Ήταν ένα ανοιξιάτικο μεσημεριανό στην Θεσσαλονίκη. Έξω φυσούσε ο βαρδάρης. Το πρωινό αυτό ήταν πολύ κουραστικό. Σηκώθηκα Κυριακάτικα στις 7:30 για να κάνω μια εργασία για έναν Χαλεπά που ούτε η μάνα του δεν τον ξέρει αλλά τέλος πάντων! Μιας και ο βαθμός μου εξαρτάται από αυτήν την εργασία είπα να ψάξω λίγο παραπάνω απ’ ότι συνήθως. Βέβαια το μόνο που έμαθα ήταν πως έφτιαχνε κάτι αγάλματα αλλά μετά τον έκλεισαν στο τρελάδικο και μετά το έδιωξαν και μετά τον χάσαμε. Δεν έλεγε και πολλά το Wikepedia .
Μετά από πολλές ώρες αναζήτησης για τούτο
τον τύπο πήγα και’γω ο άνθρωπος να φάω ένα σουβλάκι και να πιω μια φραπεδιά, να
λιγδώσει το εντεράκι μου. Πριν αρχίσω το φαγητό πήγα στην τουαλέτα να πλύνω τα
χεράκια μου –γιατί εμείς οι Θεσσαλονικείς έχουμε τρόπους-. Λοιπόν, ανοίγω την
πόρτα του μπάνιου και ξαφνικά όλα αρχίζουν να γυρίζουν. Αρχικά σκέφτηκα πως
ίσως να μου είχαν ρίξει κάτι μέσα στον καφέ αλλά ξαφνικά άκουσα μία φωνη που
έλεγε: «Εσύ είσαι ο τυχερός που θα ταξιδέψει πρώτος με την μηχανή του χρόνου».
Μεγάλη γκαντεμιά, κρίμα που δεν μπορώ να ταξιδέψω σήμερα στο παρελθόν αλλά
πρέπει να περιμένω μέχρι του χρόνου, είπα στην αρχή. Μετά όμως κατάλαβα τι
εννοούσε αυτή η φωνή. Η απόφαση για το που θα πάω ήταν δύσκολη… να πάω στο
μέλλον να με δω που θα είμαι πρωθυπουργός και θα βγάλω την Ελλάδα απ’την κρίση;
Να πάω να δω την ημέρα που γεννήθηκα; Να γυρίσω πίσω να δω τους δίδυμους
πύργους να πέφτουν; Τι;; Σκεφτόμουν μέχρι που μου ήρθε η ιδέα να πάω στην Τήνο
να βρώ αυτόν τον κυριούλη να πούμε δυο κουβέντες μπας κάνω κανένα PowerPoint της
προκοπής.’ Έτσι φωνάζω: 1935-Αθήνα.
Ξύπνησα ζαλισμένος έξω απ’ την βουλή. Όταν
ξύπνησα γύρω στα 30 περιστέρια με είχαν περικυκλώσει. Τέλος πάντων, σηκώθηκα
και πήγα να ρωτήσω έναν περαστικό αν όντως αυτό το κτίριο ήταν η βουλή. Όλοι με
κοιτούσαν με μισό μάτι, μάλλον με ζήλευαν επειδή είχα τα καινούρια Air Force. Τον ρώτησα τον
περαστικό και μου είπε πως αυτό είναι το παλάτι. Ταράχτηκα, σκέφτηκα πως ο πρωθυπουργός
μας είχε ψιλο-ξεσαλώσει. Μετά θυμήθηκα που ήμουν και πότε και κατάλαβα πως
παλαιότερα η βουλή ήταν παλατάκι –όπως έχουν στην Αγγλία-. Καλή φάση! Άρχισα να
περπατάω και ταυτόχρονα να ρωτάω αν κανείς ήξερε που μένει αυτός ο Χαλεπάς. Μετά
από πολλές ώρες περπάτημα ήμουν μπροστά από ένα νεκροταφείο. Ρώτησα μία παχουλή
κυρία αν ξέρει που μένει, δεν ήξερε αλλά μου είπε πως ήταν αυτός ο κύριος που
κοίταζε έναν τάφο. Την ευχαρίστησα και πήγα προς το μέρος του Χαλεπά. Ωραίο
στυλάκι είχε, με το μουσάκι του, το μουστακάκι του, τα ρουχαλάκια τα όμορφα!
Τον σκουντάω στην πλάτη, γυρνάει και με κοιτάει με ένα βλέμμα πολύ τρομακτικό,
ανατρίχιασα.
-Εσείς είστε ο Γιαννούλης
Χαλεπάς; Ρώτησα
-Ναι, εγώ είμαι. Εσύ; Ποιανού
είσαι;
-Εμένα ο παππούς μου θα γεννηθεί
σε τρία χρόνια στην Θεσσαλονίκη.
-Τι λες παιδί μου; Μάντης είσαι;
Λογική ερώτηση μου φάνηκε δυο
κουβέντες ανταλλάξαμε και τον τρέλανα τον άνθρωπο.
-Όχι μωρέ, απλά έρχομαι απ’το
μέλλον!
-Λογικό μου φαίνεται έτσι όπως
είσαι ντυμένος. Γιατί το παντελόνι σου είναι μέσα στις αρβύλες σου;
-Δεν είναι αρβύλες, είναι τα νεα Air Force! Όσο για το άλλο, είναι
μόδα της εποχής!
-Λοιπόν, τι θες από’ μένα; μου αποκρίθηκε.
-Εγώ ένα PowerPoint για εσάς
πρέπει να κάνω, γιατί λέει είστε διάσημος Έλληνας.
-Αν κατάλαβα καλά αυτό το πόερ
μπόινγκ είναι μια εργασία. Χαίρομαι που τα παιδιά στο μέλλον θα ασχολούνται
ακόμα με εμένα! Πες μου νέε μου, τι θέλεις να μάθεις για τον εαυτό μου;
-Εμμ, δεν ξέρω…Ωχ τι ωραίο γλυπτό
αυτό πάνω σε εκείνον τον τάφο!
-Αυτό το γλυπτό το το έφτιαξα
εγώ! Είναι απ’τα πιο γνωστά μου γλυπτά.
-Μπράβο σας, γιατί όμως το κάνατε
πάνω σε έναν τάφο;
-Η οικογένεια της Σοφίας Αφεντάκη
μου ζήτησε να το φτιάξω πάνω απ’τον τάφο της και εγώ το έκανα.
-Μάλιστα…δεν πάμε κάπου πιο
αναπαυτικά να τα πούμε;
-Αν θες πάμε στο σπίτι μου να
κάτσουμε, εδώ κοντά είναι!
Αποδέχτηκα την πρότασή του όχι
όμως με πολύ σιγουριά. Πολύ μυστήριο τρένο αυτός ο Χαλεπάς.
Φτάσαμε στο σπίτι του. Ωραίο το
τσαρδάκι του του, του τύπου μου, βέβαια δεν είχε τηλεόραση αλλά τι να κάνεις …κανείς
δεν είναι τέλειος!
-Λοιπόν, που γεννηθήκατε; Ρώτησα
.
-Γεννήθηκα στις 14 Αυγούστου του
1851 στον Πύργο της Τήνου.
- Πως ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
-Η οικογένειά μου ανέκαθεν είχε
πολλά λεφτά. Ίσως κληρονόμησα το ταλέντο μου στην γλυπτική απ’τον πατέρα μου.
Ήταν γνωστός μαρμαρογλύπτης στην Τήνο και είχε μια αλυσίδα επιχειρήσεων με
παραρτήματα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Από μικρός μου άρεσε η γλυπτική, έτσι
βοηθούσα τον πατέρα μου. Οι δικοί μου με προόριζαν για έμπορο αλλά αποφάσισα να
σπουδάσω γλυπτική. Εννοείται πως οι γονείς μου δεν είχαν κάποιο πρόβλημα με
αυτό.
-Χμμμ…σπουδές! Και’γω θέλω να
σπουδάσω αλλά δεν το βλέπω! Θα με αφήσεις στη ίδια τάξη αυτή η καθηγήτρια που
μου έβαλε την εργασία για εσάς. Τέλος πάντων, μιλήστε μου για τις σπουδές σας,
- Από το 1869 έως το 1872,
μαθήτευσα στο Σχολείον των Τεχνών με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση. Το 1873 έφυγα
για το Μόναχο με υποτροφία του Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για
να συνεχίσω τις σπουδές μου στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μαξ
φον Βίντμαν. Κατά την διάρκεια της παραμονής μου στο Μόναχο, εξέθετα τα έργα μου
Το παραμύθι της Πεντάμορφης και Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, για τα οποία
και βραβεύθηκα.
-Μετά τις σπουδές σας τι κάνατε;
- Το 1876 επέστρεψα στην Αθήνα,
όπου άνοιξα δικό μου εργαστήριο. Τον ίδιο χρόνο άρχισα να δουλεύω το πιο
διάσημο γλυπτό μου, την Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄
Νεκροταφείο Αθηνών.
-Και μετά; Και μετά;
-Και μετά Τον χειμώνα του 1877 προς 1878, έπαθα νευρικό
κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισα να καταστρέφω έργα μου, ενώ
επιχείρησα κατ' επανάληψη να αυτοκτονήσω.
-Αααα ναι! Και στο Wikipedia έλεγε
πως μετά σας έκλεισαν στο τρελάδικο!
-Τι είναι το γουκιπίντεα;
-Είναι ένα πράγμα που το ρωτάς
ό,τι θες και αυτό σου δίνει πληροφορίες.
-Πω πω πω…τι πράγματα έχουν
βγάλει στο μέλλον..!
-Και που είστε ακόμα! Τέλος
πάντων, πείτε μου για το τρελάδικο
-Οι γονείς μου με έστειλαν ταξίδι
στην Ιταλία, για να συνέλθω, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη. Με την
επιστροφή μου στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στην σιωπή,
απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο. Καθώς η κατάστασή μου επιδεινώνονταν
συνεχώς, το 1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί μου αποφάσισαν να με
κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στο Ψυχιατρείο, αντιμετωπίστηκα
με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι
γιατροί και οι φύλακες είτε μου απαγόρευαν να σχεδιάζω και να πλάθω, είτε μου
κατέστρεφαν οτιδήποτε είχα δημιουργήσει και είχα κρύψει στο ερμάριό μου.
-Πολύ δύσκολα περάσατε. Και πόσα
χρόνια μείνατε εκεί μέσα;
-14 χρόνια, το 1902 η μητέρα μου
ήρθε στο Ψυχιατρείο για να με πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου. Στην
Τήνο έζησα υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας μου, η οποία πίστευε ότι τρελάθηκα
από την τέχνη. Για τον λόγο αυτό, η μητέρα μου δεν μου επέτρεπε να ασχοληθώ
ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που αν έφτιαχνα κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή
πηλό εκείνη το κατέστρεφε.
-Σας νιώθω. Και γώ όταν φτιάχνω
βλακειούλες με το φαγητό της μάνας μου, το οποίο δεν τρώγεται, εκείνη θυμώνει
και αρχίζει το κήρυγμα. Λοιπόν, αφού φύγατε απ’ το ψυχιατρείο δεν
ξαναδημιουργήσατε τίποτα ποτέ ξανά;
-Και βέβαια δημιούργησα, όταν
πέθανε η μητέρα μου το 1916, είχα ξεκόψει παντελώς από την τέχνη μου. Ζούσα
πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα. Βρήκα ωστόσο το κουράγιο και άρχισα ξανά να ασχολούμαι
με την γλυπτική. Τα μέσα που διέθετα ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό
περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά με πείσμα άρχισα να δημιουργώ
για να κερδίσω τον χαμένο χρόνο.
-Και γω είμαι πάρα πολύ πεισματάρης!
Μετά τι έγινε; Έχω αγωνία!
-Μετά…το 1923, ο Θωμάς
Θωμόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αντέγραψε σε γύψο πολλά
έργα μου για να τα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών το 1925. Η έκθεση αυτή είχε
ως αποτέλεσμα να βραβευθώ το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών. Το 1928 πραγματοποιήθηκε
δεύτερη έκθεση έργων μου στο Άσυλο Τέχνης, και το 1930, με την επιμονή της
αγαπημένης μου ανεψιάς, αποφάσισα να εγκατασταθώ στην Αθήνα.
-Τώρα πως σε τι κατάσταση βρίσκεστε;
-Ζω δίπλα στους δικούς μου –που
λέει και η νεολαία- και όπως πάντα δημιουργώ!
-Μπράβο σας! Μπορώ να πω πως η
ιστορία σας με συγκλόνισε. Μακάρι περισσότεροι Έλληνες να καταφέρουν ότι έχετε
καταφέρει εσείς.
-Σιγά παιδί μου, εγώ απλά έκανα
αυτό που μου άρεσε να κάνω.
-Εμμ, εγώ πρέπει να φύγω τώρα θα
με ψάχνει η μάνα μου στο μέλλον. Αντίο, χάρηκα για την γνωριμία και ευχαριστώ
πολύ για την συνέντευξη.
-Στάσου!! Δεν μου είπες το όνομά
σου.
-Δεν χρειάζεται, μπορεί να
υπάρξει καμία διαπλοκή στον χωροχρόνο! Αν θέλετε μπορώ να σας πω πότε θα πεθάνετε.
-Όχι, προτιμώ να είναι έκπληξη!
-Χαχα. Αντίο σας ξανά!
-Γεια σου νέε μου!
Στεναχωρήθηκα που έφευγα. Έπρεπε όμως
γιατί αλλιώς στο σπίτι θα έπεφτε παντόφλα! Είχε κιόλας νυχτώσει. Πήγα έξω
απ’την βουλή ή το παλάτι ή ό,τι και αν είναι αυτό. Αυτή η φωνή ξανακούστηκε.
Μου είπε να περιμένω πέντε λεπτάκια να ανοίξει η πύλη για το μέλλον. Μέσα σε
αυτά τα πέντε λεπτά κατάλαβα πόσο σπουδαίος άνθρωπος ήταν ο τύπος που γνώρισα.
Επίσης σκέφτηκα πως τώρα που θα πάω σπίτι πρέπει να κάνω like στην σελίδα
του στο facebook, αν
έχει. Η πύλη εμφανίστηκε επιτέλους. Βούτηξα μέσα ελπίζοντας να μην γίνει κανένα
μπέρδεμα και βρεθώ δίπλα σε κανέναν δεινόσαυρο με αυτήν την χρονομηχανή.
Γύρισα πίσω!
Ευτυχώς ήταν ακόμα μεσημέρι και ήμουν ακόμα στο σουβλατζίδικο! Έφαγα το ζεστό
σουβλάκι μου και πήγα σπίτι μου. Έκανα και ένα εξαιρετικό PowerPoint! Τώρα το 20΄στην ιστορία το
έχω στο τσεπάκι μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου