Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Πατέρας, θεότης απλησίαστος....

Στη Λογοτεχνία συναντάμε συχνά την πατρική φιγούρα, αλλά συνήθως τη προσπερνάμε και εστιάζουμε στο ρόλο της μητέρας.Οι "Πρώτες ενθύμήσεις" , το απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία της Πηνελόπης Δέλτα  και η μορφή του αυστηρού πατέρα , ήταν η αφορμή να μελετήσουμε το πρόσωπο του πατέρα σε κείμενα της Λογοτεχνίας. Η προσοχή μας εστιάστηκε μόνο στον βίαιο και αδιάφορο πατέρα και την επίδραση που αυτός ασκεί στη ζωή των παιδιών του. Οι μαθητές χωρίστηκαν σε ομάδες και μελέτησαν τα κείμενα που τους δόθηκαν, απάντησαν σε ερωτήσεις και έκαναν δημιουργικές εργασίες -ελλείψει τεχνολογίας όλα έγιναν χειροποίητα!Ακολουθούν τα επιλεγμένα κείμενα και οι εργασίες των παιδιών.




Μοσκώβ Σελήμ, απόσπασμα
(Ο Μοσκώβ - Σελήμ είναι το τελευταίο διήγημα του Βιζυηνού και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Εστία τo 1895, ενώ ο Βιζυηνός βρισκόταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο. Πρόκειται για ένα αφήγημα πλούσιο σε ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία και μας παρουσιάζει τις περιπέτειες ενός κυνηγημένου και αδικημένου ανθρώπου, του Τούρκου Σελήμ.)

[Να τον αγαπήσει ο πατέρας]
— Εγεννήθην από Μπέηδες και είχα πλουσίαν οικογένειαν. Είχα ακόμη δυο αδελφούς ομομητρίους (από την ίδια μητέρα). Επειδή δε ήμην ο τελευταίος και αδελφήν δεν είχομεν, η μητέρα μας η συγχωρεμένη, όχι μόνον δεν ήθελε να με εβγάλει από το «χαρέμι»(από το δωμάτιο που προοριζόταν για τις γυναίκες), αλλά και μ' εστόλιζεν ως να ήμουν κόρη. Ήθελε βλέπεις η καημένη να γελά τον εαυτό της και [να] παρηγορεί την λύπην της, διότι δεν είχε κι εκείνη μίαν θυγατέρα. Έγινα δώδεκα χρόνων παιδί και ακόμη είχα μακριά μαλλιά, κινιασμένα* (βαμμένα) νύχια, βαμμένα μάγουλα, κι εφορούσα κοριτσίστικα φορέματα. Η μητέρα μ' εκαμάρωνε —Θεός συγχωρέσοι την!— τόσω περισσότερον, όσω φανερότερον ήτο ότι μόνον εγώ την ομοίαζα καθ' όλα. Εγώ, ενόσω ήμην μικρός, υπέφερα να με ζωγραφίζουν και να με στολίζουν ωσάν κούκλα. Ενόσω όμως εμεγάλωνα, επερίσσευε και η αηδία μου διά τα χαϊδεύματα των γυναικών. Αυτό προξενούσε μεγάλην θλίψιν εις την καλήν μου την μητέρα, διότι το έβλεπεν η καημένη πως ήμουν ανυπόμονος, πως δεν έβλεπα την ώρα να πετάξω έξω από τα χέρια της.
Τον πατέρα μας τον έβλεπα πολύ σπανίως· ήταν υπερήφανος, αυστηρός άνθρωπος και δεν ομιλούσε πολύ εις το χαρέμι. Εμένα ποτέ δεν μ' επήρεν εις την ποδιάν του να με χαϊδεύσει· θαρρείς πως μ' εσιχαίνονταν όταν μ' έβλεπε με μακριά μαλλιά και κοριτσίσια ρούχα. Ποτέ δεν μ' εχάρισε τίποτα, και πάντοτε με ονόμαζε με εμπαιχτικά(κοροιδευτικά) παρανόματα. Ήταν όμως και παλικαράς άνθρωπος· αγαπούσε πολύ τα άλογα και τα όπλα και επερίπαιζε τα γυναικίστικα πράγματα. Εγώ μέσα μου τον ελάτρευα· κι επιθυμούσα να γίνω σαν εκείνον, οπλισμένος καβαλάρης, τόσω θερμότερα, όσω περισσότερον επέμεναν να με κρατούν εις το χαρέμι!
— Το βλέπω πως δεν μ' αγαπάς εμένα, με είπεν η μητέρα μου μίαν ημέραν, ενώ εχάιδευε τα μαλλιά μου. Καημένο παιδί! Δεν το ξεύρεις πως ο πατέρας έχει τώρα και άλλην γυναίκα, πως εμάς δεν θέλει πια να μας γνωρίζει! Αν πας κι εσύ μαζί του, εγώ θ' αποθάνω! Το ξεύρεις; — Μα έχει και εύμορφο άτι* ο πατέρας, είπα εγώ τότε, ωσάν παιδί, έχει και χρυσά πιστόλια εις την μέση, γι' αυτό έχει και άλλην γυναίκα. ……………. ………………………………..
Το μπαϊράμι δεν άργησε να έλθει κι εγώ ευρέθηκα έξαφνα παλικαράκι με το φέσι…….. και, κατά την υπόσχεσιν της μητρός, με δυο μικρά πιστολάκια εις το μεταξωτό μου το ζωνάρι.
Επήγα να πετάξου από την χαρά μου. Πρώτα πρώτα έτρεξα να αγκαλιασθώ τον πατέρα μου. Τώρα πλέον δεν θα με περιπαίζει. Τώρα θα τον αρέσω. Όσην χαρά είχα άλλην τόσην λύπην επήρα, όταν με είδε κι εξύνισε το αυστηρό του πρόσωπο, και είπε πως δεν ηξεύρω να περπατώ σαν αγόρι!
Έλεγα άλλοτε με τον νουν μου: αν δεν με αγαπά ο πατέρας ίσα με τ' άλλα μου τ' αδέλφια, φταίουν τα κοριτσίστικά μου φορέματα. Επερίμενα λοιπόν να με πάρει με το καλό, τώρα που ενδύθηκα ωσάν εκείνον, που εκαβαλίκευα περήφανος το αλογάκι κι επήγαινα εις το σχολείο. Τίποτε. Πάντοτε εγώ ήμην ο ανίκανος, ο δειλός, ο σιχαμερός. Ό,τι κι αν έκαμνα, πάντοτε έφταια. Έλιωνε η καρδιά μου όταν έβλεπα πως ο πατέρας με κανένα τρόπον δεν ήθελε να με αγαπήσει. Και όχι μόνον αυτό. Εθύμωνε όταν έβλεπε πως ο μεγάλος αδελφός μου δεν άφηνε τον μεσιανό να με κακομεταχειρίζεται.
... Διότι η μόνη μου επιθυμία ήτο να μ' αγαπήσει ο πατέρας μου. Λοιπόν έκαμνα ό,τι ήξευρα πως τον ευχαριστούσε, και προ πάντων προσπαθούσα να είμαι το ένα με τον μεγάλο μας αδελφό, εις τον οποίον είχεν ο γέρος πολλήν αδυναμίαν. Τον έμοιαζεν ως την τρίχα τον πατέρα μας, μα ήταν πολύ μαλακός, πολύ καλόκαρδος νέος. Πολλές φορές τον άκουσα να μ' επαινεί εις τον πατέρα, πολλές φορές προσπάθησε να με βάλει στην καρδιά του — εστάθηκεν αδύνατο. Έγινα δεκαοχτώ χρόνων παλικάρι, ένα γλυκό λόγο δεν άκουσα από τα χείλη του.


ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
  1. Εντοπίστε τις ομοιότητες του κειμένου αυτού με το απόσπασμα του βιβλίου σας (θέμα, αφηγητής, συναισθήματα)

Το θέμα του κειμένου αυτού είναι παρόμοιο με το κείμενο Πρώτες ενθυμήσεις, καθώς και στα δύο κυριαρχεί ο φόβος προς τον πατέρα και η απέχθεια του τελευταίου προς τα παιδιά του. Ο αφηγητής και στα δύο κείμενα είναι ομοδιηγητικός και επίσης είναι ή του συμπεριφέρονται ως κορίτσι(μαζί με όλες τις προκαταλήψεις που συνδέονται με αυτό). Επίσης ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι και στα δύο κείμενα παρόλο που οι πατεράδες κακομεταχειρίζονται τα παιδιά τους , εκείνα τρέφουν απαράμιλλο θαυμασμό γι αυτούς.


  1. Στο απόσπασμα αυτό τι είδους βία ασκεί ο πατέρας στο παιδί, σωματική ή ψυχολογική; Τι αποτελέσματα έχει στο παιδί;
Στο απόσπασμα αυτό ο πατέρας ασκεί ψυχολογική βία στο παιδί καθώς του συμπεριφέρεται όταν είναι κορίτσι αποκαλώντας τον με γελοία και εξευτελιστικά υποκοριστικά. Επίσης τον μειώνει συνεχώς και δεν τον έχει επιβραβεύσει ούτε μία φορά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να αισθάνεται ως αποτυχημένο καθώς παράλληλα χάνει το πατρικό πρότυπο.


  1. Υποθέστε ότι είστε ο ήρωας του αποσπάσματος και γράφετε ένα γράμμα στον καλύτερο σας φίλο με θέμα τη συμπεριφορά του πατέρα σας απέναντι σας.

Αγαπητέ Αλή,
Πώς τα περνάς στην πατρίδα; Στην οικογένεια όλα καλά; Αποφάσισα να σου γράψω γιατί η κατάσταση στην οικογένεια μου έχει φτάσει στο απροχώρητο. Ο πατέρας συνεχίζει να με αντιμετωπίζει σαν κορίτσι και με μειώνει συνεχώς. Υποστηρίζει ότι δε μοιάζω σε τίποτα με αγόρι. Θυμάσαι τότε που πηγαίναμε να του ζητήσουμε δύο πιστόλια για να παίξουμε σκοποβολή και έδωσε μόνο σε σένα χωρίς να μου μιλήσει καθόλου; Ε, κάπως έτσι είναι τα πράγματα ακόμα.
Να ξέρεις πως ζηλεύω τον αδερφό μου που τον έχει ως ίνδαλμα και σωστό παλικάρι! Βέβαια συνεχίζω να προσπαθώ να του μοιάσω, αλλά ό,τι και να κάνω δε φαίνεται αν έχει αποτέλεσμα στον πατέρα. Δεν ξέρω τι με τραβάει σ αυτόν και τον θαυμάζω τόσο πολύ. Κάθε φορά που τον βλέπω να ιππεύει το άσπρο άλογο και να φοράει στη ζώνη του τα χρυσά πιστόλια, νιώθω πραγματικά περήφανος! Γιατί όμως να μη με αγαπάει; Τι τόσο σοβαρό έχω κάνει πια και μου συμπεριφέρεται έτσι; Πάντως για να ξέρεις τον τελευταίο καιρό είχα πολλές τάσεις αυτοκτονίας ύστερα από ένα ρεζίλεμα που μου έκανε μπροστά στους φίλους του………..Πιστεύεις πως τα πράγματα θα αλλάξουν προς το καλύτερο; Θα με ευχαριστούσες αν μου έδινες τις συμβουλές που μου δίνεις πάντα και μου ανεβάζεις το ηθικό. Τώρα τις έχω ανάγκη περισσότερο από ποτέ. 
Με εκτίμηση
Μοσκώβ Σελίμ

(Σταμάτης Χατζηπέτρος, Σηνέμ, Χατζηχαλήλ. Γκρισίλντ Τσοράι, Τζοντίνο Τσεκάι)









Φ. ΚΑΦΚΑ: ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
Νοέμβριος 1919. Ο Κάφκα νοικιάζει ένα δωμάτιο στην πανσιόν “Stüdl”, πενήντα χιλιόμετρα βόρεια της Πράγας, και επί εννέα ημέρες γράφει ένα γράμμα στον εξηνταεπτάχρονο πατέρα του, με τον οποίο ζει ακόμα στο ίδιο διαμέρισμα.
«Πολυαγαπημένε πατέρα,
Πρόσφατα με ρώτησες κάποια φορά γιατί ισχυρίζομαι πως σε φοβάμαι. Εγώ δεν ήξερα, ως συνήθως, τι να σου απαντήσω, εν μέρει ακριβώς λόγω του φόβου που νιώθω για σένα, εν μέρει επειδή στην αιτιολόγηση του φόβου αυτού συγκαταλέγονται πάρα πολλές λεπτομέρειες, που εν τη ρύμη του λόγου εγώ ούτε κατά το ήμισυ δεν θα μπορούσα να τις συγκρατήσω. Κι αν εδώ προσπαθώ να σου απαντήσω γραπτώς, μόνο ανολοκλήρωτο κατά πολύ θα αποβεί και τούτο, επειδή και κατά τη γραφή ο φόβος και οι συνέπειές του με κωλύουν έναντί σου κι επειδή το μέγεθος του υλικού εν γένει υπερβαίνει κατά πολύ τη μνήμη μου και το λογικό μου.
Για σένα το ζήτημα αποδεικνυόταν πάντοτε πολύ απλό, τουλάχιστον στον βαθμό που μιλούσες εσύ γι’ αυτό ενώπιόν μου και, αδιακρίτως, ενώπιον πολλών άλλων. Εσένα σου φαινόταν να είναι κάπως έτσι: Εσύ εργαζόσουν σκληρά σ’ όλη σου τη ζωή, τα πάντα για τα παιδιά σου, προ πάντων για εμένα τα θυσίαζες, εγώ έκαμνα συνεπώς «ζωή χαρισάμενη… Εν πάση περιπτώσει εμείς ήμαστε τόσο διαφορετικοί και μέσα στη διαφορετικότητα αυτή τόσο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλον, που, αν είχε θελήσει να υπολογίσει κανείς εκ των προτέρων πώς θα συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον, εγώ, το αργά-αργά αναπτυσσόμενο παιδί, κι εσύ, ο ολοκληρωμένος άνδρας, θα μπορούσε να είχε υποθέσει πως εσύ απλώς θα με ποδοπατούσες μέχρι που δεν θ’ απέμενε τίποτε από μένα…
Θα ήμουν ευτυχισμένος αν Σε είχα φίλο, διευθυντή, θείο, παππού, ακόμα και πεθερό. Μόνο ως πατέρας ήσουν τόσο σκληρός για ‘μένα». Μια νύχτα, κλαίγοντας συνεχώς, ζητούσα νερό. Φυσικά δεν διψούσα πολύ, αλλά ήθελα να σας εκνευρίσω και να περάσω την ώρα μου. Ύστερα από μερικές άγριες απειλές, οι οποίες έμειναν χωρίς αποτέλεσμα, αρπάζοντάς με από το κρεβάτι με έσυρες στο μπαλκόνι και με άφησες για λίγο εκεί, με το νυχτικό μου, μπροστά στην κλειστή πόρτα. … Τα χρόνια πέρασαν, αλλά εγώ υπέφερα πάντοτε από την φρικιαστική εικόνα ενός τεράστιου πατέρα, που ήταν για μένα η ενσάρκωση της δικαιοσύνης, να έρχεται την νύχτα κατά πάνω μου και χωρίς αιτία να με πετά από το κρεβάτι στο μπαλκόνι. Έτσι αποδείκνυε πόσο μηδαμινός φάνταζα στα μάτια του. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τότε μια μικρή αρχή, όμως το αίσθημα της μηδαμινότητας, που τόσο συχνά με κυριεύει, οφείλει πολλά στην επιρροή σου... Εγώ χρειαζόμουν λίγην ενθάρρυνση, λίγην ευγένεια, λίγο άνοιγμα του δρόμου μου, αντί γι’ αυτό εσύ μου τον έφραζες, με την καλή πρόθεση βέβαια να πάρω άλλον δρόμο. Αλλά για ’κείνα δεν έκαμνα εγώ. Μ’ ενθάρρυνες λ.χ., όποτε χαιρετούσα και παρήλαυνα καλά, αλλά εγώ δεν ήμουν μελλοντικός στρατιώτης, ή μ’ ενθάρρυνες, όποτε μπορούσα να τρώγω πολύ ή να πίνω μάλιστα και μπύρα επιπλέον, ή όποτε μπορούσα να τραγουδώ επαναλαμβάνοντας τραγούδια χωρίς να τά ’χω καταλάβει, ή να ψιττακίζω(παπαγαλίζω) τις δικές σου τις αγαπημένες τις εκφράσεις, αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν ήταν για το μέλλον το δικό μου. Εσύ αποκτούσες για μένα την αινιγματικότητα που έχουν όλοι οι τύραννοι που το δίκιο τους εδράζεται στο πρόσωπό τους, κι όχι στη σκέψη. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν σ’ εμένα.
( Φραντς Κάφκα Γράμμα στον πατέρα, μτφρ. Φαίδων Καλαμαράς, εκδ. Νεφέλη)
(Ο Φραντς Κάφκα γεννιέται στις 3 Ιουλίου 1883 στην Πράγα, την πρωτεύουσα της Βοημίας, τμήματος τότε της Αυστροουγγαρίας, μέσα σε εύπορη οικογένεια εβραϊκής καταγωγής. Ήταν το μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, αν και την παιδική του ηλικία θα τη στοίχειωνε ο θάνατος των δύο αδερφών του, όπως βέβαια και η θυελλώδης σχέση του με τον πατέρα του. Ο ευκατάστατος υφασματέμπορος ονειρευόταν μια άλλη ζωή για τον γιο του και δεν κατάλαβε ποτέ το όνειρό του να γίνει συγγραφέας, όπως εξάλλου έκανε και η στοργική μητέρα του, η οποία όμως δεν συμμεριζόταν επίσης τη δημιουργική πλευρά του ευαίσθητου νεαρού. )



ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

  1. Εντοπίστε τις ομοιότητες του κειμένου αυτού με το απόσπασμα του βιβλίου σας (θέμα, αφηγητής, συναισθήματα)

Στο απόσπασμα που διαβάσαμε και στο κείμενο του βιβλίου υπάρχουν πολλές ομοιότητες. Αρχικά και τα δύο αποσπάσματα αναφέρονται στη σχέση ενός παιδιού με τον πατέρα του. Πιο συγκεκριμένα οι αφηγητές είναι ομοδιηγητικοί   και γράφουν τον τρόπο που βλέπουν τον πατέρα τους. Και στις δύο περιπτώσεις ο πατέρας παρουσιάζεται ως τύραννος, αφού ήθελε να επιβάλλει αυτό που θέλει. Ακόμη, τα δυο παιδιά νιώθουν φόβο, τρόμο, μίσος προς τον αυταρχικό τους πατέρα. Επιπλέον, ο πατέρας και στα δύο κείμενα χαρακτηρίζεται ως βίαιος και αυστηρός. Καταληκτικά, οι δύο πατεράδες μειώνουν τα παιδιά τους.


  1. Στο απόσπασμα αυτό τι είδους βία ασκεί ο πατέρας στο παιδί, σωματική ή ψυχολογική; Τι αποτελέσματα έχει στο παιδί;

Στο απόσπασμα ο πατέρας ασκεί σωματική και  κυρίως ψυχολογική βία. Αρχικά, την χαρακτηρίζουμε σωματική αφού για ανούσιο λόγο τον αρπάζει και τον πετάει έξω στο κρύο το βράδυ. Ακόμη , είναι ψυχολογική διότι μέσω της βίας επηρεάζει το παιδί ψυχολογικά. Δεν του επιτρέπει αν εκφράσει τη γνώμη του και επιβάλλει σε αυτό όσα θέλει εκείνος. Επιπλέον μειώνει συνεχώς το παιδί κάνοντας το να νιώθει μειονεκτικά, ότι είναι μηδαμινός και τιποτένιος. Όλα αυτά έχουν αρνητικό αποτέλεσμα στο παιδί: φοβάται να εκφράσει την άποψη του ενώ ο πατέρας καθορίζει το μέλλον του και τον ελέγχει ακόμα και σε  μεγάλη ηλικία.
  1. Υποθέστε ότι είστε ο Φραντς Κάφκα και κρατάτε ημερολόγιο όπου καταγράφετε όσα αναφέρει ο συγγραφέας στο γράμμα του.

Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Επιτέλους βρήκα χρόνο να σου γράψω κρυφά από τον πατέρα μου - όπως πάντα –αφού όπως σου έχω ξαναγράψει δεν μου επιτρέπει να κρατάω ημερολόγιο . Τρέμει στην ιδέα ότι θα πραγματοποιήσω το όνειρο μου και θα γίνω συγγραφέας.
Προχτές το βράδυ είπα ένα μικρό ψέμα , για να κεντρίσω το ενδιαφέρον του:ότι διψούσα….. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο πατέρας μου να βγει εκτός ελέγχου.Με άρπαξε από την πιτζάμα μου και με έσυρε έξω στο μπαλκόνι για κάμποση ώρα. Θέλω να σου εξομολογηθώ πως πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου να με κοιτάει με τόσο μίσος.
Δεν αντέχω άλλο αυτό τη μιζέρια  ούτε μπορώ να ζω με το φόβο να εκφράσω τα συναισθήματα μου. Με μειώνει συνεχώς! Ίσως να μην είμαι ο γιος που ήθελε, ίσως να προσπαθεί να με ξεφορτωθεί…. Σκέφτομαι να δώσω μια λύση στο πρόβλημα του και να φύγω από το σπίτι.
Σε αφήνω τώρα γιατί ακούω φωνές από το σαλόνι. Θα σου γράψω ξανά με την πρώτη ευκαιρία…

(Κατερίνα Φαϊλλη, Αντώνης Χατζηδημήτρης, Αντώνης Τυράς, Μιεσέρ Χατζηφειζουλάχ)








Πηνελόπη Δέλτα, Αυτοβιογραφία
«Ενθυμούμαι τον αυστηρό μας πατέρα, υψηλό, κολόνα ίσιο, ωραιότατο, με μεγά­λα μαύρα μάτια, πυκνά φρύδια και μαλλιά και τετράγωνα κομμένα γένια. Τα φρύδια του όταν σουρώνουνταν, πήγαινε η καρδιά μας στην Κούλουρη.
Η μητέρα μας, υψηλή και κείνη, έμορφη, με ωραιότατο χρω­ματισμό, γαλανά μάτια, καστανά μαλλιά, κόκκινα χείλια, ωραίο στάσιμο, αυστηρή και κείνη, στέκονταν μακριά μας, σα θεότης, που τη λατρεύεις χωρίς να προσπαθείς να την πλησιάσεις. Χάδια από κείνην δεν είχαμε, ούτε ποτέ μας εγκαρδίωνε να της πούμε τον καημό μας. Το ίδιο και ο πατέρας. Ήταν δύο θεότητες, που τις λατρεύεις, τις φοβάσαι, μα προτιμάς να μένεις μακριά απ' αυτές.
Κάθε πρωί, την ώρα που έπαιρναν τον καφέ τους στην κρεβα­τοκάμαρα τους, πλυμένα, χτενισμένα, καθαρά πηγαίναμε μείς τα παιδιά να πούμε «καλημέρα» στους γονείς. Τούς φιλούσαμε επισή­μως, πάντα με κάποιο φόβο στην καρδιά, μην ξεσπάσει καμιά κα­τσάδα, ιδίως αν είχαμε βαρεμένοι τη συνείδηση με καμιάν αταξία, πού τη γνώριζε η Ευγενία, μα που δεν τη μαντάτευε ποτέ, μας φιλούσαν και κείνοι, μέναμε κοντά τους ένα δύο λεπτά, αν είχαν καμιά παραγγελία να μας κάνουν ή καμιά παρατήρηση, και φεύγα­με σιωπηλά, φρόνιμα, φροντίζοντας ν' αποφύγουμε όσο το δυνατόν να θυμούνται την παρουσία μας. Το βράδυ, πριν πάμε να κοιμη­θούμε, πάλι πλυμένοι και χτενισμένοι, πηγαίναμε να πούμε «καλη­νύχτα», φιλούσαμε, μας φιλούσε η μητέρα (ο πατέρας επέστρεφε αργά στο σπίτι, αφού είχαμε πλαγιάσει), και αυτά ήταν τα δύο και μόνα φιλήματα της ημέρας.
Πότε αρχίσαμε να τρώμε στο τραπέζι με τούς γονείς, δεν ξέ­ρω. Πάντως τρώγαμε μόνο το μεσημέρι. Το βράδυ τρώγαμε με τη νάρσα μας στο nusery.
 Θυμούμαι ένα μεσημεριανό πρόγευμα, πρέπει να ήμουν πολύ μικρή, όπου με σήκωσε από το τραπέζι ό πατέρας, με φώναξε κον­τά του, και με το μεγάλο μαχαίρι που έκοβε το ροζμπίφ φοβέριζε πως θα μου κόψει το δάχτυλο. Είχα φάγει το νύχι μου, και το να τρώγει κανείς τα νύχια του ήταν, με το ψέμα, τα δύο πράματα πού αγρίευαν το περισσότερο τον πατέρα μας. Θυμούμαι το σηκωμένο μαχαίρι, τα σουρωμένα φρύδια τού πατέρα, τα μαύρα του μάτια που βγάζαν φωτιές, τις στριγκλιές μου, και θυμούμαι ακόμα το αίσθημα του πανικού, που μου έκοψε τη φωνή σα νόμισα πως πέ­φτει το μαχαίρι στο αιχμαλωτισμένο μου δάχτυλο στο χέρι του πα­τέρα μου. Πως «με συγχώρεσε» και γιατί, δε θυμούμαι πια. Θυ­μούμαι μόνο πως μου είπε να πάγω στη θέση μου και πως ήθελα να πάγω και δεν μπορούσα, τόσο έτρεμαν τα πόδια μου, και πως φοβούμουν που ήμουν κοντά του, και πάσχιζα να φύγω, και δεν μπορούσα. Και ύστερα θυμούμαι πως σκαρφάλωνα στην καρέκλα μου και μου είπαν να φάγω και δεν μπορούσα να καταπιώ, από τ' αναφιλητά που μου ανέβαιναν όλην την ώρα. Και τ' αδέλφια μου τα μεγάλα τρομαγμένα με κοίταζαν, κ' εγώ ντρεπόμουν φοβερά.
Αυτό το φάγωμα των νυχιών στάθηκε αιτία να φάγω πολύ ξύ­λο. Ήμουν τόσο μικρή που δεν το θυμούμαι, όταν μ' έδειρε ό πα­τέρας μου με το καμτσί του του άλογου, και γέμισαν τα πόδια μου σπυριά. Μου το διηγήθηκε η μητέρα μου σα μεγάλωσα.
Και όμως θυμούμαι πράματα σαν ήμουν τριών χρονών και λι­γότερο ακόμα.


ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

  1. Εντοπίστε τις ομοιότητες του κειμένου αυτού με το απόσπασμα του βιβλίου σας (θέμα, αφηγητής, συναισθήματα). Στο απόσπασμα αυτό τι είδους βία ασκεί ο πατέρας στο παιδί, σωματική ή ψυχολογική; Τι αποτελέσματα έχει στο παιδί;

Το κείμενο είναι απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία της Π.Δέλτα. Ο συγγραφέας είναι ομοδιηγητικός αφού αφηγείται η ίδια η Πηνελόπη Δέλτα από τη δική της οπτική γωνία. Ο πατέρας ασκεί σωματική και ψυχολογική βία στα απιδιά του. Επίσης είναι ο αρχηγός της οικογένειας και ό,τι ήθελε το επέβαλλε. Η Πηνελόπη Δέλτα μαζί με τα αδέρφια της νιώθουν ανάμεικτα συναισθήματα για τον πατέρα τους. Συγκεκριμένα νιώθουν μίσος, ντροπή αλλά και βαθιά αγάπη και σεβασμό . Η μητέρα παρουσιάζεται ψυχρή και δεν συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων.


  1. Υποθέστε ότι είστε η Πηνελόπη Δέλτα και ένας δημοσιογράφος σας παίρνει συνέντευξη για τα παιδικά σας χρόνια.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
-Καλησπέρα κ.Δέλτα. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση η αυτοβιογραφία σας και θα θέλαμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις σχετικά με τα παιδικά σας χρόνια.
-Με μεγάλη μου χαρά!Πείτε μου!
-Όπως ξέρουμε εκείνο τον καιρό οι γυναίκες δεν είχαν κανέναν δικαίωμα.Σας εμπόδισε αυτό το γεγονός να είστε ενεργή στην κοινωνία;
-Αρκετά. Μου είχαν δημιουργήσει πολλά τραύματα ώστε να με κάνουν να πιστεύω ότι το να είσαι γυναίκα είναι ντροπή. Ήμουν κλεισμένη μέσα στο σπίτι και ο μόνος τρόπος για να ξεφύγω από αυτό ήταν να ασχοληθώ με τη συγγραφή.
-Μάλιστα.Αυτό είναι τρομερό! Ας συνεχίσουμε . Όπως αναφέρεται στην αυτοβιογραφία σας ο πατέρας σας ήταν σκληρός μαζί σας , αφού σας χτυπούσε. Πιστεύετε ότι σας έκανε κακό;
- Ο πατέρας μου μπορεί να ήταν τύραννος και θυμώδης αλλά ήταν τίμιος και ευγενής. Από τη δική μου άποψη θεωρώ ότι το έκανε για να γίνουμε σωστοί άνθρωποι. Όσο μεγάλωνα , άρχισα να καταλαβαίνω τη συμπεριφορά του.
-Η συμπεριφορά του σας επηρέασε στη μετέπειτα ζωή σας;
-Χάρη σε αυτόν , έκλαψα πάρα πολύ στη ζωή μου.Με έκανε να μην πάρω σοβαρές αποφάσεις για τον εαυτό μου. Και ως αποτέλεσμα είχε να τυραννηθώ και να μην παντρευτώ το μεγάλο έρωτα της ζωής μου.
-Τον αγαπούσατε σαν πατέρα ή σαν τίτλο;
-Τον αγαπούσα τον πατέρα μου, αφού έμεινε η μεγάλη αγάπη της ζωής μου .Τον αγαπούσα όμως μόνο και μόνο γιατί είχε τον τίτλο αυτό.
-Τέλος θα θέλατε να συμβουλεύσετε τα σημερινά παιδιά που ζουν τα ίδια βιώματα με σας;
-Ένα θέλω να πω: να κάνετε πάντα αυτό που θέλει η καρδιά σας και να μην εξαρτάσθε από κάποιον άλλον. Ποτέ! Γιατί θα χάσετε στη ζωή πολύτιμα πράγματα.
-Σας ευχαριστούμε κ.Δέλτα!

(Μηνοδώρα Χατζημιχαήλ , Γιάννα Ψώμαλη, Δημήτρης Τσολάκης, Παναγιώτης Χιούσα )









Διδώς Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα (απόσπασμα)
(Το κείμενο είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου “Ματωμένα Χώματα”, που εκδόθηκε το 1962. Αναφέρεται στους `Ελληνες της Μικρά Ασίας και καλύπτει την ιστορική περίοδο από τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή του 1922. Κεντρικός ήρωας και εκπρόσωπος του πολυβασανισμένου ελληνικού στοιχείου της Μικρά Ασίας είναι ο Μανόλης Αξιώτης, αγρότης σ’ ένα χωριό κοντά στην `Εφεσο. Σ’ αυτό ο Μανόλης Αξιώτης μιλάει για το σπίτι του, όπου κυριαρχεί η αυστηρή και επιβλητική μορφή του πατέρα του.)

Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δεν φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. O πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποκτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.
Δε θυμούμαι να μού 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήταν να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συγχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, πού 'χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του λάχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, το άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:
-Σαλεύει! Είναι ζωντανό!
Μαζεύτηκαν τα αδέλφια  μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σε όλα τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του, ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τι νάχει πάλι» σκέφθηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του:
-Για εσείς ! Φέρτε μου να δω τούτα τα μαραφέτια. Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του, αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε - πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ' ακολούθησε, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρομπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένε μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.
-Να, λεχρίτες! Έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράστε μπρέ, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;
Ήταν η πρώτη φορά που αντικρίστικα με την τύφλωση της εξουσίας κι αναστατώθηκα. Που να 'ξερα πως σ' ολόκληρο το βίο μου μ' αυτήνα θ' αντιπάλευα…
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της δεν την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το ’ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
-Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το είχε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ’ ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε. Την ώρα της πλερωμής οι περισσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας αντάμωσαν. Δε βάσταξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τίγκ, τάγκ,τόγκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.
Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά τα χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε και αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη την ημέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, να άνοιγα τα καλομοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συγχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μονάχα κεινού του ξενού, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.
Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. …
Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».


  1. Εντοπίστε τις ομοιότητες του κειμένου αυτού με το απόσπασμα του βιβλίου σας (θέμα, αφηγητής, συναισθήματα)

Το συγκεκριμένο απόσπασμα από τα Ματωμένα χώματα έχει πολλές ομοιότητες με το κείμενο της Πηνελόπης Δέλτα. Και στα δυο κείμενα ο πατέρας είναι βίαιος , αυστηρός , αυταρχικός, ευέξαπτο και προκαλούσε στα παιδιά φόβο , επειδή τα έδερνε συνεχώς. Από την άλλη πλευρά όμως ήταν κοινωνικός, ευγενικός, τίμιος και τον συμπαθούσαν όλοι. Επίσης και στα δυο αποσπάσματα τα παιδιά παρουσιάζουν τον πατέρα τους ως Θεό , γιατί τον φοβούνται αλλά παράλληλα τον αγαπούν.

2.Στο απόσπασμα αυτό τι είδους βία ασκεί ο πατέρας στο παιδί, σωματική ή ψυχολογική; Τι αποτελέσματα έχει στο παιδί;

Ο πατέρας ασκεί ψυχολογική αλλά και σωματική βία στα παιδιά. Αυτό γίνεται γιατί τα υποβαθμίζει και τα χτυπάει συνέχεια. Φοβούνταν ακόμα και να του μιλήσουν όταν ήταν οργισμένος, επειδή πιστεύουν ότι θα τα χτυπήσει και κάθε φορά που τον έβλεπαν κατουριούνταν από το φόβο.

  1. Υποθέστε ότι είστε ο ήρωας του αποσπάσματος και γράφετε ένα γράμμα στον καλύτερο σας φίλο με θέμα τη συμπεριφορά του πατέρα σας απέναντι σας.

Αγαπητέ μου φίλε Αντώνη
Τι κάνεις;
Πώς πάει με το σχολείο; Τι γίνεται με τον πατέρα σου; Όλα καλά;Εγώ είμαι πολύ στενοχωρημένος , επειδή η σχέση μου με τον πατέρα μου όσο και πάει γίνεται χειρότερη.
Σήμερα αγόρασα το πρώτο μου παιχνίδι , ένα ποντικάκι, αλλά δε μπόρεσα να παίξω μαζί του ούτε μια μέρα. Με το που γύρισε σπίτι ο πατέρας και το είδε , το άρπαξε απ τα χέρια μου και το έκανε χίλια κομμάτια. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Άρχισε να με χτυπάει τόσο δυνατά και να μου μιλάει άσχημα.
Με χτυπάει συνεχώς χωρίς λόγο και να μου μιλάει ταπεινωτικά. Μια άλλη μέρα μου είχε δώσει λεφτά για να πάρω αλάτι, εγώ όμςω είδα έναν γύφτο εμ μια μαιμού που έκανε κόλπα και έδωσα τα λεφτά σε αυτόν. Όταν γύρισα σπίτι…ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε.
Ελπίζω να αλλάξει αυτή η κατάσταση γιατί δεν αντέχω άλλο.
Υ.Γ: Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τη ζωή μου με μια φράση ….»Ματωμένα χώματα»…..

(Μαρία Χόνδρου, Χρυσάνθη Φουντωτού, Παντελής Χατζηιωάννου, Γκιουλάι Χατζημουεζίν)





Ένας καλός γιος, Πασκάλ Μπρυκνέρ
(Το Ένας καλός γιος  είναι η ιστορία ενός παιδιού µε εύθραυστη υγεία που γεννιέται µετά τον Β' Παγκόσµιο πόλεµο σε µια οικογένεια αυστριακής καταγωγής και γερµανικής παιδείας. Σε πολύ µικρή ηλικία το στέλνουν σ’ ένα σανατόριο στην Αυστρία λόγω του προβλήµατος των πνευµόνων του. Μέσα στο χιονισµένο τοπίο δοξάζει τον Θεό και προσεύχεται κάθε βράδυ να πεθάνει ο πατέρας του.Ο πατέρας του, αντισηµίτης και ρατσιστής, είναι ένας κακότροπος σύζυγος που δέρνει και εξευτελίζει τη γυναίκα του. Ο µοναχογιός του θα κάνει τα πάντα για να γίνει το αντίθετο απ’ αυτόν. Ως την τελευταία του ηµέρα, θα συντροφέψει εντούτοις στον γολγοθά του αυτόν τον ξένο, τον πατέρα του, που του έδωσε τη ζωή και που δε λέει να παραδοθεί στον θάνατο. ∆ιότι πέρα από την περιφρόνηση και την ένοχη οργή, το συγκλονιστικό αυτό αφήγηµα είναι η οµολογία µιας αδιαφιλονίκητης αγάπης ενός γιου προς τον πατέρα του, στον οποίο, παραδόξως, οφείλει όλο του το έργο – όπου το θέατρο της σκληρότητας µετατρέπεται σε συµπόνια. Στον πατέρα του αφιερώνεται λοιπόν ετούτο το βιβλίο του φόβου και της συγχώρεσης. )

«Θεέ μου , απάλλαξε μας από αυτόν, Σε παρακαλώ, και εγώ θα είμαι πολύ φρόνιμος»
Η μητέρα μου ούτε που υποψιάζεται την αναστάτωση που νιώθει το αγγελούδι της, στο πρόσωπο μου βλέπει μοναχά αθωότητα και γλύκα. Ο λόγος της παράκλησης μου προς τον Ύψιστο πηγάζει από κάτι που συνέβη πριν μερικές εβδομάδες.


Πρέπει να λύσω μια άσκηση γεωμετρίας, την οποία αποφασίζω να τελειώσω μετά το βραδινό φαγητό. Λουφάρω στο κρεβάτι μου, μιας και τα μαθηματικά δεν είναι το φόρτε μου. Ο πατέρας μου έρχεται να μου δώσει τα φώτα του. Μπροστά στο πείσμα μου να μη θέλω να καταλάβω τίποτα , χάνει την υπομονή του. Όσο πιο πολύ προσπαθεί να μου εξηγήσει, τόσο λιγότερα καταλαβαίνω. Είμαι κουρασμένος. Τις  συμβουλές διαδέχονται οι φωνές και τις φωνές τα ουρλιαχτά, συνοδευόμενα από χαστούκια. Είμαι ένας ηλίθιος, η ντροπή της οικογένειας. Ο πατέρας μου είναι πελώριος, πολύ επιβλητικός. Μ’εσα σε μερικά λεπτά έχω βρεθεί στο πάτωμα, κυλιέμαι σαν βαρελάκι για αν αποφύγω τις ξυλιές του, χώνομαι κάτω από το κρεβάτι, απ όπου το δυνατό του χέρι με ξετρυπώνει για να μου δώσει μια και καλή να καταλάβω πόσα απίδια έχει ο σάκος.  Το χειρότερο όμως – κι αυτό δε μου το συγχωρώ- είναι που τον ικετεύω να μου τη χαρίσει:
«Ήμαρτον μπαμπά, θα διαβάσω!Σταμάτα!»
Οι σφαλιάρες και οι κλοτσιές δεν έχουν μεγάλη σημασία. Πόνοι είναι και περνάνε. Αλλά το να εξευτελίζεσαι μπροστά στο δήμιο σου, να τον παρακαλάς, να τον παρακαλάς να σου χαρίσει τη ζωή επειδή είδες στα μάτια του μια φονική λάμψη , αυτό δε συγχωρείται.
Έκτοτε, κάθε φορά που βλέπω μια αστυνομική ταινία, πάντα θυμώνω μ αυτή την τάση που έχουν τα θύματα να ικετεύουν τους φονιάδες να δείξουν επιείκεια. Είναι κάτι που αναζωπυρώνει το τον σαδισμό τους αντί να τους μαλακώσει. Αν είναι να πεθάνει κανείς, ας πεθάνει με αξιοπρέπεια. Η μητέρα μου ανεβαίνει, μπαίνει στη μέση και μας χωρίζει , με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της για ώρα, ενώ εγώ κλαίω με λυγμούς, με μάγουλα κατακόκκινα. Αργότερα ο πατέρας μου έρχεται να με αγκαλιάσει :
«Έλα να μονοιάσουμε. Θα τελειώσουμε την άσκηση αύριο το πρωί».
Ψελλίζω ένα αδύναμο ναι, αλλά μέσα μου έχει αρχίσει να φωλιάζει η μνησικακία. Είναι σαν λακκούβα με πύο που σιγά σιγά ποτίζει κάθε μου σκέψη. Ο πόλεμος κηρύχτηκε. Η τυφλή εμπιστοσύνη που του είχα είχε γίνει κομμάτια.……
Ο Θεός δεν πρόκειται να εισακούσει τις προσευχές μου , κι έτσι τέσσερα χρόνια αργότερα, παύω πια να πιστεύω σε Αυτόν. Στο αναμεταξύ, κάθε βράδυ σχεδόν, ακούω την καγκελόπορτα να ανοίγει και βλέπω τους προβολείς του αυτοκινήτου να φωτίζουν την αλέα του κήπου. Ανεβαίνω και κλείνομαι στο δωμάτιο μου , απογοητευμένος κι αγχωμένος. Η μητέρα μου στρώνει τα μαλλιά της και πηγαίνει να υποδεχτεί τον άντρα της στο κατώφλι, έτοιμη να αψηφήσει την μπόρα. ….
Οι βίαιοι πατεράδες έχουν ένα προσόν. Δε σε αποκοιμίζουν με χάδια και γλύκες , δεν προσπαθούν να παραστήσουν το μεγάλο αδερφό ή το φίλο. Σε ταρακουνούν σαν ηλεκτρική εκκένωση , σε μεταμορφώνουν είτε  σε αιώνιο πολεμιστή είτε σε αιώνιο καταπιεσμένο. Ο δικός μου πατέρας μου μετέδωσε την αγριάδα του, και του είμαι ευγνώμων γι αυτό. Το μίσος που στάλαξε μέσα μου με έσωσε επίσης. Του το επέστρεψα σαν μπούμερανγκ.  

ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

  1. Εντοπίστε τις ομοιότητες του κειμένου αυτού με το απόσπασμα του βιβλίου σας (θέμα, αφηγητής, συναισθήματα)

Και στα δυο κείμενα ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός.  Αφηγούνται τις σχέσεις τους με τους πατεράδες τους και τις αναμνήσεις τους από την παιδική τους ηλικία. Και τα δύο παιδιά χαρακτηρίζουν τους πατεράδες τους βίαιους και επιβλητικούς . Όπως μας  περιγράφουν και οι δυο χτυπούσαν τα παιδιά τους. Μας αποκαλύπτουν τα συναισθήματα τους όταν θύμωναν οι πατεράδες τους και τους έδιναν χαστούκια. Τότε ένιωθαν ντροπή και εξευτελισμό.

  1. Στο απόσπασμα αυτό τι είδους βία ασκεί ο πατέρας στο παιδί, σωματική ή ψυχολογική; Τι αποτελέσματα έχει στο παιδί;

Ο πατέρας ασκεί στο παιδί ψυχολογική αλλά και σωματική βία. Καθώς του φώναζε και το έδερνε. Αυτή συμπεριφορά είχε αρνητικά αποτελέσματα στο γιο :μισεί τον πατέρα του, νιώθει μειονεκτικά, απογοητευμένος, ντροπιασμένος. Τόσο πολύ που προσεύχεται να πεθάνει ο πατέρας του.

  1. Υποθέστε ότι είστε ο ήρωας του αποσπάσματος και δίνετε συνέντευξη σε ένα περιοδικό με θέμα τη σχέση σας με τον πατέρα σας.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
-Πως σου φέρονταν οι γονείς σου όταν ήσουν μικρός;
-Ο πατέρας μου δεν ήταν καθόλου στοργικός απεναντί μου. Ήταν βίαιος, επιβλητικός, με έδερνε και μου φώναζε. Ενώ η μητέρα μου μου έδειχνε όλη την αγάπη  και τη στοργή της .Με πρόσεχε, με με φρόντιζε, με παρηγορούσε , με χώριζε από τον πατέρα μου, όταν με έδερνε, και με αγκάλιαζε.
-Πώς φερόταν ο πατέρας σου στην μητέρα σου;
-Της φερόταν πολύ  άσχημα. Την κακομεταχειριζόταν , την προσβαλλε και την χτυπούσε. Δεν ήταν ούτε καλός πατέρας , ούτε καλός σύζυγος..
-Από ποια ηλικία άρχισε να σε χτυπάει;
-Από επτά χρονών , γιατί έκανα ανοησίες και εκείνος ήταν πολύ ευέξαπτος.
- Σου αγόραζε ποτέ κανένα παιχνίδι;
- Όχι, επειδή τα θεωρούσε περιττά. Ούτε η μητέρα μου μου αγόραζε γιατί δεν είχε δικά της χρήματα.
- Πώς ένιωσες όταν πέθανε ο πατέρας σου;
-Ένιωσα πως έφυγε ένα βάρος απ τη ζωή μου και χαίρομαι που και η μητέρα μου ηρέμησε από αυτόν.
-Σας ευχαριστώ για τη συνεργασία σας!


(Χριστιάννα Χανοπούλου, Σοφία Χατζηδημήτρη., Χρήστος Χρηστοφής, Μιχάλης Χαρτοφύλλης)


Δεν υπάρχουν σχόλια: