Όταν πρωτοξεκίνησα το σχολείο , οι γονείς μου
έβλεπαν πως ήμουν κακός μαθητής. Έτσι
αποφάσισαν να με στείλουν να δουλέψω στον κύριο Μπολιβάρ. Τότε η χαρά
σβήστηκε από το πρόσωπο μου. Πήγα να τον βρω στην ταβέρνα που λεγόταν Ορέστης. Μόλις έφτασα, άκουσα πολλές φωνές από μέσα. Μπήκα και τον είδα να
κάθεται μόνος σε ένα απόμακρο τραπέζι. Κάθισα μαζί του και μιλήσαμε. Μου είπε
να γίνω ζητιάνος, μια δουλειά χωρίς ελπίδα. Καθώς δεν
μπορούσα να αρνηθώ, ξεκίνησα την αμέσως επόμενη ημέρα.
Φόρεσα βρώμικα ρούχα και στήθηκα κοντά στην
τράπεζα. Περίμενα αρκετές ώρες ώσπου να έρθει η πρώτη είσπραξη. Τέλειωσα το βράδυ και γύρισα
στο σπίτι λέγοντας στους γονείς μου πως ήταν φριχτά και δεν θέλω να ξαναπάω. Ζητείται ελπίς φώναξα και τους έπεισα. Τώρα το πρωί πάω στο σχολείο και το
απόγευμα δουλεύω στα υαλοπωλεία. Είμαι
αρκετά ευχαριστημένος, αλλά το όνειρο μου είναι να γίνω ζωγράφος.
Χρήστος Γιαννόπουλος, Γ1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου