Καθόμουν στον
καναπέ στέλνοντας μηνύματα με μουσική υπόκρουση τους Queen, όταν
συνειδητοποίησα ότι μάλλον πρέπει να αρχίσω την εργασία στην ιστορία για τον
Φρίντριχ Νίτσε. Ήθελα φυσικά να το αναβάλλω, όπως πάντα, αλλά μιας και ό, τι
θυμόμουν από την ιστορία μου φαινόταν ενδιαφέρον σκέφτηκα γιατί όχι; Έτσι,
σηκώθηκα από τον καναπέ –ναι, ξέρω: πώς και έτσι;-, ντύθηκα στα γρήγορα, γιατί
μόλις προλάβαινα να γλιτώσω να αγοράσω καινούργιο εισιτήριο –σε λίγο θα έληγε-
και έτρεξα στις σκάλες ενώ μόλις που πρόλαβα να αρπάξω το αγαπημένο μου
σημειωματάριο πριν ξεχυθώ στους δρόμους. Όπως φαντάζομαι θα έχετε καταλάβει
μέχρι τώρα η Ελλάδα μένει λίγο πίσω στις εφευρέσεις και στα τεχνολογικά
επιτεύγματα τώρα τελευταία –για να είμαστε δίκαιοι βγήκαμε από την κρίση μόλις
τρία χρόνια πριν, μετά από τόσες δεκαετίες…-, γι’ αυτό οι θάλαμοι μετακίνησης
στο χωροχρόνο –ή αλλιώς ΘΑΧΧ- έγιναν δημόσιοι τους τελευταίους μήνες ενώ ο
υπόλοιπος πλανήτης μετακινείται στο χωροχρόνο εδώ και χρόνια. Παρ’ όλ’ αυτά, σ’ αυτό το χρονικό διάστημα εμείς –η «νεολαία»-
το έχουμε κάψει λίγο για να γνωρίσουμε όλους τους «διάσημους» -που θεωρούσαν οι
παππούδες μας «ωραίους»- από κοντά και αυτό εκμεταλλεύεται τώρα η καθηγήτρια να
μας στέλνει σε ανόητα ταξίδια για να πάρουμε συνέντευξη από κάποιον Νίτσε ή κάτι
τέτοιο... Ο τυπάς από χαρακτήρα πάντως καλός φαίνεται, δε θα πω ψέματα… να το
δω… Αλλά να! Έφτασα. Στριμώχτηκα μέσα σ’ ένα θάλαμο διακοσμημένο με πολλά
γκράφιτι απ’ έξω –καλά ρε πότε προλάβατε να τα ζωγραφίσετε όλα αυτά;- και
ανέφερα λαχανιασμένα τον προορισμό μου αφού επέλεξα την προσωπικότητα του Νίτσε
για να μεταφερθώ κατευθείαν έξω από την πόρτα του. «Ελβετία, 2 Μαΐου 1879», αναφώνησα
όσο πιο γρήγορα μπορούσα και μετά κράτησα την ανάσα μου –ναι έχουμε έτος 2087
και ακόμα να μάθουν κάποιοι να χρησιμοποιούν τουαλέτες αντί των δημόσιων χώρων
για τις ανάγκες τους. Μετά από κάνα δεκάλεπτο, ο θάλαμος τραντάχτηκε –δεν είναι
και το πιο καινούργιο μοντέλο- σημάνοντας την ώρα μου να ξεμυτίσω στο έτος
1879, στην Ελβετία. Μόλις βγήκα, έριξα μια ματιά τριγύρω με ενδιαφέρον και
περιέργεια, μάζεψα λίγο θάρρος –μετά από τόσες επισκέψεις στο παρελθόν και
είμαι ακόμα νευρική όταν γνωρίζω «διασημότητες»-, έκανα δυο βήματα μπροστά,
ευχαρίστησα νοερά το σχολείο που μου έμαθε γερμανικά και χτύπησα τρεις φορές
ακριβώς την πόρτα. Μου άνοιξε ο Φρίντριχ Νίτσε αυτοπροσώπως –δεν το περίμενα,
περίμενα να χρειαστεί να επινοήσω καμιά βιαστική δικαιολογία σε καμιά
υπηρέτρια. Ήταν χλομός, όπως φοβόμουν, και είχε μια ελαφριά απορία αποτυπωμένη
στο πρόσωπό του. Του εξήγησα τα απαραίτητα, κυρίως για να μην φύγει πριν από
την ώρα του ο καημένος επειδή εγώ ήμουν με το σορτσάκι και το κοντομάνικο στο πολύ
δροσερό αεράκι της Ελβετίας –η κλιματική αλλαγή δεν αμφισβητείται πια στη δική
μου εποχή αλλά είναι και καλοδεχούμενη μερικές φορές. Ήταν ευγενικότατος και με
προσκάλεσε στο σπίτι του αμέσως. Νομίζω έδειχνε πιο πολύ ενδιαφέρον αυτός για
μένα παρά εγώ για αυτόν. Αφού καθίσαμε και επειδή τον είδα τόσο πρόθυμο, μπήκα
αμέσως στο ψητό:
Εγώ: - Ευχαριστώ
πολύ για τη καλοσύνη σας, κύριε Νίτσε. Αν δεν σας πειράζει, θα ήθελα να
περάσουμε αμέσως στην συνέντευξη. Έχω περιορισμένο χρόνο στη διάθεσή μου, όπως
είμαι σίγουρη και εσείς.
Νίτσε: - Βεβαίως.
Η φωνή του μου
φάνηκε βραχνή, σαν να είχε χρόνια να τη χρησιμοποιήσει.
Εγώ: - Ωραία,
λοιπόν. Τι έχετε να μου πείτε για τα αδέρφια σας;
Νίτσε: - Η
αδελφή μου γεννήθηκε το 1846 και ονομάζεται Ελίζαμπεθ Τερέζα Αλεξάνδρα Νίτσε. Ο
αδερφός μου το 1848 και ονομαζόταν Λούντβιχ Ιωσήφ. Πέθανε πρόωρα το 1850
ακολουθώντας τον πατέρα μου, ο οποίος είχε αποβιώσει ένα χρόνο πριν. Έτσι,
μεγάλωσα σ’ ένα γυναικοκρατούμενο περιβάλλον, όπου κυριαρχούσε «ένα άτεγκτο χριστιανικό καθεστώς».
Εγώ: - Μμ… στο
γυμνάσιο αφιερώνατε μεγάλο μέρος του χρόνου σας στο γράψιμο. Νιώθατε από μικρός
μια κλίση προς τις θεωρητικές επιστήμες;
Νίτσε: - Στο
γυμνάσιο, όντως, επέδειξα μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, έτσι μου είπαν, ενώ
σε ηλικία 14 ετών ταξινόμησα τα ποιήματά μου σε περιόδους. Αλλά στο δημοτικό
που παράλληλα με τη θρησκευτική αγωγή μελετούσα λατινικά και αρχαία ελληνικά,
δεν εμφάνισα ιδιαίτερη κλίση σ’ αυτές τις γλώσσες.
Εγώ: - Έχω
ακούσει ότι ενδιαφέρεστε ιδιαίτερα για τη μουσική. Μπορείτε να μου πείτε με
λίγα λόγια τη γνώμη σας για αυτήν;
Νίτσε: - Ειδικά
για τη μουσική, όχι. Μόνο με πολλά. Βλέπεις, έχω τόσα πολλά να πω όπως και
αυτή. Αρχικά, δεν μπορώ να καταλάβω ποιος θα μπορούσε να απορρίψει έναν ήχο.
Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Μπαχ είναι περισσότερο ή λιγότερο «αληθινός» από
τον Μότσαρτ ή τον Μπετόβεν; Δεν απευθύνομαι παρά σ' εκείνους που έχουν άμεση
σχέση με τη μουσική. H μουσική δεν είναι μια τέχνη σαν τις άλλες, είναι η
ανώτερη έκφραση της ζωής. Χωρίς τη μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος. Η μουσική
είναι στη συνείδησή μας και ο χορός στο πνεύμα μας, με τα οποία δεν θέλουν να
εναρμονιστούν όλες οι πουριτανικές λιτανείες, τα ηθικά κηρύγματα και η
χρηστότητα. Πόσα λίγα χρειαζόμαστε για την ευτυχία! Τον ήχο ενός
αυλού… Χωρίς τη μουσική θα ήταν η ζωή ένα λάθος. Στο πιάνο, για παράδειγμα,
παίζω άλλοτε ευαίσθητα και περιγραφικά και άλλοτε βίαια, όταν θέλω να κατακτήσω
όλες τις διαστάσεις του ήχου. Στο πιάνο το βασικότερο είναι να αφήνεις τη
συνοδεία να συνοδεύει και το τραγούδι να τραγουδάει. Αυτά είναι τα λιγότερα που
θα μπορούσα να πω για τη μουσική.
Εγώ: - Ουάου!
Εξηγούνται πολλά έτσι… Τώρα, μπορείτε να μου εξηγήσετε τι αντιπροσωπεύει ο
σύλλογος «Germania» στον οποίο γνωρίζω ότι εμπλακήκατε αλλά πώς ακριβώς;
Νίτσε: - Δεν
εμπλάκηκα απλώς, αλλά μαζί με τον φίλο μου Γκούσταφ Κρουγκ, ίδρυσα τον σύλλογο «Germania», ένα είδος λογοτεχνικής, μουσικής και επιστημονικής
λέσχης όπου αποφασίσαμε ότι κάθε μέλος θα υπέβαλλε απαραιτήτως ένα έργο τον
μήνα, ποίημα, δοκίμιο, σχέδιο ή ακόμα και μουσική σύνθεση.
Εγώ: - Μάλιστα.
Ισχύει ότι αμφισβητήσατε τον Χριστιανισμό, αν ναι πότε και γιατί;
Νίτσε: - Όσων
αφορά τον Χριστιανισμό, δεν υπήρξα ποτέ στείρος μηδενιστής και αθεϊστής.
Αντίθετα, άσκησα κριτική στη χριστιανική κοινωνία της εποχής μου, καθώς και
στις δεσπόζουσες ηθικές θεωρίες που, κατά τη γνώμη μου, εγκλωβίζουν τη ζωτική
ορμή που ωθεί τον άνθρωπο να εκφραστεί γνήσια και να βιώσει τη χαρά της ζωής.
Επηρεασμένος από τους αρχαίους Έλληνες σοφιστές προσπάθησα να διακρίνω την
ηθική σε εκείνη του κυρίου και σε αυτήν του δούλου, ονειρεύτηκα τον
Υπεράνθρωπο, διείδα στον πυρήνα της ανθρώπινης πράξης την βούληση για δύναμη
και μπορώ να πω ότι έγινα πρόδρομος του υπαρξισμού και της μετα-νεωτερικότητας,
αφού εισήγαγα τις έννοιες του εσωτερικού νοήματος και της προσωπικής ανάγνωσης
ενός κειμένου. Με τον όρο «μηδενισμός» περιέγραψα τον υποβιβασμό των υψηλών
αξιών. Πιστεύω ότι η εποχή που ζω είναι μία εποχή παθητικού μηδενισμού, δηλαδή
μία εποχή η οποία δεν έχει αντιληφθεί ότι τα θεωρούμενα από τη θρησκεία και τη
φιλοσοφία ως «απόλυτα» έχουν αποσυντεθεί με την εμφάνιση του θετικισμού του
19ου αιώνα. Με την κατάρρευση των μεταφυσικών και θεολογικών βάσεων και θεσφάτων
της παραδοσιακής ηθικής, εκείνο που απομένει είναι μία διάχυτη αίσθηση έλλειψης
σκοπού και νοήματος. Η επικράτηση της επίγνωσης έλλειψης νοήματος σήμαινε τον
θρίαμβο του μηδενισμού: ο Θεός πέθανε. Η αντίθεση μου για την πίστη του
ανθρώπου στον Θεό, είναι απόλυτη. Είναι κάθετη και αδιαπραγμάτευτη. Ο Θεός της
χριστιανικής πίστης είναι Αυτός που αναιρεί και καταστρέφει τη χαρά της ζωής. Η
ελευθερία του ανθρώπου προϋποθέτει το θάνατο του Θεού. Στη χριστιανική πίστη η
ελευθερία είναι ένα πολύτιμο δώρο μεταξύ των άλλων, προίκα που δόθηκε από τον
Δημιουργό στο δημιούργημα.
Εγώ: - Από ποια
έργα θεωρείτε ότι επηρεαστήκατε στα χρόνια των πανεπιστημιακών σπουδών σας;
Νίτσε: - Κατά
την σύντομη παραμονή μου στην Βόννη, μελέτησα καλά το έργο του Ντάβιντ Στράους
για την πραγματική ζωή του ιδρυτή του Χριστιανισμού και επιβεβαίωσα τότε όχι
μόνον την πλήρη απόρριψη της συγκεκριμένης θρησκείας μέσα μου, αλλά απέρριψα
και την θρησκοληψία γενικότερα, ανακηρύσσοντας τον εαυτό μου «αναζητητή» της
Αλήθειας. Το 1865 επίσης ήρθα σε επαφή με το έργο του Σοπενχάουερ και με
επηρέασε καθοριστικά. Μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική του σκέψη είχε και το έργο
του Φρήντριχ Άλμπερτ
Λάνγκε (Ιστορία του υλισμού). Το θεωρούσα ως το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο
των τελευταίων ετών.
Εγώ: - Τι έχετε
να μου πείτε για το πυροβολικό σώμα του Νάουμπουργκ; Έχετε κάνει εκεί θητεία;
Νίτσε: - Το 1867
κατατάχθηκα στο πυροβολικό σώμα του Νάουμπουργκ, όπου διακρίθηκα και πιθανόν να
αποκτούσα τον βαθμό του λοχαγού αν δεν υφίσταμαι ένα σοβαρό τραυματισμό που
έθεσε τέλος στη στρατιωτική μου σταδιοδρομία. Έτσι αναγκάστηκα να επιστρέψω στο
πανεπιστήμιο της Λειψίας.
Εγώ: - Μάλιστα.
Θα ήθελα επίσης να μάθω ποια ήταν η σχέση σας με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ;
Νίτσε: - Το
βράδυ της 8ης Νοεμβρίου του 1868 συναντήθηκα για πρώτη φορά με το τότε μουσικό
μου είδωλο, τον Βάγκνερ. Μετά από πολύωρη συζήτηση ο Βάγκνερ μου ζητά να κάνω
συχνές επισκέψεις και εγώ ανταποκρίνομαι. Το περιεχόμενο των συζητήσεων είναι
φυσικά η μουσική και η φιλοσοφία. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, ενώ δίδασκα
την ελληνική γλώσσα, μελέτησα τα αρχαιοελληνικά κείμενα και δημοσίευσα μια
σειρά από σχετικά δοκίμια που με οδήγησαν στο πρώτο μου βιβλίο «Η γένεση της
τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής». Τότε θαύμαζα το έργο του Βάγκνερ και του
Σοπενχάουερ. Ο Βάγκνερ εκθείαζε το έργο μου. Όσο ζούσα στην Ελβετία, μέχρι το
1879, συνέχισα να επισκέπτομαι συχνά τον Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ όπου τότε
διέμενε. Επρόκειτο για μια παραγωγική φιλία. Αργότερα, μετά την απογοητευτική
παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, όπου παρουσιάστηκε το «Δαχτυλίδι», άρχισε
να επέρχεται ρήξη στη φιλία μας. Εγώ υπερασπίστηκα την περίπτωση Μπιζέ και
επανεκτίμησα και τον Σούμπερτ, που με την γενναιοδωρία της ψυχής του, αν και
μικρότερος σε μέγεθος από τους άλλους συνθέτες, εγγυάται ότι για πολλούς αιώνες
οι επόμενοι συνθέτες θα έχουν να εμπνέονται από αυτόν και τις μουσικές
εμπνεύσεις του. Ο σωβινισμός και αντισημιτισμός του Βάγκνερ ανέκαθεν με
ενοχλούσαν αλλά η «χαριστική βολή» στη σχέση μας δόθηκε από τον «Πάρσιφαλ» που
υμνούσε τον χριστιανισμό, τον οποίο είχα χαρακτηρίσει ως πλάνη.
Αποφάσισα να μην
κάνω κανένα σχόλιο πάνω σε αυτή την διήγηση. Νομίζω το παρατήρησε.
Εγώ: - Κατά τη
διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου ήρθατε σε επαφή με τον πόλεμο. Μπορείτε να
περιγράψετε την εμπειρία σας;
Σήκωσα τα μάτια μου
από το σημειωματάριο έτοιμη να καταγράψω την επόμενη απάντησή του. Για πρώτη
φορά εκείνο το απόγευμα, όμως, τον είδα να διστάζει. Με κοιτούσε με ένα
περίεργο βλέμμα: φόβος; Ξαφνικά το βλέμμα του άλλαξε τελείως και έγινε
απόμακρο, λες και δεν ήταν σ’ αυτό το δωμάτιο μαζί μου αλλά κάπου μακριά… μόνος
του… με κάποιον άλλον… ποτέ δεν έμαθα. Έμεινε χαμένος στις αναμνήσεις του για
αρκετά λεπτά. Τότε όμως το βλέμμα του άλλαξε για δεύτερη φορά και φαινόταν
αποφασιστικό και σίγουρο. Είχε αποφασίσει να μιλήσει.
Νίτσε: - Κατά τη
διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου(1870-71) υπηρέτησα εθελοντικά στο πλευρό της
Πρωσίας, ως βοηθός νοσοκόμος, καθώς η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν μου
επέτρεπε να γίνω στρατιώτης, όπως εγώ επιθυμούσα.
Μιλούσε γρήγορα,
τόσο γρήγορα που φαινόταν λες και βιαζόταν να τα πει. Όχι… Περισσότερο σαν να
είχε ήδη αποφασίσει τι θα πει και τα έλεγε γρήγορα για να καταλάβω ότι δεν
πρόκειται να του πάρω λέξη παραπάνω. Ό, τι και να ‘ταν δεν επέμενα.
Νίτσε: -Ήρθα σε
επαφή με τη σκληρότητα και τη βαρβαρότητα του πολέμου και προσβλήθηκα από
αρκετές ασθένειες, οι οποίες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την ανέκαθεν ασθενική
μου υγεία.
Εγώ: - Λυπάμαι…
Αναρωτιέμαι, έχετε δεχτεί ποτέ κριτική; Ή μάλλον αρνητικά σχόλια;
Νίτσε: - Φυσικά!
Τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς κριτική; Το 1872 όταν εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο, με
τίτλο «Η Γέννηση της Τραγωδίας» ο Βάγκνερ το εκθείασε όμως δέχτηκα εχθρική
κριτική και από το φιλόλογο Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ και από τον
καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου της Βόννης Ούζενερ, όπου και οι δυο μαζί
είχαν ως αποτέλεσμα τη μετρίαση του βαθμού αποδοχής μου στον ακαδημαϊκό κόσμο.
Εγώ: - Λυπάμαι.
Και κάτι τελευταίο…
Νίτσε: - Βιάσου!
Η υπηρέτρια θα είναι εδώ από λεπτό σε λεπτό!, αναφώνησε επιτακτικά.
Αχ, αυτές οι
υπηρέτριες… όλο στο δρόμο μου βρίσκονται…
Εγώ: - Βεβαίως.
Γιατί παραιτηθήκατε σήμερα το πρωί από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας;
Νομίζω τον έπιασα
απροετοίμαστο. Δίστασε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ενώ ακούσαμε ένα
θόρυβο από την πίσω πόρτα της κουζίνας. Σηκώθηκα –ή μάλλον τινάχτηκα πάνω- και
μάζεψα τα πράγματά μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα, ρίχνοντας το τσάι μου στο
πάτωμα από τη βιασύνη μου. Εκείνος χωρίς να τον πειράζει κι ενώ εγώ προσπαθούσα
να φύγω όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορούσα, εκείνος ψιθύρισε:
Νίτσε: - Υποφέρω
από ημικρανίες, που οφείλονται σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια
μου, γεγονός που με ανάγκασε να υποβάλω την παραίτηση μου!, και μετά: Δεν
πρέπει να σε δουν, ε;
Εγώ έγνεψα «ναι» χωρίς
να ξέρω αν με είδε και βγήκα από την μπροστινή είσοδο και ξεχύθηκα στους
δρόμους για δεύτερη φορά. Από μέσα άκουσα αχνά μια βαθιά φωνή -της υπηρέτριας-
να ρωτάει με απορία: «Σε ποιον μιλάτε; Πάλι ακούτε φωνές;» Και με την σκέψη ότι
θα βρω τον μπελά μου έτρεξα προς τον θάλαμο, μπήκα μέσα με την ψυχή στο στόμα,
όπου πήρα μια βαθιά ανάσα χωρίς να το πολυσκέφτομαι και το μετάνιωσα αμέσως.
Μέσα σ’ αυτό το δεκάλεπτο της διαδρομής σε ένα στενό θάλαμο φτιαγμένο για να με
μεταφέρει, όμως, μάλλον συνειδητοποίησα περισσότερα απ’ ό, τι όλη την σημερινή
μέρα και την προηγούμενη μαζί.
Αρχικά, ήξερα ότι
θα βρω το μπελά μου γιατί δεν πρέπει να επηρεάζω το παρελθόν και εκείνη η
υπηρέτρια είχε ακούσει τον Νίτσε να μου ψιθυρίζει καθώς έκανα μιαν ακόμη ηρωική
έξοδο. Επίσης, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι προς το τέλος της ζωής του λεγάμενου
ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου,
οπότε σκέφτηκα ότι του φούσκωσα τα μυαλά –κάτι πολύ συχνά εύκολο να συμβεί με
καλλιτέχνες και φιλόσοφους- γιατί για να τον επισκεφτώ θα θεώρησε ότι είναι
καμιά μεγάλη προσωπικότητα –που είναι. Ή ότι προς το τέλος με θυμήθηκε και
κάνουμε συζητήσεις στα όνειρά του ή και στον ξύπνιο του –εξ’ ου και ο
παραληρηματικός λόγος. Για κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις όμως εγώ την
έβαψα…
Αφροδίτη Χλαπάνη, Γ5
3 σχόλια:
Μπράβο σας! Κάθε χρονιά και καλύτεροι.
Ευχαριστούμε Ηλία!Τα παιδιά αποτελούν την πηγή της έμπνευσης μας!Αυτό το ξέρεις καλύτερα από μένα!
Δημοσίευση σχολίου