Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

"Η ζωή πολλές φορές προκαλεί τρόμο". Βίνσεντ Βαν Γκόγκ


Σταροχώραφο με κοράκια, έργο της Κων/νας Ξαντά
Άνοιξα την πόρτα και το δέμα που είχα παραγγείλει είχε φθάσει. Το πήρα λοιπόν και κάθησα κάτω να το συναρμολογήσω. Ήταν και καλά μια χρονομηχανή έλεγε η ιστοσελίδα, αλλά εγώ το αγόρασα μόνο και μόνο για να δω τί είναι, και επειδή ήταν πάμφθηνο. Ετοιμάζω την μηχανή, κλείνω τα μάτια και ελπίζω να γίνει κάτι. Τίποτα. Μετά από λίγο βαρέθηκα να προσπαθώ και είπα να βγώ απ’ το σπίτι. Έτσι όπως κατέβηκα τις σκάλες και άνοιξα την πόρτα, είδα μία περιοχή που δεν ήξερα. Έκλεισα την πόρτα. “Τι ήπια χθες βράδυ; Παραισθήσεις έχω;” σκέφτηκα. Η απάντηση ήταν όχι. Μάλλον η χρονομηχανή που έφτιαξα δούλεψε!
      Άνοιξα την πόρτα για άλλη μια φορά και τότε συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε αυτή τη μικρή περιοχή της Γαλλίας, την Ωβέρνη. Έτσι κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω και ξεκίνησα το ταξίδι μου με σκοπό να βρω τον Βαν Γκογκ. Περιπλανώμενη στους δρόμους φθάνω στο καφενείο κοντά στο κίτρινο σπίτι και ρωτάω δύο περαστικούς πού βρίσκεται ο Βίνσεντ. Έριξα μια ματιά στην εφημερίδα τους για την ημερομηνία. Ήταν 2 Μαΐου 1890. Γελώντας μου λένε πως δεν ξέρουν και στην συνέχεια βρίσκω τον Αρμάν, τον γιό του ταχυδρόμου. Για κάποιο λόγο μου μιλούσε λες και με ήξερε, αλλά εγώ δεν είπα τίποτα.


«Καλημέρα Αρμάν. Ξέρεις που μπορεί να βρίσκεται ο Βίνσεντ;»
«Ναι, τον είδα πρωί πρωί να κουβαλάει τα πράγματα του και να κατευθύνεται έξω απ’την πόλη προς τα χωράφια.
«Θέλω να του πάρω μία συνέντευξη, μπορείς να μου δείξεις τον δρόμο;»
«Εάν είναι για τόσο σημαντικό λόγο» λέει κοροϊδευτικά « ευχαρίστως.»
Καθώς περπατάμε με ρωτάει, «Για ποιο πράγμα πρέπει να του πάρεις συνέντευξη;»
«Η Κυρία Κεφαλά απειλεί όλη την τάξη ότι θα μας μειώσει τον βαθμό αν δεν κάνουμε αυτή την εργασία, οπότε αφού πάντα το ήθελα, θα πάρω συνέντευξη από τον Βίνσεντ.»
«Τι;»με ρωτάει ξαφνικά.
«Τίποτα!»
Με συνοδεύει μέχρι ένα σημείο και στο τέλος τον βλέπουμε μπροστά από τον καβαλέτο του να ζωγραφίζει.
«Νατος. Καλή τύχη.» μου λέει, και φεύγει.
Περπατώ ανάμεσα σε ψηλά στάχια και κάτω από τον λαμπερό ήλιο που μου καίει το δέρμα μέχρι που τον έχω μπροστά μου. Μαζί του είχε άλλη μία καρέκλα, οπότε κάθισα και έβγαλα έξω το μπλοκάκι μου. Για άλλη μια φορά του μιλούσα και μου μιλούσε στον ενικό, λες και γνωριζόμασταν.
«Καλημέρα Βίνσεντ, ήρθα να σου πάρω μία συνέντευξη» είπα και εκείνος με κοίταξε περίεργα.
«Από εμένα; Είσαι σίγουρη;»
«Ναι! Τέλος πάντων, θα ήθελα να σε ρωτήσω, τί είναι αυτό που ζωγραφίζεις;»
« Ένας εργάτης εδώ πιο κάτω που κάνει τι δουλειά του μέσα στο σταροχώραφο και τον ήλιο»


«Για πες μου, γιατί ζωγραφίζεις ανθρώπους που δουλεύουν στα χωράφια;»
«Το θεωρώ άδικο ότι δουλεύουν τόσες ώρες και θέλω να απεικονίσω την δύσκολη ζωή τους μέσα από τους πίνακες μου. Κανένας όμως δεν τους αγοράζει.»
«Έχεις πάρει την γνώμη άλλων ανθρώπων για τους πίνακες σου;»
Σταματάει να ζωγραφίζει για λίγο και κοιτάει κάτω. «Είτε το θέλω είτε όχι πολλοί μου έχουν πει κακά αλλά και καλά λόγια. Ο Γκωγκέν για παράδειγμα πάντα νόμιζε ότι τέτοιου είδους πίνακες ποτέ δεν θα πουλήσουν.»
«Αλήθεια, τι έγινε με τον Γκωγκέν;»
Γύρισε και με κοίταξε κατάματα με ένα τρομαγμένο βλέμα. «Ο Γκωγκέν είναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης... αλλά απ’ ότι φαίνεται υπήρχαν πολλά προβλήματα μεταξύ μας.» σταμάτησε για να σκουπίσει τα χέρια του στα ρούχα του και στη συνέχεια το μέτωπο του. «Ένα βράδυ είχαμε μαλώσει άσχημα και θυμάμαι ότι μου φώναζε πολύ. Είπε ότι θα έφευγε και ότι θα πήγαινε στο Παρίσι. Μετά από αυτό τα αυτιά μου βούιζαν, εκείνος είχε φύγει. Βρήκα ένα ξυράφι και κοίταξα στον καθρέφτη αλλά είδα κάποιον θολό άνδρα με αίμα στο αριστερό αυτί.»
Δεν ήξερα τι να πω. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. «Μετά τι θυμάσαι;»
«Από τις ακόλουθες μέρες όχι πολλά. Έναν γιατρό, τον αδερφό μου να μου μιλάει και την είσοδο μου σε αυτό το άσυλο.»
«Τι έγινε μέσα στο άσυλο;» τον ρώτησα.
«Θα ήθελα να μην μιλήσω για αυτό. Αυτό που έχω να πω είναι πως η ζωή σε αλλάζει: Από το να νιώθεις ήρεμα στο να αισθάνεσαι τρόμο και πόνο όσο αναπνέεις.»
Ήξερα πως δεν θα ήθελε να μιλήσει άλλο, οπότε ρώτησα μία τελευταία ερώτηση. «Ελπίζεις να συνεχίσεις την ζωγραφική;»
«Βεβαίως. Αν και αυτήν την στιγμή ψάχνω την ελπίδα πάντα βρίσκω χαρά στον να ζωγραφίζω. Η φύση είναι τόσο όμορφη που ελπίζω να ζήσω περισσότερο για να την δω.»
Είχα πια ιδρώσει τόσο πολύ που ήταν η ώρα μου να φύγω. « Σε ευχαριστώ Βίνσεντ.» είπα ενώ του έσφιξα το χέρι.
«Καλό ταξίδι» μου ευχήθηκε.
Κων/να Ξαντά, Γ4


1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Βάλατε και τον πίνακα, συγκινήθηκα!!!