Ο παππούς μου ο Ντίνος γνωρίστηκε με τη γιαγιά μου τη
Θάλεια μου ενώ πότιζαν νερό στη βρύση του χωριού τα άλογα τους. Δεν ήταν από
πλούσιες οικογένειες και για αυτό αναγκάστηκαν από μικροί να δουλεύουν στα
χωράφια τους. Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1962 ο παππούς μου πήρε την απόφαση μαζί
με έναν ξάδερφο του να πάνε να ζητήσουν το χέρι της γιαγιάς μου από τον πατέρα
της μπάρμπα -Χαράλαμπο (έτσι ήταν γνωστός στο χωριό) μαζί με έναν ξάδερφό τους.
Ανέβηκαν και οι δύο στο άλογο του παππού μου και πήγαν στο κτήμα της γιαγιάς
μου. Όταν έφτασαν εκεί χαιρέτησαν τον μπάρμπα - Χαράλαμπο, κατέβηκαν από το άλογο
και ο παππούς μου είπε πως γνωρίστηκε με τη γιαγιά μου και ότι θέλει να την
παντρευτεί. Ο πατέρας της γιαγιάς μου όμως όταν το άκουσε αυτό νευρίασε και
έσπασε το ξινάρι που κράταγε στα χέρια του και αυτοί εξαφανίστηκαν από εκεί.
Στερνά από μια εβδομάδα την βρήκε στη βρύση να παίρνει
νερό με τη βαρέλα και της εξήγησε τι είχε γίνει. Εκείνη του είπε να το πει στη
θεία της για να τους βοηθήσει και την Κυριακή αφού σχολάσει η εκκλησία να πάνε
όλοι μαζί στο σπίτι της γιαγιάς μου. Έτσι και έγινε. Όταν όμως έφτασαν εκεί για
κακή τους τύχη ο μπάρμπα -Χαράλαμπος πότιζε τα λουλούδια τους στην αυλή. Μόλις
του είπαν τις προθέσεις τους αυτός τους έκανε λούτσα, έβρισε και από πάνω την
αδερφή του. Τελικά μπήκε στη μέση το σόι του παππού και με λίγα βάσανα έγινε το
προξενιό. Ο θείος του όρισε την ημερομηνία μιας και ήταν ο μεγαλύτερος της
οικογένειας και περνούσε η γνώμη του.
Έφτασε η μέρα
του γάμου και ο γαμπρός δεν πήγε στη εκκλησία μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο αλλά
με το άλογο του. Πήγε στη εκκλησία, χαιρέτησε τον κόσμο, φίλησε το χέρι της
πεθεράς και του πεθερού. Την νύφη την συνόδευε ένας ξάδερφος της και του είπε: «τάξε
μου για να φιλήσεις τη νύφη» και εκείνος του έταξε ένα βετούλι, και του
υποσχέθηκε ότι δεν θα φιλούσε την νύφη, εάν δεν τελειώσει ο γάμος. Καθώς
γινόταν το μυστήριο όταν ο παπάς είπε
"η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα" η νύφη πάτησε το πόδι του γαμπρού.
Εκείνος αγρίεψε έλυσε το άλογο, ανέβηκε πάνω του και άρχισε να τρέχει. Η νύφη
έστειλε τον πατέρα της μαζί με κάτι ξαδέρφια για να τον φέρουν πίσω. Αυτοί τον
πρόλαβαν κάτω από μια βελανιδιά στον Άγιο Γεώργιο, του μίλησαν και ο μπάρμπας
της τον απείλησε. Αυτός τελικά γύρισε πίσω με τη θέλησή του. Όταν μπήκε στη
εκκλησία, ο κόσμος τον χειροκρότησε , εκείνος πήγε στο πλευρό της νύφης και το
μυστήριο άρχισε πάλι από την αρχή. Όταν ο παπάς έφτασε ξανά στη ίδια φράση τότε
ο παππούς μου πάτησε τη γιαγιά μου και εκείνη του είπε "πάτα όσο θες,
αρκεί να μη φύγεις".
Μετά από τέσσερα χρόνια έκαναν το πρώτο τους παιδί και
στη συνέχεια έκαναν άλλα τέσσερα. Έζησαν όλοι μαζί στο χωριό τους, ένα μικρό
χωριό στην ορεινή Αρκαδία. Αν και έζησαν δύσκολα και πέρασαν όλη τους τη ζωή
στα χωράφια και πάρα τις δυσκολίες ενός γάμου, εξακολουθούν να είναι μαζί, έστω
και πολύ κουρασμένοι λόγω της βαριάς και δύσκολης εργασίας. Εξακολουθούν να
βοηθούν ο ένας τον άλλο και να είναι μαζί στις χαρές και τις λύπες, όπως
ορκίστηκαν και στον γάμο τους.
Θάλεια Αποστολοπούλου, Γ1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου