Η μέρα δεν ξεκίνησε καλά. Ο Παπατρέχας φώναζε σε έναν συμπολεμιστή τα χαράματα, ο οποίος αντί
να κρατά σκοπιά έγραφε τάχα τα Απομνημονεύματά
του. Έχει περάσει ένας μήνας από τότε που ξεκίνησε ο αγώνας – Η επανάσταση.
Μας είχαν για χαζούς και άβουλους, μας εκμεταλλεύονταν
και μας αφήναν στους δρόμους ότι δήθεν υπήρχε κρίση και δεν μπορούσαν να
ανταπεξέλθουν στις οικονομικές μας ανάγκες : Υπήρχε πάντα ο Γερμανός, ο Ιταλός
ή ο Ρωσσαγγλογάλλος που είχαν
προτεραιότητα στα χρήματα, επειδή τους χρωστούσαμε. Και ποιοι είμαστε εμείς;
Εγώ πάντως δεν θυμόμουν να δανείστηκα χρήματα ποτέ, ούτε να χρωστάω τίποτα σε
κανέναν. Παρόλα αυτά δεν ήταν τα χρήματα ο λόγος που ξεσηκώθηκα. Δεν ήμουν ο
άτυχος που έχασε τα πάντα, ο ζητιάνος,
ούτε ο ζωγράφος που δεν είχε σταθερή
δουλειά και τον τελείωσε η κρίση, μήτε ο
κακός μαθητής που δεν θα κατάφερνε να βρει δουλειά. Εμένα, δόξα τω Θεώ η
μητέρα τύχη μου είχε χαμογελάσει και τα οικονομικά μου ήταν σε καλό δρόμο, ο βίος μου ήταν λαμπρός.
Αυτό που με ξεσήκωσε ήταν η διαδήλωση και το ότι συνέβηκε εκεί. Μέχρι τότε ζούσα στη σκιά,
στο σκοτάδι. Δεν ήξερα τις διαστάσεις που είχαν τα πράγματα. Νόμιζα ότι αν όλοι
προσπαθούσαν σαν και εμένα θα καταλήγανε σαν και εμένα. Έκανα λάθος όμως. Τα
ΜΜΕ μου ρίχνανε σκόνη στα μάτια και εγώ, σαν κορόιδο ζητούσα κι άλλο. Και ήταν
λογικό, κανένας δεν θέλει να πιστέψει ότι υπάρχει τέτοια ξευτίλα στον κόσμο. Εν
τέλει όμως έμαθα. Έμαθα για τη φτώχεια και τα βάσανα των ανθρώπων, που τους τα παίρνουν
όλα οι μεγάλοι με ψεύτικες
δικαιολογίες. Άκουσα τις φωνές τους και διέκρινα την ειλικρίνεια μέσα τους.
Φαινόταν ο πόνος στα μάτια τους και στα σώματα τους και τότε αποφάσισα ότι δεν
θα το άφηνα έτσι, ότι θα αγωνιζόμουν, όχι για μένα, αλλά για όλους.
Και έτσι τώρα, δυο μήνες μετά ξεκινήσαμε την
επανάσταση. Όμως δεν είναι όλα τόσο εύκολα. Οι δυνατοί έχουν και αυτοί τους
δικούς τους οπαδούς, οι οποίοι έχουν σκοπό να μας εξολοθρεύσουν και να βάλουν
τους γνωστούς ψεύτες να μας κατηγορήσουν για τρομοκράτες. Εμείς όμως δεν θα
κάνουμε πίσω, θα παλέψουμε και θα κερδίσουμε.
Σήμερα το
βράδυ θα πάω εγώ κι ο Ορέστης – ένας συμπολεμιστής – στο Νυχτερινό – ένα από τα λίγα μπαρ που
έχουν απομείνει – για να μαζέψουμε πληροφορίες. Κυκλοφορεί μια φήμη ότι θα μας
την έχουνε στημένη, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να το ρισκάρουμε, για το κοινό
καλό. Προσεύχομαι στον όποιο Θεό ,στην αγάπη μου για τους συμπολεμιστές μου και
αυτήν να επιστρέψω ζωντανός.....Αριστοτέλης Δράκος, Γ1