1η
Μέρα
Τρώω ανέμελος το χορταράκι μου. Τι ωραίος που
είναι ο κόσμος! Τα πουλιά κελαηδούν, οι σκύλοι παίζουν, εγώ και οι φίλοι μου
τρώμε καθώς μια άγνωστη φιγούρα εμφανίζεται στο αγρόκτημα. Όπα; Ποιος είναι
αυτός; Το αφεντικό μου με καθησυχάζει και
πάει να υποδεχτεί τον κύριο. Τον φέρνει σε εμάς και αρχίζει μία μεγάλη
συζήτηση. Από αυτή ξεχωρίζω τις λέξεις ταξίδι, λεφτά και πόλεμος. Το πρώτο δεν
με πολυενδιέφερε, γιατί ζαλίζομαι όταν ταξιδεύω και ως γαϊδούρι που είμαι ούτε
τα λεφτά με νοιάζουν. Όμως, το τελευταίο μου τράβηξε την προσοχή. Πόλεμος.
Ένδοξες μάχες, δραματικές σκηνές, αδρεναλίνη, ένταση, συγκίνηση! Από μικρός
ήθελα να γίνω στρατιώτης! Υπήρχε ένα
θεματάκι με το πώς θα κρατούσα τα όπλα, αλλά δεν πειράζει. Η ιδέα του πολέμου
φάνταζε μοναδική στο μυαλό μου! Έτσι μετά από ένα μισάωρο, προς μεγάλη μου
έκπληξη, αλλά και ικανοποίηση, αναχωρήσαμε.
2η
Μέρα
Φτάνουμε σε ένα μεγάλο, σιδερένιο κτίριο που
επέπλεε στη θάλασσα. Ο Μένιος μου είπε πως λεγόταν Καράβι και πως είχε ακούσει
ότι με αυτό ταξίδευες στο νερό. Με τρόμαξε λίγο η ιδέα, αλλά μετά θυμήθηκα πως
είμαι στρατιώτης και πως δεν φοβάμαι τίποτα! Εκεί υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που
μας περίμεναν. Μας στριμώχνουν στο καράβι και μετά από πέντε λεπτά αφού
ξεκινήσαμε, κατάλαβα πως έπρεπε να μην είχα μπει. Η λέξη ζαλάδα μόλις έγινε
συνώνυμη με τη λέξη βάσανο.
3η
Μέρα
Αποβιβαζόμαστε σε έναν ερειπωμένο τόπο. Εκτός από
το γεγονός ότι δεν υπάρχει τίποτα όρθιο, υπάρχει πολλή φασαρία. Δεν πειράζει, για
να πολεμήσω ήρθα. Άκουσα τους ανθρώπους
να λένε πως πηγαίνουμε στο στρατόπεδο. Επιτέλους! Ήρθε η ώρα να πολεμήσω, να
δοξαστώ! Στο δρόμο υπήρχαν πολλοί νεκροί άνθρωποι. Κηλίδες αίματος παντού.
Μάλλον δεν πολέμησαν καλά. Συνεχίσαμε για το στρατόπεδο. Ξαφνικά, ένα τεράστιο
μαύρο πουλί περνάει από πάνω μας κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο.
«Μας βομβαρδίζουν» φώναξε ένας άνθρωπος. Μία μαύρη μπάλα έπεσε στο έδαφος και εξερράγη. Ακολούθησαν και άλλες. Το τοπίο γέμισε με αίματα και ακρωτηριασμένα μέλη. Όμως δεν ήταν αυτό που με τρόμαξε. Ο πανικός των ανθρώπων, οι κραυγές απελπισίας, ο φόβος στα δακρυσμένα μάτια των στρατιωτών. Μα… μα νόμιζα ότι οι στρατιώτες δεν φοβούνται. Δεν γίνεται! Όχι! Γύρω μου, σκορπισμένο το χάος και εγώ ακίνητος, άναυδος στη μέση, να κοιτάω σαν χαμένος. Αφού χαμένος ήμουν! Πίστεψα πως ο πόλεμος είναι κάτι καλό. Πίστευα πως θα δοξαστώ. Αλλά όχι. Θα πεθάνω κι εγώ. Ξεχασμένος, δεν θα με θυμάται κανείς ούτε εμένα, ούτε κανέναν από τους εκατομμύρια νεκρούς. Με δακρυσμένα μάτια κάθομαι περιμένοντας τη βόμβα που θα δώσει τέλος σε αυτό το μαρτύριο των σκέψεων, σε αυτή την κόλαση που βρέθηκα άθελα μου. Ευτυχώς, αυτή η βόμβα δεν αργεί.
«Μας βομβαρδίζουν» φώναξε ένας άνθρωπος. Μία μαύρη μπάλα έπεσε στο έδαφος και εξερράγη. Ακολούθησαν και άλλες. Το τοπίο γέμισε με αίματα και ακρωτηριασμένα μέλη. Όμως δεν ήταν αυτό που με τρόμαξε. Ο πανικός των ανθρώπων, οι κραυγές απελπισίας, ο φόβος στα δακρυσμένα μάτια των στρατιωτών. Μα… μα νόμιζα ότι οι στρατιώτες δεν φοβούνται. Δεν γίνεται! Όχι! Γύρω μου, σκορπισμένο το χάος και εγώ ακίνητος, άναυδος στη μέση, να κοιτάω σαν χαμένος. Αφού χαμένος ήμουν! Πίστεψα πως ο πόλεμος είναι κάτι καλό. Πίστευα πως θα δοξαστώ. Αλλά όχι. Θα πεθάνω κι εγώ. Ξεχασμένος, δεν θα με θυμάται κανείς ούτε εμένα, ούτε κανέναν από τους εκατομμύρια νεκρούς. Με δακρυσμένα μάτια κάθομαι περιμένοντας τη βόμβα που θα δώσει τέλος σε αυτό το μαρτύριο των σκέψεων, σε αυτή την κόλαση που βρέθηκα άθελα μου. Ευτυχώς, αυτή η βόμβα δεν αργεί.
Γιάννος Μαστρομηνάς, Γ3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου