχνη και το κορίτσι αυτό έφερνε την τέχνη στη ζωή των φτωχών
γειτόνων της.
Στην Ευγενία και τη Μαρία
άρεσε η υπερανάλυση της υπόθεσης αλλά και το ότι κάθε αδερφός είχε το δικό του
παρατσούκλι. Η Μαρία στάθηκε περισσότερο στο ότι ήταν πολύ γλυκιά και τρυφερή
κίνηση από το κορίτσι να αφηγείται στους φτωχούς συνανθρώπους της τις ταινίες. Παράλληλα
κατανόησε πλήρως και δικαιολόγησε τη φυγή της μητέρας και τα κίνητρα της. Η
Παρασκευή έμεινε στο ότι ο τρόπος αφήγησης ήταν απλός αλλά και ενδιαφέρων
συγχρόνως και οι εποχές στις οποίες αναφέρεται ήταν δύσκολες και σκληρές για τους
ανθρώπους.
Τέλος ο κ.Χαραλαμπάκης είπε
ότι το βιβλίο αυτό συμπύκνωνε όσα βιβλία έχουμε διαβάσει ως τώρα με τις αναφορές
σε αναπηρία, αλκοολισμό, κοινωνικό αποκλεισμό. Η πρωταγωνίστρια, παρόλο που
μένει μόνη της στο τέλος, φαίνεται ότι έχει κάνει μια συνειδητή επιλογή. Μένει
στον τόπο της υπερασπίζοντας όσα έχει ζήσει, όσα έχουν υπάρξει και συνδέονται
εμ τη ζωή της. Είναι ο φύλακας των αναμνήσεων της πάμπας.
Η συζήτησή μας αφορούσε όλα
τα προβλήματα που θέτει το βιβλίο αλλά και το βασικό θέμα που είναι η τέχνη της
αφήγησης σε μια εποχή ελλειμματική σε πολιτισμό και κουλτούρα. Αξιοπρόσεκτη
είναι η μεταστροφή των ανθρώπων στην τηλεόραση και στο πώς η αφηγήτρια έχασε το
κοινό της απότομα, αφού πια κανείς δεν είχε την ανάγκη να δει μέσα από τα δικά της
μάτια ταινίες. Πολύ όμορφα ήταν τα περιστατικά που αφορούσαν την επίσκεψη της
σε πλούσια σπίτια και την εκεί αφήγηση.
Ξεχωρίσαμε τα ακόλουθα σημεία:
Σελ 13: « Στην οικογένεια ήμασταν πέντε
αδέρφια. Τέσσερα αγόρια κι εγώ. Οι πέντε μας σχηματίζαμε μια πραγματικά τέλεια
κλίμακα σε ύψος και ηλικία. Εγώ ήμουν η μικρότερη . φαντάζεστε τι σημαίνει να
μεγαλώνεις σ ένα σπίτι και τα αδέρφια σου να είναι όλα αγόρια; Ποτέ δεν έπαιξα
με κούκλες . Αντιθέτως ήμουν πρωταθλήτρια στους βόλους και τις κορύνες. Αλλά
εκεί που δεν μου παράβγαινε κανείς ήταν στο να σκοτώνω σαύρες στα βράχια….»
Σελ. 18-19: «Η
σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα με μάγευε. Στα μάτια μου φάνταζε σαν σπήλαιο
μυστηριώδες, μυστικό, μονίμως ανεξερεύνητο. Με το που περνούσα τις βαριές
βελούδινες κουρτίνες, είχα την αίσθηση ότι άφηνα την πεζή πραγματικότητα κι
έμπαινα σε έναν θαυμαστό μαγικό κόσμο.»
Σελ. 81-82: Νομίζω πως είμαι
η μοναδική γυναίκα που ζει μόνη της σ ένα χωριό φάντασμα. Τα βγάζω πέρα
ξεναγώντας τον κόσμο…. Στα μάτια τους το τοπίο φαντάζει σαν επαρχία της κόλασης.
Εγώ τους απαντάω με καμάρι ότι για μας ήταν ο Παράδεισος. Τους αφηγούμαι τη ζωή
που κάναμε στον οικισμό. Κανένας εδώ δεν πέθαινε από την πείνα. Βοηθούσαμε ο ένας
τον άλλον. Τις νύχτες μπορούσαμε να κοιμόμαστε με ανοιχτές πόρτες και δεν
συνέβαινε τίποτε.. Το σούρουπο όταν φεύγουν με τα αμάξια τους για τις πόλεις τους
, ξαναγίνομαι αυτό που είμαι: το φάντασμα ενός εγκαταλελειμμένου χωριού.
Ή μήπως μια στήλη άλατος;