1. Από πού εμπνευστήκατε το θέμα του βιβλίου
(Στη διαπασών) ;
Όλα
ξεκίνησαν από ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό, το 2009, στον οποίον αποφάσισα να
λάβω μέρος. Το θέμα του είχε να κάνει με τη μουσική, οτιδήποτε σχετιζόταν με
αυτή. Δεν ξέρω πώς, αλλά με το που διάβασα το θέμα μου ήρθε αμέσως αυτή η ιδέα.
Ήθελα να γραφτεί κάτι πιο άγριο, η μουσική εξαγριώνει και εξημερώνει
ταυτόχρονα. Παράλληλα, κάποιες ιδέες ή σκέψεις που είχα για καιρό στο μυαλό μου
και που ενδεχομένως να γράφονταν σε άλλο βιβλίο, θεώρησα πως μπορούσαν να
ταιριάξουν μια χαρά στη «Διαπασών».
2. Γιατί στο τέλος δεν γίνεται η αναγνώριση
του Θανάση από τον πραγματικό του πατέρα;
Γιατί
πολλά πράγματα στη ζωή δεν έρχονται έτσι όπως τα θέλουμε. Ίσως να ήταν και λίγο
αφύσικο να γίνει αυτό, ίσως από την άλλη να δίνεται περισσότερος χώρος στη
φαντασία του κάθε αναγνώστη να διαμορφώσει το δικό του τέλος. Το ζήτημα είναι
πως τόσο ο πατέρας του Θανάση, όσο και ο ίδιος ο ήρωας, έκαναν τις επιλογές
τους. Κάποιες έγιναν επειδή έτσι τα έφερε η ζωή, κάποιες άλλες ήταν συνειδητές,
κάποιες άλλαξαν. Δεν ήθελα να δώσω ένα απόλυτο χάπυ-εντ, δε θα ταίριαζε κατά τη
γνώμη μου με το όλο κλίμα του βιβλίου.
3. Πώς
σας έρχονται οι ιδέες για να γράψετε ένα βιβλίο;
Όπως
λέγεται ο συγγραφέας έχει συνήθως τεντωμένες τις κεραίες του, κάποια είδηση,
κάποια σκηνή στο δρόμο που περνά απαρατήρητη, μπορεί να κάτσει στο μυαλό
κάποιου συγγραφέα, ακόμα και για χρόνια. Οι συμμορίες ανηλίκων στις συνοικίες
του Πειραιά, οι αγκυλωτοί σταυροί, το κλέψιμο κινητών, το bullying, δεν προέκυψαν ξαφνικά, ήταν
ήδη γνωστά ήδη από τη δεκαετία του ’90, απλά κανείς δεν ασχολιόταν με αυτά.
Ήταν ζήτημα χρόνου όλο αυτό να ξεσπάσει. Πέρα όμως από όλα αυτά, οι ιδέες
υπάρχουν παντού γύρω μας, όταν αποφασίσουμε να τις γράψουμε σε βιβλίο, απλά
πρέπει να τους δώσουμε ένα νόημα, μια υπόσταση, μια ουσία. Κοινώς να πειστεί ο
αναγνώστης για τη «χρησιμότητα» να γίνει αυτή η ιδέα ιστορία.
4. Γιατί η μητέρα του Θανάση δεν έλεγε από την
αρχή την αλήθεια στο Θανάση;
Γιατί
ήθελε να τον προστατέψει και να του προσφέρει την ψευδαίσθηση μιας πραγματικής
οικογένειας, αυτό τουλάχιστον νόμιζε. Η κυρία Ελευθερία είναι ένα τραγικό
πρόσωπο, μια φιγούρα που θυσίασε τη ζωή της και τα όνειρά της για το γιο της.
Στο τέλος κατάλαβε πως αυτό που ζούσαν όλοι τους δεν μπορούσε να συνεχιστεί μ’
αυτόν τον τρόπο κι έτσι όταν της μίλησε ο Θανάσης, του έταξε συζήτηση. Μια
συζήτηση που δεν έγινε ποτέ…
5. Πώς σας ήρθε η ιδέα να βάλετε το Θανάση να
μπλέξει με νεοναζιστικές οργανώσεις ; Μήπως προλάβατε λίγο τις εξελίξεις;
Πώς
έρχεται η ιδέα σε όλα αυτά τα παιδιά να μπλέκουν με νεοναζιστικές οργανώσεις;
Θέλουν να πιστεύουν, ψευδώς, ότι κάπου ανήκουν; Θέλουν ένα υποκατάστατο της
οικογένειάς τους; Κάποιον να «νοιάζεται»; Μήπως έλκονται από τη δύναμη, επειδή
τα ίδια δεν είναι αρκετά δυνατά στη θέληση ώστε να αντισταθούν; Πολλά
ερωτήματα, σίγουρα με πολλές και διαφορετικές απαντήσεις. Το γεγονός όμως είναι
ένα: Αυτό το φαινόμενο δεν προέκυψε στα ξαφνικά, ο σπόρος προϋπήρχε, περίμενε
να βρει γόνιμο έδαφος για να ωριμάσει.
Και σίγουρα ευθύνη φέρουμε όλοι μας.
6. Τελικά ο συγγραφέας αγαπάει το ίδιο όλους
τους ήρωες του βιβλίου του; ή εσείς ξεχωρίζετε κάποιον;
Σε όλους
τους ήρωες βρίσκονται ψήγματα ή κομμάτια από την ψυχοσύνθεση και της
ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα, ακόμα και σε αυτούς με τους οποίους δεν έχει,
επιφανειακά, τίποτα κοινό. Ίσως έχουν κάποια χαρακτηριστικά που ποτέ δεν τα
είχε αυτός, ίσως ακούει μέσω αυτών μια διαφορετική άποψη, ή εκφράζει μια
διαφορετική άποψη που ο ίδιος ντρεπόταν να παραδεχτεί. Πάντως τον Θανάση τον
αγάπησα, όχι από την αρχή, αλλά όσο προχωρούσαν τα κεφάλαια ένιωθα μια κάποια
ταύτιση μαζί του, πέρα από τη συμπάθεια. Πολλά από αυτά που λέει, πολλές από
τις σκέψεις και τα αδιέξοδά του, τα έχω γνωρίσει κι εγώ, σε άλλη κλίμακα και σε
άλλες περιστάσεις βέβαια. Έτσι κατέληξε να εξαφανιστεί η όποια αποστασιοποίηση
είχα από τον ήρωα και στην ουσία να εκφραστώ πολύ άνετα πίσω από το προσωπείο
του. Σε αυτό βέβαια βοήθησε και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση.
7. Έχετε στα αλήθεια γνωρίσει κάποιο παιδί σαν
το Θανάση;
Δεν είχα
συγκεκριμένο άτομο στο μυαλό μου. Πιστεύω όμως πως ο Θανάσης είναι άμεσα
αναγνωρίσιμος από τους περισσότερους, χωρίς ίσως να έχουμε γνωρίσει τον ακριβή
τύπο του, ώστε να πούμε «να, αυτός είναι», θεωρώ πως δε ξενίζει κανέναν από μας
η σκέψη του, η οργή του, ακόμα και οι πράξεις του. Όλοι κρύβουμε από ένα μικρό
Θανάση μέσα μας, η διαφορά είναι πως κάποιοι τον καταπνίγουμε και κάποιοι άλλοι
τον αφήνουμε να βγει προς τα έξω. Κι όταν λέω κρύβουμε, εννοώ φυσικά σε κάποια
στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα οποία διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Ο βαθμός
ωριμότητας και ικανότητας χειρισμού του καθενός κρίνεται στο κατά πόσο θα
δαμάσουμε εμείς το Θανάση ή θα τον αφήσουμε να μας κυριεύσει και να μας
καθοδηγεί εντελώς.
8. Πότε
αρχίσατε να γράφετε βιβλία και ποιο ήταν το κίνητρό σας;
Το 1995
άρχισα να γράφω, το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, από καθαρή πλήξη και
βαρεμάρα. Ειλικρινά μέχρι τότε δεν είχα κάτι που να μπορώ να το ονομάσω χόμπι,
ή κλίση ή έστω ευχαρίστηση. Κι ένιωθα άσχημα γι’ αυτό, εννοώ πως μου έλειπε μια
προσωπική απασχόληση. Πάντως με το γράψιμο αισθάνομαι ευχάριστα, για τα δικά
μου δεδομένα κάνω κάτι που θεωρώ πως αξίζει, άσχετα αν αρέσει ή όχι στους
άλλους. Είναι δε και αρκετά σημαντικό να κατορθώνω να διοχετεύσω την ανία μου
σε κάτι δημιουργικό.
9. Επιθυμείτε να συνεχίσετε να γράφετε βιβλία;
Επιθυμώ,
για όσο καιρό έχω να πω κάτι και για όσο καιρό το ευχαριστιέμαι, δε θεωρώ πως
είναι αυτοσκοπός να γράφω βιβλία, έτσι απλά για να γράψω. Τουλάχιστον προσπαθώ
να μην το θεωρώ έτσι. Το γράψιμο είναι μια διαδικασία ευχαρίστησης για μένα και
πρέπει να παραμείνει έτσι, αν δε με ευχαριστεί ή αν με έχει κουράσει, τότε το
σταματώ, όπως έχω κάνει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν.
10. Στην απόφασή σας να γίνεται συγγραφέας
είχατε στήριξη από την οικογένειά σας και τους γνωστούς σας; Ποιος σας στήριξε
περισσότερο;
Από την
οικογένειά μου και μόνο, ακόμα και σε εποχές που είχα απογοητευθεί και δεν
ήθελα να ξανασχοληθώ με αυτό, στην αρχή ήταν. Βέβαια δεν το έλεγα κι εγώ ότι
γράφω, κάπου ντρεπόμουν, κι έτσι το ήξεραν ελάχιστοι. Ακόμα κι όταν εκδιδόταν
ένα βιβλίο πάλι δεν το έλεγα. Ποτέ δε μου άρεσε να λέω «είμαι συγγραφέας», αυτό
νομίζω πως πρέπει να το πουν οι άλλοι για σένα. Αυτό το πίστευα και το πιστεύω
και τώρα.
11. Ξεχωρίζετε κάποιο από τα βιβλία σας;
Σίγουρα
ξεχωρίζω τη Διαπασών, γιατί είναι άμεσο και αβίαστο. Επίσης τους «Άρχοντες των
σκουπιδιών» επειδή θεωρώ πως τεχνικά είναι το πιο καλό από όλα μου. Τέλος αγαπώ
πολύ το «Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης», γιατί βασίζεται σε πραγματική
ιστορία, που την είχα δει σε κινούμενα σχέδια όταν πήγαινα 5η Δημοτικού και ήθελα
να την έχω γράψει εγώ, χωρίς φυσικά τότε να μπορούσα να φανταστώ ότι κάποτε θα
έγραφα. Είναι σαν ένα όνειρο, μια παιδική επιθυμία, που έγινε πραγματικότητα
μετά από 35 χρόνια.
12. Σκεφτήκατε ποτέ να είχατε βάλει κάποιο άλλο
τέλος στο βιβλίο σας;
Σκόπιμα
άφησα το τέλος κάπως ανοιχτό, για να μπορεί ο καθένας να φαντάζεται αυτό που
θέλει. Άλλωστε η ζωή είναι έτσι που συνήθως πολλές ιστορίες μένουν ημιτελείς,
ειδικά οι πιο δύσκολες. Ας μην ξεχνάμε όμως πως το 1ο κεφάλαιο του
βιβλίου είναι στην ουσία το τέλος του, ξέρουμε πως ο πρωταγωνιστής άλλαξε και
«συμβουλεύει» με την ιστορία του τους υπόλοιπους, να μην κάνουν τα ίδια με
αυτόν. Οπότε το κομμάτι 33, στην ουσία είναι το προτελευταίο κομμάτι.
13. Σας πήρε πολύ καιρό να ολοκληρώσετε το
βιβλίο;
Όχι, ποτέ
δε μου παίρνει κάποιο βιβλίο πολύν καιρό να το γράψω. Ξοδεύω αρκετό χρόνο στο
να το σκεφτώ, να το δέσω στο μυαλό μου, αλλά όχι να το γράψω. Ποτέ δεν κάθομαι
να γράψω χωρίς να ξέρω τι θα συμβεί σε γενικές αλλά και πιο ειδικές γραμμές. Ας
πούμε πως η Διαπασών μου πήρε 1,5 μήνα χοντρικά, με 1-2 ώρες δουλειά τη μέρα,
όχι όλες τις μέρες. Εννοείται πως στο μυαλό μου έχω ιστορίες που ακόμα δεν
έχουν ωριμάσει και δέσει, αυτό μπορεί να πάρει και χρόνια. Το περίεργο με μένα
είναι πως γράφω για να πω μια ιστορία κι έτσι όταν την τελειώσω, θεωρώ πως την
είπα και δεν την ξαναδιαβάζω ποτέ. Μόνο τους «άρχοντες» έχω ξαναδιαβάσει από
την αρχή μέχρι το τέλος κι αυτό επειδή με ζόρισε ο επιμελητής του κειμένου. Κι
εννοείται πως δεν την ξανακοιτώ για να διορθώσω κάτι.
14. Δεχτήκατε καλά σχόλια από τους ανθρώπους
που το πρώτο διάβασαν;
Ναι, πολύ
καλά. Γενικά έχω δεχτεί καλά σχόλια γι’ αυτό το βιβλίο. Σε κάποιους δεν άρεσε η
γλώσσα που χρησιμοποιώ, δεν πειράζει, τι να κάνουμε; Αυτή είναι η γλώσσα. Μόνο
ένας συγγραφέας είπε πως ο Θανάσης του φάνηκε πολύ επίπεδος και ήθελε ένα
«γιατί» σε όλη αυτή την ιστορία.
15. Γιατί διαλέξατε αυτό τον τίτλο για το
βιβλίο σας;
Ο αρχικός τίτλος ήταν διαφορετικός, «33
τραγούδια». Ήθελα να είναι 33 κομμάτια-κεφάλαια, ειδικά αυτό το νούμερο που
είναι τα χρόνια του Χριστού και του Μεγ.Αλεξάνδρου. Κοινώς να εμπεριέχεται κάτι
ηρωικό και τραγικό, άλλωστε όλοι μας, στην καθημερινότητά μας βιώνουμε τραγικές
και ηρωικές στιγμές, προσαρμοσμένες βέβαια στη ζωή μας. Κατάλαβα πως αυτός ο
τίτλος θα ήταν αποτυχημένος και δε θα παρέπεμπε γενικά πουθενά. Μου προτάθηκαν
κι άλλοι τίτλοι, όπως «με όλη μου τη δύναμη», γενικά τίτλοι πολύ εύστοχοι.
Κατέληξα όμως στη «Διαπασών», τόσο ως προς τη μουσική όσο και ως προς τα
συναισθήματα και τις ορμές του ήρωα. Πιστεύω πως ο τίτλος, αν και συνηθισμένος
ως φράση, είναι αρκετά καλός, γιατί επιπλέον είναι και σύντομος.
16. Ποιος ο λόγος που διαλέξατε τα συγκεκριμένα
τραγούδια ως τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου; Γιατί δε διαλέξατε κάποια πιο
μοντέρνα τραγούδια;
Αυτό ήταν
και το μεγαλύτερο πρόβλημα με το βιβλίο. Ήθελα τα κομμάτια να είναι κάπως
κλασσικά, για να μην προδίδουν πότε γράφτηκε το βιβλίο, αλλά από την άλλη θα
ήταν γνωστά; Και πάλι, μήπως ήταν αρκετά κλασσικά και πολυακουσμένα; Όντως,
σίγουρα δεν μπορεί κάποιος να ωθηθεί σε βίαιες πράξεις ακούγοντας αυτά τα
κομμάτια. Έτσι κι εγώ έκανα ένα τέχνασμα, με το να τοποθετώ τα κομμάτια είτε
στο background της
ιστορίας, είτε με το να εκφράζουν τον ψυχισμό του Θανάση, είτε με το να
περιγράφουν τις σκηνές και τις καταστάσεις που βίωνε, και όχι με το να είναι
ενδεικτικά της βίαιης συμπεριφορά του.
17. Όταν ήσασταν παιδί πιστεύατε πως κάποια
στιγμή θα γινόσασταν συγγραφέας; Ήταν κάτι που θέλατε από πάντα ή η επιθυμία
αναπτύχθηκε στα επόμενα χρόνια;
Όχι, αυτό
είναι κάτι που προέκυψε, όπως σας είπα και παραπάνω. Πάντως για να είμαι
ειλικρινής, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα δεν το έχω χωνέψει 100% πως κατάφερα κι
έγραψα τα βιβλία, χωρίς να έχω ασχοληθεί από παιδί με το γράψιμο, πέρα από κάτι
ποιηματάκια Δημοτικού. Το ξέρω πως ακούγεται παράξενο όμως έτσι είναι.
18. Το βιβλίο Στη Διαπασών έχει πάρει και
βραβείο. Τι πιστεύετε πως ήταν αυτό που το έκανε να ξεχωρίσει και να αγαπηθεί
τόσο πολύ;
Η
αμεσότητά του, το γεγονός ότι υπάρχει άμεση ταύτιση με το Θανάση και τα
προβλήματά του. Κι όπου δεν υπάρχει ταύτιση υπάρχει κατανόηση. Αλλά πιστεύω πως
το βιβλίο προσφέρει και αυτή την έννοια του αγώνα, του παιδέματος, της θυσίας.
Όλοι μας είμαστε σε κάποιες φάσεις loosers κι αυτό πρέπει να το διαχειριστούμε εμείς. Ο Θανάσης το
διαχειρίστηκε μέσω των τραγικών περιστατικών που βίωσε.
19. Ποιος ήταν ο δικός σας αγαπημένος
συγγραφέας όταν ήσασταν στην ηλικία μας;
Ο Ιούλιος
Βερν στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο και αργότερα ο Τζων Στάινμπεκ, καθώς και όλη
η αγγλοσαξονική λογοτεχνία. Πιστεύω πως υποσυνείδητα έχω επιρροές από αυτούς,
δεν ξέρω, έτσι το βλέπω εγώ.
2 σχόλια:
Λοιπόν, είστε φοβεροί!
Με τόσο πλούσιο ερωτηματολόγιο ( και με τόσο πρόθυμο συγγραφέα να απαντήσει τα πάντα) είναι σα να συνατηθήκατε από κοντά.
Κρίμα να μην είμαστε και αυτή τη φορά μαζί, στη συνάντηση με τον Βασίλη Παπαθεοδώρου. Κι εμείς στο σχολείο μας, τον χαρήκαμε, με την αμεσότητά του, τον αυθορμητισμό του, το ειλικρινές ενδιαφέρον του για τα θέματα που κουβεντιάζαμε, την ευγένειά του, την ανοιχτοσύνη του.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που αναφέρθηκε στην αγαπημένη του πια ( φαντάζομαι από τη χάρη σας) Κω.
Πολλά χαιρετίσματα και καλή συνέχεια στα διαβάσματα της λέσχης σας.
Χαίρομαι Διονύση, που περάσατε όμορφα με το Βασίλη -(είμαστε πια φίλοι μετά από τόσες συναντήσεις και δικαιούται τον ενικό)! Φέτος κανονίζουμε να τον δούμε και από κοντά και μάλιστα συμπράττοντας με άλλη λέσχη ανάγνωσης που θα μας επισκεφτεί από την Αθήνα! Να είστε και σεις καλά!
Δημοσίευση σχολίου