Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα
μαθητάδες
Γιοφύρι ν εθεμέλιωναν στης Άρτας το
ποτάμι
Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ
εγκρεμιζόταν
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι
μαθητάδες
«Αλίμονο στους κόπους, μας κρίμα στις
δούλεψές μας,
Ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να
γκρεμιέται»
Την ώρα που μοιριολογούν μαστόροι, μαθητάδες
Πουλάκι εμφανίζεται στο είδος
χελιδόνι
Ἐνα πουλί πανέμορφο με ράμφος
χρυσαφένιο
Να δασκαλέψει ήθελε το μάστορα το
Μένιο:
«Άκου καλέ μου μάστορη τι πρέπει εδώ
να γίνει
Ζώο μικρό και ζωηρό στη γέφυρα να
μείνει
Κι όχι οποιοδήποτε γατί μην κλείσετε
εκεί κάτω
Παρά τον όμορφο, γνωστό Παπουτσωμένο
γάτο!
Το λέει ο Μένιος ο ψηλός, του
Πρωτομάστορά του
Που ‘ταν κοντός μα όμορφος, Γιάννης
το όνομά του
Κι αμέσως ο Πρωτομάστορας στο χώμα
πέφτει κάτω
Και γέλωτας τον πιάνει βροντερός
ακούγοντας για γάτο
«Τι να σου πω βρε Μάστορη πολύ με
διασκεδάζεις!
Θα σε καλώ στα party μου το κέφι να μ’ αλλάζεις»
Κι ο Μένιος τώρα ο δύστυχος με
γουρλωμένα μάτια
Εκοίταζε το μάστορα που έγινε
κομμάτια
Από τα γέλια εννοώ δεν ειν’
κυριολεξία
Μα προφανώς ποτέ ο κοντός δεν πιάνει
την ουσία
«Μάστορη, Πρωτομάστορη, αφέντη κι
αδερφέ μου
Αστείο δεν μου φαίνεται να ειν’ αυτό
καλέ μου»
Κι αμέσως εσοβάρεψε ο όμορφος ο
Γιάννης
«Ώστε αλήθεια μου το λες εσύ πλάκα
δεν κάνεις;»
«Όχι καλέ μου μάστορα δεν
αστειευόμουν
Ότι σου είπα έγινε στο χώμα σαν
καθόμουν»
«Τότε το θέμα ειν΄ σοβαρό το γάτο
πρέπει να βρω
Αυτόν με το υπόδημα να πάω και να τον
πάρω»
Έτσι απ΄ την αυριανή ο Μένιος με το
Γιάννη
Στους δρόμους βγήκαν και έψαχναν να
βρουν δήθεν τηγάνι
Έτσι είπαν στις γυναίκες τους
ζηλιάρες καθώς ήταν
Και τι να πουν οι δύστυχοι αφού γάτο
δεν βρήκαν
Ψαξ΄ από δω ψαξ΄ από κει στα πόδια να
κοιτάζουν
Τις γάτες όλου το χωριού μια-μια να
εξετάζουν
Ολημερίς γυρεύανε το γάτο το γατούλη
Και κάποιος τους εσφύριξε πως τον
φωνάζουν Τούλη
Ήτανε λέει κάποτε ένας μυλωνάς
μεγάλος
Κι όταν απόθανε αυτός το μύλο ανέλαβ΄
άλλος.
Ο μεγαλύτερος υιός λαμπρότατος και
ξύπνιος
Μα οι άλλοι αδικήθηκαν τους είχε
πάρει ο ύπνος
Οι άλλοι γιοί του μυλωνά αρκέστηκαν
στα λίγα
Ένα γαϊδούρι του ενός και τ’ άλλου
μια ακρίδα
Μικρόσωμος κι ολιγαρκής ο εξυπνούλης
γάτος
Και ξαφνικά ο μάστορης να ξεφωνίζει
να ‘τος!
Τον βλέπει ο Μένιος ο ψηλός να
μπαίνει σε καλύβα
Με μπότες κι όμορφη στολή φερμένη απ’
την Αθήνα!
Και από πίσω του ευθύς ακολουθούν κι
οι δύο
Και μπάινουνε στο οίκημα του ενός από
τους δύο
Του πιο αδικημένου γιού που πήρε ένα
γάτο
Παπούτσια που εφόραγε στα πόδια
κάτω-κάτω
Τους πιάνει ο γιός του μυλωνά «τι
θέλετε;» τους λέει
Μα οι μάστοροι εκάθονται καθώς δεν
ειν’ και νέοι
Ο γάτος δίπλα τους εκεί να κάθεται
ν’ακούει
σα τον σοφό γραμματικό χωρίς να
παρακούει
Και τη δική του εξέφρασε ο γάτος
άποψή του
Πως το σωστό και πιο σοφό είναι να
παν μαζί του
Έτσι και πήγαν μάστοροι ξωπίσω του
σωτήρος
Ξωπίσω αυτού του ευγενή που χε μεγάλο
κύρος
Φτάνουν σε μέρος ήσυχο που φύλλο δεν
κουνιόταν
Με κυπαρίσια όμορφα που δεν
καταπατιόταν
Τους λέει εκεί το ζωντανό γεφύρι δεν
στεριώνει
ακόμα κι αν με χτίσετε κόσμο θα
θανατώνει
Εγώ σας λέγω μάστοροι κόκορα αίμα
ρίξτε
Βαθιά μες’ τα θεμέλια και μια
σαμπάνια ανοίξτε
Οι μάστοροι ευχαρίστησαν το φοβερό το
γάτη
Γιατί τη λύση έδωσε σε ένα μεγάλο
άχτι
Κι οι μάστοροι επέστρεψαν στο χτίσμα
να αναγγείλουν
Τα όλα όσα έγιναν και να τους
παροτρύνουν
Να φέρει κάποιος μάστορης κόκορα για
να σφάξουν
Και μια σαμπάνια όμορφη να πιούν για
να γιορτάσουν
Και έχτισαν τη γέφυρα χωρίς ν’
αργοπορήσουν
Και ευεργέτη θέλησαν το γάτο να
ορίσουν
2 σχόλια:
Πόλοι τέλειο
Μπράβο Γεράσιμε! Πολύ καλή δουλειά!! :)
Δημοσίευση σχολίου