13 Νοεμβρίου 1952
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα θα ξεκινήσουμε το πρώτο μας ταξίδι σε
μεγάλο πλοίο προς την Κίνα. Η καθημερινότητα στην θάλασσα ήταν κάτι που
ονειρευόμουν όλη μου την ζωή, ο παππούς μου ήταν ναύτης μαζί με τον πατέρα μου,
κα τώρα είναι η σειρά μου. Όταν ήμουν μικρός μου έλεγαν ιστορίες για τα ταξίδια
τους σε μακρινά και εξωτικά μέρη γεμάτα χρώμα και ζωή. Φανταζόμουν την ζωή μου
στην θάλασσα σαν κάτι όμορφο και περιπετειώδες. Έβλεπα τον εαυτό μου να ξυπνάω
κάθε πρωί και να μυρίζω την φρέσκια μυρωδιά της θάλασσας. Να βλέπω τον ήλιο να
ανατέλλει στον ορίζοντα και κατά το βράδυ να βλέπω τα αστέρια που
καθρεφτίζονται πάνω στον ωκεανό. Ήξερα βέβαια ότι η δουλειά θα ήταν σκληρή όμως
πίστευα πως αυτό θα ήταν μία μικρή δυσκολία στην μεγάλη και ζωντανή εικόνα της
ζωής στην θάλασσα.
Η
πραγματικότητα της κατάστασης είναι πολύ πιο μονότονη από τις αρχικές μου
αντιλήψεις. Πρέπει να κόψω αυτό το χαζό συνήθειο που έχω, δηλαδή το να
φαντάζομαι τη ζωή πιο ζωντανή και περιπετειώδες απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.
Γιατί η φαντασία και η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η ζωή
μου στην θάλασσα είναι πικρή και σκληρή. Οι ώρες είναι ατελείωτες, νιώθω σαν να
δουλεύω εδώ και αιώνες φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας στο πλοίο άρα στο τέλος
της ημέρας πονάω τόσο πολύ που δακρύζουν τα μάτια μου. Τα απογεύματα είναι
ήσυχα και σκοτεινά, Με το πέρασμα κάθε ημέρας νιώθω την μοναξιά και την
νοσταλγία να με τρώει από μέσα. Προσπαθώ να μιλήσω με τους άλλους ναύτες και
καμιά φορά παίζουμε χαρτιά και συζητάμε αλλά οι περισσότεροι είναι συνηθισμένοι
στην ζωή της θάλασσας, είναι σκληροί και πραγματικοί άντρες που δεν κλαίνε για
την μητέρα τους στο τέλος της ημέρας. Νιώθω σαν ένα πεντάχρονο αγοράκι απέναντί
τους. Εκτός αυτού είχα μία μικρή γάτα στην αρχή οι οποία με φοβόταν αλλά
σύντομα γίναμε στενοί φίλοι και την είχα δίπλα μου κάθε βράδυ. Δυστυχώς αυτή
δεν άντεξε την ζωή στην θάλασσα και χρειάστηκε να την πετάξουμε στον ωκεανό.
Παρά τις δυσκολίες έχω ελπίδα. Πιστεύω στο ying
yang της κινέζικης φιλοσοφίας. Είμαι ακόμη νέος, κάποτε θα γίνω και γω
κανονικός ναύτης σαν τους άλλους και θα βλέπω τους νέους ναύτες να λησμονούν
και γω να συμπάσχω μαζί τους με την ανάμνηση του εαυτού μου όταν ήμουν και γώ
τόσο νέος και ανέμπειρος.
Ντεφνέ Μποδούρ, Γ4
14/2/1973
Αγαπητή μου Άννα,
Πόσο
καιρο έχω να σε δω; Δεν φαντάζεσαι πόσο μου λείπει το σπίτι και η παρέα σου. Η
μητέρα πως είναι; Ελπίζω να την φροντίζεις όσο λείπω. Εσύ πώς είσαι; Αναπολώ τα
παιδικά μας χρόνια τώρα τελευταία, πιθανόνατα διότι απούσιάζεις από την
καθημερινή μου ζωή.
Το παραδέχομαι, όσο και αν ήθελα να γίνω ναυτικός
δεν περίμενα να υπάρξουν τόσες συναισθηματικές και σωματικές δυσκολίες. Μάλλον
είμαι τυχερός και τους δύο περασμένους μήνες μας έπιασε η θαλασσοταραχή και ο
κακός καιρός, μόνο για τρείς ημέρες. Ενώ υπήρχε η φουρτούνα της θάλασσας, εγώ
και οι υπόλοιποι ναυτικοί νιώθαμε ταλαιπωρημένοι εξαιτίας των βαρδιών και των
δύσκολων ωραρίων εργασίας. Η έλλειψη ύπνου βέβαια, δεν βοηθάει. Μερικές φορές
νιώθω τόσο κουρασμένος, που όταν ξαπλώνω να κοιμηθώ είναι δύσκολο να ξυπνήσω.
Νοσταλγώ την οικογένειά μας κάθε μέρα, όλο και πιο πολύ. Το καράβι έχει αρχίσει
να μου φαίνεται μικρό σαν φυλακή, λες και είμαστε εγκλωβισμένοι. Φοβάμαι
ιδιαίτερα, όπως γνωρίζεις, τις αρρώστιες και απ΄ ότι φαίνεται εδώ η μαλάρια
είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Μες το πλοίο δεν υπάρχει καθαριότητα. Όλοι βρωμούν
ψαρόλαδο και η μυρωδιά της ασφάλτου έχει ποτίσει τα ρούχα μου.
Η ζωή
μου, εξαρτάται αποκλειστικά από την θάλασσα. Έχω μεγάλο φόβο και αγωνία για το
μέλλον μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι για να το αλλάξω. Πες στην μητέρα πως
της στέλνω χαιρετίσματα. Μην ξεχνάς; σε σκέφτομαι κάθε μέρα. Μου λείπετε.
Με αγάπη,
Κων/να Ξαντά, Γ4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου