Αγαπητό ημερολόγιο,
Πολύ δύσκολη ημέρα σήμερα. Ήμασταν σε ένα μέρος με νερό
που είναι πολύ αλμυρό(δεν πίνεται) και έχει ένα μεγάλο σιδερένιο πράγμα. Άκουσα
τους ανθρώπους να το λένε καράβι. . Σήμερα με έβαλαν πάνω σε αυτό το πράγμα
σηκώνοντας με με ένα γερανό. Τρομοκρατήθηκα.! Δεν είναι φυσιολογικό αυτό. Ήταν
περίεργο. Νόμιζα ότι θα με πετάξουν στο μπλε νερό για να πεθάνω.
Αγαπητό ημερολόγιο,
Οι μέρες όλο και χειροτερεύουν. Σήμερα πέθανε ένας
γάιδαρος και μια γριά γαϊδουρίνα. Οι άκαρδοι άνθρωποι πετάνε τα πτώματα στο
μπλε νερό. Είναι δύσκολα. Πεινάω. Δεν έχω αρκετό σανό. Και δεν έχω και γάιδαρο
να μου σταθεί. Μου λείπουν τα λιβάδια και τα βοσκοτόπια όπου τρώγαμε όλων των
ειδών τα χόρτα και τα λουλούδια παρέα με το κοπάδι. Θυμάμαι τους γαιδουράκους
που με φλερτάρανε. Τώρα πια…. Τίποτα! Πρέπει να ανεχθούμε την ανωριμότητα των
ανθρώπων. Λένε ότι τα ζώα είναι βάρβαρα , αλλά άλλοι κάνουν τους πολέμους.
Αγαπητό ημερολόγιο,
Ξεκίνησαν τα δύο μέτωπα να συγκρούονται σε κάτι χαντάκια.
Μην με ρωτήσεις ποιος κερδίζει. ..όλοι χαμένοι είναι. Ψυχές χάνονται μέσα στο
ψυχρό κλίμα του πολέμου και την αδιαφορία των ανθρώπων. Οι ζωντανοί κάνουν
παρέα με τους νεκρούς και συζητούν με τους σκοτωμένους. Είναι ένα παιχνίδι
μάχης , όπου παίρνουν time out για να θάψουν
τους νεκρούς και μετά continue για μια
τυφλή μάχη. Εγώ βοσκούσα σήμερα και κάτι φασαριόζικα αντικείμενα πετούσαν
βόμβες. Έτσι η παρέα των νεκρών συμπληρώθηκε με την παρέα των νεκρών γαϊδουριών.
Ένα γαϊδουράκι γεννήθηκε μέσα σε ένα από τα χαντάκια. Έπεσε μια βόμβα και σκοτώθηκε
η μαμά του. Μια άλλη γαϊδουρίτσα υπέκυψε στις πληγές της , ανήμπορη να κρατηθεί
στη ζωή. Μας κοίταξε με τα θλιμμένα μεγάλα της μάτια χωρίς να καταλαβαίνει τι συμβαίνει
και παρέδωσε.
Αγαπητό ημερολόγιο
Συγγνώμη που δε βάζω ημερομηνίες. , αλλά είμαι γάιδαρος.
Δεν ξέρω πόσες έχουμε. Και να ήξερα… Αυτή τη στιγμή πεθαίνω και έτσι σου γράφω
.’Άνθρωποι με έχουν περικυκλώσει για να με σώσουν .Δεν τους πιστεύω όμως .Φεύγω
σιγά σιγά. Πάω να συναντήσω τους φίλους μου και τη γαϊδουρίνα με τα θλιμμένα
μάτια. Αντίο ημερολόγιο. Αντίο κόσμε. Αφήνω τα σωθικά μου πάνω στο ξερό χορτάρι
για να με θυμάσαι. Θέλω μόνο να ξέρεις ημερολόγιο πως εγώ για πάντα…………..
(Σε αυτό το σημείο έπεσε και η βόμβα που αποτελείωσε τη
γαϊδουρίνα και τη θεράπευσε από τις πληγές της. Τα τελευταία της λόγια ήταν πως
εγώ για πάντα ..
Τι ήθελε να πει; Θα είμαι εδώ; Θα σε αγαπάω; Θα μισώ τους
ανθρώπους ; Θα ζω; Ή τίποτα από όλα αυτά ; Το τραγικό τέλος της ζωής της μπορεί
να υποθέσει κανείς ότι ήταν σύνηθες για τα γαϊδούρια. Τα τελευταία της λόγια μπορεί
να τα μαντέψει κανείς, αφήνοντας τη φαντασία του να δουλέψει.
Αγγελική Αντωνοπούλου, Γ1
Για κάποιο λόγο εδώ και δέκα λεπτά το αφεντικό μου με
τραβάει από το χαλινάρι και περπατάμε σχετικά βιαστικά. Σιγά σιγά νομίζω πως
καταλαβαίνω που πάμε –από κει που παίρναμε ψάρια, με το πολύ νερό. Γιατί όμως
πάμε σήμερα; Τέλος πάντων, δε θα ανησυχήσω. Φτάσαμε… Αλλά το λιμάνι δεν είναι
όπως ήταν συνήθως .Πού είναι όλοι οι καλοί κύριοι με τους πάγκους και τα ψαράκια
τους; Εδώ βλέπω καμιά εικοσαριά γαιδουράκους ακόμα με τα αφεντικά τους και ένα
πολύ μεγάλο πλοίο. Ωπ, τι γίνεται εδώ; Πού πάνε τους υπόλοιπους; Μας στρίμωξαν όλους μαζί σε μια περιφραγμένη
περιοχή κοντά στο πλοίο και άρχισαν να μας βάζουν μέσα! Ήρθε η σειρά μου! Μου
περνούν ένα πράγμα κάτω από την κοιλιά μου. Δεν το πιστεύω, πετάω….
Με έβαλαν μέσα στο τεράστιο αυτό πλοίο .Τουλάχιστον δεν
είμαι μόνος μου! Ταξιδεύαμε για μέρες. Ήταν απαίσια. Πολλούς φίλους μου τους
πέταξαν στη θάλασσα. Μακάρι να ξέρουν το δρόμο του γυρισμού. Ελπίζω να μην είμαστε
πολύ ακόμα εδώ μέσα. Μου λείπει το πράσινο, το γρασίδι. …
Μετά από μια ημέρα φτάσαμε. Μας κατεβάζουν πάλι .Μακάρι
αυτό το κουσούρι με το πέταγμα να το είχα ανακαλύψει πιο πριν. Ούτε δέκα λεπτά
δεν μας αφήσαν να χαρούμε τη γη και το φαγητό μας. Μας φορτώνουν τώρα με κάτι
σιδερικά. Ιδέα δεν έχω τι είναι. Όπλα τα φωνάζουν. Μάλλον κάποιο δώρο για τους
φίλους τους θα είναι.
Ξαναξεκινήσαμε το περπάτημα .Περπατούσαμε μέρες. Φτάσαμε
σε ένα μέρος γεμάτο χαράδρες. ‘Έχει πολλούς ανθρώπους εδώ. Τώρα πάμε να φάμε.
Έχει αρχίσει να βελτιώνεται ο καιρός. Περνάμε πολύ καλά
με τους φίλους που έχουμε κάνει παρέα. Αχ, τι ωραία είναι η ζωή ! Ευχαριστώ
πολύ το αφεντικό μου που με έστειλε διακοπές. Το ήξερα πως με αγαπάει. Πάντα με
προστάτευε. Ποτέ δεν ήθελε το κακό μου. Τον ευχαριστώ!
Καθόμασταν δυο τρεις μερούλες ήσυχα…αλλά. Ξαφνικά
αρχίσαμε να ακούμε θορύβους .Κάτι γιγάντια πουλιά πέταξαν από πάνω μας και
άρχισαν να απελευθερώνουν κάτι ασημένια πράγματα. Μόλις ακούμπησαν το έδαφος
ακούστηκε ένας απαίσιος και πολύ δυνατός ήχος
και γέμισε η περιοχή καπνό. Πονούσα πολύ αλλά δε μπορούσα να δω τι είχα
πάθει. Μετά από δυο λεπτά η ατμόσφαιρα είχε καθαρίσει .Είδα όλους τους φίλους
μου νεκρούς , γεμάτους αίμα…Κατάλαβα πως δε θα αργούσα να τους συναντήσω
.Πονούσα πολύ .Το μόνο που σκέφτηκα ήταν : Γιατί; Δε φταίγαμε σε τίποτα…..
Εύα Αλευροφά, Γ1
1η μέρα
Το αφεντικό με πλησιάζει χωρίς το φορτίο μου. Γιατί,
ποιος θα το κουβαλήσει το αλάτι σήμερα; Αφού χτες το βράδυ μου είπε: Άντε κυρ
Μέντιο, κουράγιο, μας έμεινε κι άλλο αλάτι, κι αύριο μέρα είναι. Μα γιατί με
κοιτάει έτσι; Δεν έχει κέφια; Μα που με πηγαίνει; Στο λιμάνι; Γιατί; Φοβάμαι τη
θάλασσα. Θα μου δώσει άραγε δραμαμίνες; Αχ, ευτυχώς ταξιδεύω μαζί με τον
Νιόνιο. Ευτυχώς έχω έναν γνωστό, θα τα λέμε μες στο πλοίο. Σιγά μη με χτυπάτε,
θα μπω. Φοβάμαι τη θάλασσα, γι αυτό κάνω έτσι. Μη με νευριάζετε και σας ρίξω
μια κλωτσιά.
2η μέρα
Τι ταξίδι ήταν
αυτό! Όλη την ώρα κουνούσε αυτό το πλοίο. Μια έπεφτα στο διπλανό γαϊδούρι και
μια στο άλλο. Έχασα και το Νιόνιο, δεν ήμουν κοντά του για να τα λέμε. Γνώρισα
όμως έναν καινούριο φίλο, τον Πελεγκρίνο. Μου είπε ότι εδώ που φτάσαμε είναι η
Θεσσαλονίκη. Αλλά δεν έχει γαιδουράγκαθα, γι αυτό θα μας πάνε στα χωράφια. Περπατούσαμε,
περπατούσαμε μέχρι που μας πλησίασαν κάποιοι παράξενοι άνθρωποι. Φορούσαν
καπέλα, αλλά όχι σαν αυτό του αφεντικού. Είχαν και στα χέρια τους αυτό που
έχει στα χέρια του ο βοηθός του
αφεντικού, όταν πάει να σκοτώσει πουλιά. Δε θυμάμαι πώς το λένε. Αυτοί με
φορτώσανε με κάτι βαριά πράγματα .Δεν μπορούσαν να περπατήσω από το βάρος.
3η μέρα
Επιτέλους , σταματήσαμε για φαγητό. Εδώ τα χωράφια έχουν
παντού χορτάρι και παντού λουλούδια. Εκεί στη Μυτιλήνη δεν είχαμε τόσο χορτάρι.
Ωχ, ποια ωραία γαϊδουρίτσα είναι αυτή; Όχι Πελεγκρίνο, δεν κοιτάει εσένα, εμένα
κοιτάει. Δικιά μου είναι, φύγε. Και ευτυχώς ο φίλος μου έφυγε. Την κέρασα
μερικές κίτρινες μαργαρίτες και πήγαμε πίσω από το λόφο. Μα τι θόρυβος είναι
αυτός που ακούγεται; Φωτιά παντού. Ένας γάιδαρος μόνος του, ο Πελεγκρίνο,
ψάχνει να βρει το φίλο του τον Μένιο. Είχε πάει με μια γαϊδουρίτσα πίσω από το
λόφο. Τρέχει να βρει το φίλο του πίσω από το λόφο, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν
κίτρινες ματωμένες μαργαρίτες…….
Κων/νος Ζιάννης, Γ1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου