Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Νίτσε, Kurt Cobain kai Chris Cornell- ή πώς όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες τρελαίνονται...

Πωω... έχουμε να κάνουμε αυτή την εργασία στην ιστορία για κάποιο πρόσωπο του 19ου αιώνα για αύριο. Ποιός έχει όρεξη τώρα να κάθεται να βρίσκει πληροφορίες για τον Νίτσε; Α! Το βρήκα! Θα χρησιμοποιήσω το παλιο ρολόι του προπροπαππού μου, αυτό που μου έδωσε η γιαγιά μου για να πηγαίνω ταξίδια στο παρελθόν για να συναντώ διάφορα σημαντικά πρόσωπα, καθώς και για να βλέπω την ιστορία να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μου. Ναι ξέρω η γιαγιά μου ειναι απίθανη. Που το έχω βάλει όμως το ρολόι; Λογικά σε κανά συρτάρι θα το έχω πετάξει.
*30 λεπτά αργότερα*
 Μα τι κακό συνήθειο και αυτό να τα παρατάω όλα όπου να ναι. Καλά κάνει η μαμά και με λέει τεμπέλα. Μα καλά ποσο έξυπνη πρέπει να είμαι για να έβαλα το ρολόι μέσα στο κουτί με την τροφή της γάτας; Φαντάζομαι πολυ. Μαρία-Νίκη συγκεντρώσου. Κοπέλα μου έχεις να κάνεις την εργασία για το Νίτσε. Ωραία πως λειτουργεί τώρα αυτό;  “Για να γράφει ‘’ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ –ΤΟΠΟΣ»,  εσύ πως λες να λειτουργεί;  είπε η φωνούλα μεσα στο κεφάλι μου. Εεεμ, άρα εδώ πρέπει να πηγαίνει η χρονολογία που θέλω να πάω και εδώ ο τόπος. “ Μπράβο ρε έξυπνη! “ Ωωω σκάσε Ισμήνη (ναι της έχω δώσει και όνομα τι θέλετε; ). Λοιπόν για να κάνω ένα τσεκ τα πράγματα που θα πάρω μαζί μου:
Κινητό
Τσάντα
Ρολόι (εννοειται)
Πορτοφόλι
Στυλό

Μπουφάν
Εμ τι άλλο; Τι άλλο; “Πάρε και το φούτερ και το παντελόνι του Στέργου να μάθει να σου παίρνει τα σορτσάκια του μπάσκετ! “.  Καλή ιδέα Ισμήνη μπράβο! Ωραία λοιπόν όλα έτοιμα για το ταξίδι. Πάμε Ισμήνη!!
Λοιπόν Ισμήνη, καμιά ιδέα για το που βρίσκεται ο Νίτσε; “ Εμμ...λογικά σπίτι του δε θα είναι;”. Έλα ρε και εγώ που νόμιζα πως θα αρμέγει καμιά αγελάδα σε κάποιο στάβλο! (να σημειωθεί η ειρωνεία παρακαλώ). Το θέμα, Ισμήνη μου, είναι το που πέφτει το σπίτι του. «Γιατί δε ρωτάς κανένα περαστικό; Τζάμπα σε έστελνε τόσα χρόνια η κ.Δημητρούλα γερμανικά;».  Καλή ιδέα! Θα ρωτήσω τον τύπο στο παγκάκι!
Λοιπόν, Ισμήνη ,σύμφωνα με εκείνον η οικία Νίτσε είναι ακριβώς εδώ. «Τόση ώρα κάθεσαι στον κήπο της και δε το κατάλαβες καν, τέτοια στραβομάρα που έχεις!». Τι να κάνω; Δεν έφερα τα γυαλιά μαζί μου! Λες και εσύ αν ήσουν στη θέση μου,  θα το έβλεπες. Τέλος το θέμα τωρα! Σκάσε και πάμε να τον συναντήσουμε. 
                                                                   Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι ο οποιοσδήποτε θα αντιλαμβανόταν πως επικρατούσε μια αναστάτωση, μια αναμπουμπούλα. Μια γυναίκα ακουγόταν από το βάθος να φωνάζει και να πονά και πολύς κόσμος βρισκόταν  γύρω της. Έτσι και εγώ, ως γνωστή κουτσομπόλα, έσπευσα να δω τι συμβαίνει. Το θέαμα με έκανε να ξεράσω, παρ’ όλο που πολλοί θα θέλανε να  το δούν από κοντά. Και ,ναι, κυρίες και κύριοι, μόλις είδα το θαύμα της ζωής (aka γέννηση)να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου. Τέλεια! Τώρα έχω συν ένα ακόμα πράγμα στην λίστα με τα πιο αηδιαστικά πράγματα που έχω δει! Εεε , Ισμήνη ! Τι λένε αυτοί εδώ;  Πως το παιδί αυτό λέγεται Νίτσε Φρίντριχ,  όπως και ο βασιλιάς που τυχαίνει και έχει σήμερα γενέθλια; « Μαρία-Νίκη,  πες μου μία,  τι ημερομηνία έβαλες στο ρολόι»  
Εμμ , 15 Οκτωβρίου 1884,  γιατι; « ΤΙ ΓΙΑΤΙ! Ρε ζώον,  τότε είναι που γεννήθηκε ο άνθρωπος! Μόλις είδες τη γέννηση του Φρίντιχ Νίτσε και δεν τράβηξες ουτε μια φωτογραφία ή έστω ένα βίντεο! Θα γινόμασταν πλούσιες». Καλύτερα να μην έχω βρακί να βάλω παρά να ξαναδώ αυτό το πράγμα ή και να έχω κάτι που να μου το θυμίζει. Τέλος πάντων τι ημερομινία να βάλω Ισμήνη τώρα για να πάμε να του μιλήσουμε; <<Βάλε 1854, Dom Gymnasium-Νάουμπουργκ>>
 Φίλτατη Ισμήνη γιάτι με έφερες σε ένα γυμνάσιο;  Ο Νίτσε ηταν καθηγητής; «Ρε Μαρία-Νίκη φυσικά και ο Νίτσε δεν ήταν καθηγητής. Έδω πάει σχολείο και τώρα μάλιστα έχει μάθημα κάπου εκεί μεσα».  Ε και τότε τι με έφερες εδώ, ρε Ισμήνη. Θέλω να πάω να του πάρω την καταραμένη συνέντευξη, όταν είναι μεγάλος, και έπειτα να πάω σπίτι και να καώ στο facebook. « Ρε όχι. Θέλω να δω τη ζωή του Νίτσε, να την μελετήσω. Ο Νίτσε είναι ένας από τους σπουδαιότερους και σοφότερους ανθρώπους του 19ου αιώνα. Μπορείς και αύριο να πας και να χαραμίσεις την μέρα σου μπροστά από μια οθόνη. Τέλος, σήμερα θα σου μιλήσω για τη ζωή του Νίτσε και θα την δούμε live!>> Λοιπόν θα κάτσουμε,  αλλά για μια εβδομάδα θα με αφήσεις ήσυχη σύμφωνες; « Σύμφωνες». Ωραία, και για πες μου τώρα για το Νίτσε.
«Αρχικά εδώ όπως σου είπα και πριν είναι το γυμνάσιο που πηγαίνει ο Νίτσε. Εδώ εξετάστηκε από τον διευθυντή του γυμνασίου, ο οποίος τον μεταπήδησε στη δεύτερη τάξη. Ήδη από τότε ο Νίτσε έγραφε ποιήματα και διάφορα θεατρικά έργα. Αφιέρωνε ώρες ολόκληρες στο γράψιμο, αναπτύσοντας έτσι έναν πλούσιο παραγωγικό λόγο, και στην ηλικία των 14 ταξινόμησε τα ποιήματα που είχε γράψει μέχρι τότε. Στο σπίτι έπειτα από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του (1849) και τον χαμό του αδερφού (1850) ο Νίτσε μετακόμισε μαζί με τη μητέρα του και την αδερφή του στο Νάουμπουργκ και ζούσαν όλοι μαζί με τη γιαγιά του. Ο καημένος ζούσε μόνος του με τρείς γυναίκες,  οι οποίες τον καταπίεζαν. Πιστεύω πως το γράψιμο για αυτόν ήταν η μόνη διέξοδος. Τότε μόνο δε δεχόταν την πίεση των άλλων.

«Ξέρεις, μου θυμίζει εσένα». Τι εννοείς ότι σου θυμίζει εμένα; «Ξέρεις μωρέ, και εσύ όταν σε πιέζουν οι γονείς σου,  δραπετεύεις μόνο όταν γράφεις ή διαβάζεις ή ακούς μουσική. Δεν κάθεσαι σαν τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας σου πάλι στο κινητό γράφοντας ότι σου είπαν οι άλλοι, πας και τα σκέφτεσαι μέσω της μουσικής του γραψίματος και των βιβλίων».  Δεν ξέρεις τι λες Ισμήνη, είμαι σαν τα άλλα παιδιά τίποτα το διαφορετικό. Άντε τελείωνε με τον Νίτσε να πάω σπίτι μου… «Ό,τι πεις». ….
Λοιπόν,  αφού εξετάστηκε από τον επιθεωρητή του Dom Gymnasium, στις 5 Οκτωβρίου,  1858 μπήκε στο Πφόρτα ένα από τα καλύτερα κλασσικά σχολεία της Γερμανίας. Ήταν πολύ καλός μαθητής και τότε ήταν που άρχισε να ασχολείται και με τη μουσική. O Νίτσε, εκείνη την περίοδο, είχε έρθει κοντά με τη λογοτεχνία και εκτιμούσε πολύ το έργο του Χέλντερλιν, του Ανακρέοντα και του Σαίξπηρ. « Λογικό να τους εκτιμούσε. Πες μου έναν που να μην το κάνει; «. « Πολλά παιδιά της ηλικίας σου δεν ξέρουν καν ποιοί είναι…» Whatever, συνέχισε. « Καλά. Κοίτα όλοι είχαν την εντύπωση ότι ο Νίτσε θα γίνει κληρικός, έλα, όμως, που περίπου το 1862 άρχισε να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και δεν ήθελε πλέον να γίνει κληρικός αλλά μουσικός!>>  Νομίζω ότι τον συμπαθώ όλο και πιο πολύ αυτόν, αλλά αρκετά με τα παιδικά του χρόνια. Πάμε όταν σπούδαζε! Πες μου μέρος και χρόνο. «Μπα δε βρίσκεις τόσο βαρετό το Νίτσε τώρα;»  Ωω… απλά θέλω να δω τι θα κάνει τελικά, θα γίνει μουσικός; « Δε θα σου πω εγώ, πάμε να το δεις. Γράψε 1864, Πανεπιστήμιο Βόννης»     
«Μάριον να σου παρουσιάσω το εξαίρετο, καταπληκτικό Πανεπιστήμιο της Βόννης!».  Τώρα εγώ θα έπρεπε να ενθουσιαστώ επειδή…; «Επειδή το είπα πολύ ωραία και είναι εκεί που σπούδασε ο Νίτσε και επειδή δεν πρέπει να χαλάσεις τον ενθουσιασμό μου;» Καλά, αν είναι έτσι. ΟΥΑΟΥ, Ισμήνη, τι τέλειο που είναι!!!! «Πολύ καλύτερα. Λοιπόν, στο θέμα μας τώρα. Ο Νίτσε το 1864, αφότου αποφοίτησε από το Πφόρτα, ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης , ενώ παράλληλα γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου. Στη Βόννη ο Νίτσε προσχώρησε στη φοιτητική αδελφότητα «Franconia», που αποτελούσε ένα είδος συνάθροισης φιλολόγων. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη»
Κάτσε, αυτός δεν ήταν που ήθελε να γίνει και κληρικός κτλ; Τι συνέβη και άλλαξε όχι μόνο γνώμη αλλά και την πίστη του; Με τι επιχειρήματα αιτιολογεί την απόφασή του ας πούμε; «Μάριον, στο πανεπιστήμιο, όταν επέλεξε να γραφτεί στο θεολογικό τμήμα το έκανε, γιατί είχε ήδη κάποιες αμφιβολίες για την πίστη και ήθελε να το ερευνήσει. Τώρα,  το επιχείρημά του, όπως είπε και ο ίδιος, είναι το εξής: «Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας. Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.» Ω…deep. Έξυπνος και βαθυστόχαστος. Όσο πάει τον συμπαθώ όλο και πιο πολύ, πες μου ότι ακούει και twenty one pilots να πάω να γίνω κολλητή του. «Ααχαχχα, θα θελες! Δικός μου κολλητός είναι.» Δεν το σχολιάζω καν αυτό. «Και καλά θα κάνεις» .

 Τέλος πάντων που είχα μείνει; Α ναι! Το επόμενο διάστημα αφοσιώθηκε στις φιλολογικές του σπουδές υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Φρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, τον οποίο ακολούθησε το φθινόπωρο του 1865 στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας.» Τόσο καλός καθηγητής ήταν που τον ακολούθησε ο Νίτσε; «Εσύ τι λες; Και τέλος πάντων μπορείς να σταματήσεις να με διακόπτεις; Χάνω το ειρμό των σκέψεών μου» Καλά, καλά. « Ωραία. Ο Νίτσε το 1865 ήρθε σε επαφή με το έργο του Σοπενχάουερ, το οποίο τον επηρέασε καθοριστικά. Εξίσου μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική του σκέψη είχε το έργο του Φρίντριχ Άλμπερτ Λάνγκε, Ιστορία του υλισμού το οποίο ο Νίτσε θεωρούσε ως το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο των τελευταίων ετών. Έπειτα  το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό σώμα του Νάουμπουργκ, όπου διακρίθηκε και πιθανόν να αποκτούσε τον βαθμό του λοχαγού αν δεν τραυματιζόταν σοβαρά. Τραυματισμός ο οποίος έδωσε τέλος στη στρατιωτική του καριέρα. Επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, και παρέμεινε ως επί πληρωμή φιλοξενούμενος του εκεί καθηγητή Φρίντριχ Καρλ Μπίντερμαν που ήταν και ο εκδότης της εφημερίδας Deutsche Aligemeine Zeitung, όπου ο Νίτσε εργάστηκε ως κριτικός όπερας. Παράλληλα προσελήφθη ως βιβλιοκριτικός του περιοδικού Literarisches Zentralblatt. Κατά τη δεύτερη παραμονή του στη Λειψία, συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, γνωριμία που διατηρήθηκε τα επόμενα χρόνια και τον επηρέασε σημαντικά, καθώς ο Βάγκνερ, του οποίου το έργο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Νίτσε, αποτέλεσε ένα είδος πατρικής μορφής για εκείνον.» Μπορώ να μιλήσω τώρα; «Ναι»  Γιατί όλους τους έλεγαν Φρίντριχ; Είναι κάτι σαν το δικό μας Μαρία ή Γιώργος ένα πράμα; «Δεν απαντώ. Γράψε τώρα Ελβετία 1879 να τελειώνουμε γιατί δεν αντέχεσαι» Καλά ντε, μια ερώτηση έκανα η δύσμοιρη.  
ΝΑΙ ΕΛΒΕΤΙΑ! YES! Πάντα ήθελα να έρθω. Μπράβο, Ισμήνη! «Ναι, Μαρία-Νίκη, να σου θυμίσω δεν ήρθαμε για ψώνια.» «Ποιός σου είπε ότι θέλω να ψωνίσω; Απλά μ’ αρέσει πολύ αυτή η χώρα». «Τέλος πάντων. Δες περάσαμε κάποια χρόνια για να έρθουμε εδώ στα τελευταία του Νίτσε, γιατί σε καμιά ώρα έρχεται η μάνα σου και αν δει πως λείπεις ποιος την ακούει» Α, καλή σκέψη. Πες μου τι χάσαμε, επειδή περάσαμε αυτά τα χρόνια. «Ε όχι και πολλά που να σε νοιάζουν. Εσύ κράτα ότι ήταν καθηγητής στη Βασιλεία και αναγκάστηκε να παραιτηθεί επειδή ήταν και είναι άρρωστος» Τι έπαθε καλέ; «Υπέφερε και υποφέρει από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του» Α τον κακομοίρη… «Ναι… Τέλος πάντων, ας γυρίσουμε στο τώρα. Ελβετία! Ο Νίτσε, πλέον απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις του,  πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του. Κατά διαστήματα επέστρεφε στο Νάουμπουργκ, όπου επισκεπτόταν την οικογένειά του. Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγική για τον Νίτσε, παρά τις κρίσεις της ασθένειάς του και τη βαριά κατάθλιψη στην οποία υπέκυπτε κατά διαστήματα. Από το 1881, δημοσίευε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο, ή σημαντικό μέρος του, ανά έτος, μέχρι το 1888. Στο διάστημα αυτό ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως η Αυγή (1881), η Χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-85), Πέρα από το καλό και το κακό (1886) και Η γενεαλογία της Ηθικής (1887). Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων Το λυκόφως των ειδώλων (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1888), Αντίχριστος (Σεπτέμβριος 1888), Ίδε ο άνθρωπος (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1888) και Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (Δεκέμβριος 1888).»
Τελικά η κατάθλιψη και γενικά η ψυχική διαταραχή είναι πηγή έμπνευσης για μεγάλες δημιουργίες, είτε αυτές είναι πίνακες είτε ποιήματα είτε οτιδήποτε άλλο. «Ναι δίκιο έχεις. Συμφωνούμε για πρώτη φορά.» ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΡΡΩΣΤΕΣ. «ΑΧΑΧΑΧΑΧΑ! Μπορεί. Ξέρεις ποιος άλλως είναι άρρωστος;» Ο Νίτσε προφανώς. «Σωστά! Κέρδισες μπισκοτάκι. Ο Νίτσε στις 3 Ιανουαρίου 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο.» Τι είδε καλέ και τον τάραξε τόσο; «Βασικά τίποτα το ιδιαίτερο. Ο Νίτσε απλά είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά.» Αχ, ο καλός μου! Λυπήθηκε το κακόμοιρο το ζώο! Έπρεπε να παίξει και κάνα μπουνίδι στον αμαξά να μάθει. «Το αβίαστο πνεύμα σου με σκοτώνει.» Μα, μα, μα… «Μαμούνια. Σκάσε και άκου.» Καλάαα… «

Ο φίλος μας τις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, σε κλινική της Ιένας, όπου οι γιατροί διέγνωσαν ’’παραλυτική ψυχική διαταραχή’’ . Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλείται δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, συνοδευόμενες συχνά από περιστατικά βίαιης συμπεριφοράς. Στις 24 Μαρτίου 1890 πήρε εξιτήριο από την κλινική και λίγο αργότερα αναχώρησε μαζί με τη μητέρα του για το Νάουμπουργκ.» Τελικά οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι στο τέλος τρελαίνονται, όπως ο Kurt Cobain, o Chris Cornell και άλλοι τόσοι. Αδικία, μεγάλη αδικία. «Τιτανομεγιστοτεράστια αδικία βασικά.» Μην μου κλέβεις τις λέξεις μου, αλά όπως και να έχει συμφωνώ. Συνέχισε θέλω να μάθω και άλλα.
«Την ίδια περίοδο η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε σημαντικά.  Η αδελφή του, Ελίζαμπεθ, ματαίωσε τα σχέδια για μία έκδοση με τα άπαντα του Νίτσε σε επιμέλεια του Πίτερ Γκαστ, επειδή επιθυμούσε να είναι εκείνη η βιογράφος του αδελφού τη. Τον Δεκέμβριο του 1895 εξασφάλισε επίσης όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε, που μέχρι πρότινος κατείχε η μητέρα τους. Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 55 ετών. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του.» Πέθανε μικρός, φαντάσου πόσο ακόμα θα μπορούσε να προσφέρει… Να σου πω είσαι, πόση ώρα μας έχει μείνει; «30 λεπτά ακόμη. Γιατί;» Είσαι να πάμε να τον συναντήσουμε; «ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΤΑΣ;» Ωραία πάμε σπίτι του. «Προτού πάμε, βάλε τα ρούχα του Στέργου, γιατί δεν νομίζω να χαρεί να δει κοπέλα μπροστά του πόσο μάλλον να της μιλήσει» Σωστή. Ντύνομαι και πάμε να τον βρούμε.
 Μαρία Νίκη Χατζαντώνη, Γ5

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

"Έτσι σε μάθανε: κάπου ν' ανήκεις...." Οι εργασίες των μαθητών του Γ5

Στην παρούσα ανάρτηση παρουσιάζονται οι εργασίες των μαθητών για το βιβλίο «Κάπου να ανήκεις», του Φίλιππου Μανδηλαρά. Άλλες εργασίες ήταν ατομικές και άλλες ομαδικές. Άλλοι έκαναν βιβλιοπαρουσίαση  και βιβλιοκριτική, άλλοι ασχολήθηκαν με την παρουσίαση των σχέσεων, άλλοι εντόπισαν τα ποδοσφαιρικά στιγμιότυπα του βιβλίου, άλλοι κατέγραψαν τους στίχους και τη μουσική που υπάρχει στο βιβλίο. Η ανάρτηση τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αφού κάποιοι δεν τις έστειλαν σε ηλεκτρονική μορφή. Πάντως το σύνολο των παιδιών δούλεψε εξαιρετικά και , αν μη τι άλλο, ήρθε σε επαφή με ένα ολόκληρο λογοτεχνικό έργο! 

Βιβλιοπαρουσίαση
Συγγραφέας: Φίλιππος Μανδηλαράς
Εκδόσεις: Πατάκη
Έτος έκδοσης:2010
Εικονογράφηση εξώφυλλου: Γιάννης Τραγάκης
 Αριθμός σελίδων:163
Στο λογοτεχνικό βιβλίο του Φίλιππου Μανδηλαρά «Κάπου ν' ανήκεις» ,πρωταγωνιστεί ένας έφηβος ο Γιάννης, ο οποίος είναι Παοκτζής και μένει στην Τούμπα. Πήγαινε εκεί σχολείο και είχε τους φίλους του και επίσης συμμετείχε και στην ομάδα του σχολείου. Αλλά μια μέρα ο πατέρας του αποφάσισε να μετακομίσουν στον Πειραιά για λόγους δουλειάς. Εκεί θα αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, διότι θα είναι ο μόνος Παοκτζής στο σχολείο,  αφού όλοι είναι Ολυμπιακοί. Με την πάροδο του χρόνου ο Γιάννης θα βρεθεί αντιμέτωπος με κάποιους από τους συμμαθητές του απ' το σχολείο για ποδοσφαιρικά θέματα που αφορούν τον ΠΑΟΚ και τον Ολυμπιακό -  για παράδειγμα στον αγώνα για το κύπελλο ΠΑΟΚ- Ολυμπιακού ,στον οποίο νίκησε ο ΠΑΟΚ. Το μόνο καλό απ' όλη την κατάσταση ήταν ότι ο Γιάννης είχε βρει μια κοπέλα, την οποία έλεγαν Ανθή. Έπειτα μετά από τον επαναληπτικό αγώνα Ολυμπιακού-ΠΑΟΚ έγιναν πολλά επεισόδια μεταξύ οπαδών των δυο ομάδων. Εκεί ο Γιάννης έσωσε από έναν μανιακό Παοκτζή έναν Ολυμπιακάκια συμμαθητή του απ' το σχολείο. Από ' κείνη τη στιγμή και έπειτα ο Γιάννης είχε αναπτύξει καλές σχέσεις με τους συμμαθητές του, οι οποίοι τον κορόιδευαν παλιότερα. Ο Γιάννης βρίσκει τραγικό τέλος από έναν Παοκτζη του συλλόγου ,ο οποίος ήταν αστυνομικός, εξαιτίας της καλής του πράξης να σώσει ένα ολυμπιακακια από αυτόν, που ήταν φανατικός Παοκτζής. Πιστεύω πως το βιβλίο είναι ιδανικό για όλες τις ηλικίες κυρίως όμως για τους έφηβους,  γιατί είναι αυτοί που παθιάζονται περισσότερο για τις ομάδες. Θέλω να πιστεύω πως αν το διαβάσουν κάποιοι, οι οποίοι είναι πολλοί φανατισμένοι με τις ομάδες τους, θα τους βάλει σε σκέψεις που θα τους προβληματίσουν.
Γιάννης Χανόπουλος Γ'5




Δίνω ένα διαφορετικό τέλος στο βιβλίο
Σελίδα 161
Δε χάραζε – ήταν τα φώτα ενός αυτοκινήτου που έβγαινε στη Λαμπράκη. Προχωρούσε αργά και, όταν διασταυρωθήκαμε, σταμάτησε.
Σου ‘σφιξα το χέρι. Απότομα. Σαν προειδοποίηση. Γύρισες και με κοίταξες χαμογελαστός, σαν να μου έλεγες «Τι είναι;».
Μάλλον δεν είχες πάρει χαμπάρι. Θα ‘σουνα στον κόσμο σου. Στον κόσμο μας…
Πριν προλάβω να σου δείξω το αυτοκίνητο, ο συνοδηγός άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω.
Η λυγερόκορμη μορφή της ήταν επιβλητική. Τα μακριά μαλλιά της έπεφταν με χάρη στους ώμους και την πλάτη της. Τα μάτια της ήταν κουρασμένα και πρησμένα, αλλά έλαμπαν από χαρά.
- Γιάννη;’ , ρώτησε η κοπέλα με αβεβαιότητα. Η φωνή της έτρεμε, σαν από ανυπομονησία.
- ‘Μίνα;’ , η φωνή του γεμάτη ενθουσιασμό. ‘Τι κάνεις εδώ;’
- ‘Μόλις ήρθαμε. Με τον Αντώνη. Μόνοι μας. Ήθελα να σ’ το πω, αλλά ο Αντώνης επέμενε…’, ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, έπεσε στην αγκαλιά σου. Ήταν μια αγκαλιά που έσφυζε από συναισθήματα. Συναισθήματα που δεν είχαν ειπωθεί. Ήταν το παρελθόν σου. Αλλά εγώ πάλι ζήλεψα. Γιατί ρε γαμώτο;
- ‘Χαίρομαι μόνο που είστε εδώ.’, είπες. Πληθυντικός. Καλό σημάδι., σκέφτηκα. Αλλά όταν αντίκρισα τα μάτια του πάνω από τους ώμους της Μίνας, κατάλαβα ότι ήσουν ευτυχισμένος. Το βλέμμα σου νοσταλγικό και απλανές. Τώρα σίγουρα ήσουν στον κόσμο σου. Ένιωσα ένοχη για αυτά τα άσκοπα συναισθήματα ζήλιας. Χαιρόσουν που οι παιδικοί σου φίλοι ήταν κοντά σου μετά από τόσα χρόνια. Δεν έκανες κανένα έγκλημα. Και σε εμπιστευόμουν. Τότε το βλέμμα σου καρφώθηκε πάνω μου και εγώ ανατρίχιασα. Δεν το περίμενα ότι μέσα στον κόσμο σου κάπου εκεί μέσα βρισκόμουν κι εγώ. Για μια ατελείωτη στιγμή χαθήκαμε ο ένας στα μάτια του άλλου. Ξαφνικά, σαν να ξύπνησες από έναν πολύωρο ύπνο, έσπασε την αγκαλιά σου με την Μίνα και την γύρισες για να με αντικρίσει. Το βλέμμα της το εντελώς αντίθετο από το δικό σου – αβέβαιο.
- ‘Αυτή είναι η φίλη μου, η Ανθή. Έχει ακούσει πολλά για σένα.’ , μίλησε πρώτος ο Γιάννης. Η Μίνα ούτε που κοκκίνισε. Η ματιά της σιγουρεύτηκε. Δεν είπε τίποτα όμως. Απλώς άπλωσε το χέρι της. Όταν το έσφιξα, εκείνη έσφιξε το δικό μου ελάχιστα παραπάνω κάνοντας με να την κοιτάξω. Όταν το έκανα, είδα το πρόσωπό μου να καθρεπτίζεται μέσα στα μάτια της και μετά… μόνο καλοσύνη. Ντράπηκα. Η καρδιά μου είναι τόσο χαζή μερικές φορές.
- ‘Χάρηκα.’ Το εννοούσα. ‘Για πόσο θα κάτσετε;’. Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα μου πριν μπορέσω να τις σταματήσω.
-‘Σας είπα. Μόλις ήρθαμε.’, δεν φάνηκε ενοχλημένη από την ερώτηση. ‘Μόνιμα… Ελάτε να σας πάρουμε με τ’ αμάξι! Χρήστο…!’, αναφώνησε ξαφνικά απευθύνοντας τον λόγο της στον συνεπιβάτη της. ‘Κάνε χώρο!’ και μετά σε εμάς: ‘Ελάτε’.
Μου έδωσες ένα ενθαρρυντικό βλέμμα, με πήρες από το χέρι και με τράβηξες μπροστά χωρίς να πάρεις τα μάτια του από πάνω μου και εγώ φυσικά τα δικά μου. Η Μίνα μας άφησε για μερικά δευτερόλεπτα μόνους μέχρι να βροντοφωνάξει μέσα από το αυτοκίνητο: ‘Θέλετε να βιαστείτε; Έχει ψοφόκρυο!’. Όταν μπήκαμε μέσα, χωρίς να χάσει χρόνο, άρχισε τις συστάσεις.
-‘Παιδιά, από ‘δω ο Χρήστος. Χρήστο, από ‘δω η Ανθή και ο Γιάννης. Πρόσεχε!’, φώναξε στο Χρήστο που είχε γυρίσει 360 μοίρες για να μας χαιρετήσει. Με την πρώτη ματιά φαινόταν κοινωνικά αμήχανος. Ακολούθησαν, όμως, περίπου είκοσι λεπτά ευχάριστης συζήτησης, από τα οποία τα μισά αφιερωμένα στη μουσική. Η μουσική είναι η ζωή του.
Γιάννης
Μα, καλά τι θέλει κάποιος σαν τον Χρήστο με τη Μίνα;, σκέφτηκα. Η Μίνα είναι τρελό πανηγύρι, ενώ αυτός… Μπορεί να τους ένωσε η μουσική… Μπα… Σίγουρα φίλος του Αντώνη θα είναι. Ο Αντώνης… Δεν είναι ο εαυτός του τον τελευταίο καιρό. Αποστασιοποιημένος. Πολύ σοβαρός. Δεν απαντάει σε  όσα τηλεφωνήματα μπορεί και όταν  πια γίνομαι ανυπόφορος το σηκώνει με μισή καρδιά και μουρμουρίζει κάτι για «μαθήματα» και «πολύ διάβασμα». Δεν χρειάζεται κανένα ιδιαίτερο χάρισμα για να καταλάβω ότι έτσι είναι με όλους. Η Μίνα ανησυχεί. Τα μάτια της είναι φουσκωμένα από το κλάμα και μόλις τώρα ξαναρχίζει να βρίσκει τον παλιό της εαυτό. Ή έτσι δείχνει. Πάντα ήταν πολύ καλή στο να κρύβει πράγματα για τον εαυτό της, όταν θέλει. Στη συζήτηση δεν συμμετείχα. Ο Χρήστος μάλλον δεν το συνηθίζει κι όλας όποτε εμείς μείναμε σχεδόν σιωπηλοί. Τα κορίτσια όμως δεν ξέρω που βρήκαν τόση δύναμη και όρεξη μέσα στο κρύο και τη νύχτα γιατί δεν έβαλαν γλώσσα μέσα τους. Πάντως, όταν έφτασα σιώπησαν. Τις ευχαρίστησα νοερά. Το κεφάλι μου ήταν καζάνι. Καληνύχτισα, αποχαιρέτησα την Ανθή σφίγγοντας το χέρι της και μπήκα μέσα στο σπίτι. Έπεσα στο κρεβάτι μου σαν το κούτσουρο και αποκοιμήθηκα.
Η επόμενη μέρα με βρήκε ευδιάθετο. Ο ύπνος ήταν αναζωογονητικός. Ανασηκώθηκα λίγο από το μαξιλάρι μου και μύρισα τον αέρα. Μμ… Ομελέτα. Σηκώθηκα, πήγα στο μπάνιο, έπλυνα τα δόντια μου και φώναξα στη μάνα μου: ‘Συνάντησα την Μίνα χτες’, άκουσα τον ήχο ενός πιάτου που σπάει και σχεδόν έτρεξα στην κουζίνα. Βρήκα τη μητέρα μου να μαζεύει το πιάτο που της έπεσε από την έκπληξη. Ήμουν έτοιμος να εξηγήσω, αλλά το βλέμμα της με σταμάτησε. Ήταν σχεδόν απολογητικό. Τότε θυμήθηκα ότι δεν ήξερα ακόμα το λόγο που ήρθαν εδώ ο Αντώνης και η Μίνα.
-‘Μου κρύβεις τίποτα;’, ρώτησα σε υπαινικτικό τόνο.
-‘Τι να ξέρω εγώ, καλέ;’. Ο τόνος της ήταν απόλυτος, αλλά η φωνή της έτρεμε και βιάστηκε να γυρίσει πίσω στις δουλειές της χωρίς να ρωτήσει παραπάνω πληροφορίες για τα παιδιά. Ύποπτο. Πολύ. Με έκανε, όμως να θυμηθώ κάτι. Ο Αντώνης είναι εδώ. Και μπορώ να του μιλήσω χωρίς να με διακόψει κανείς. Ούτε καν αυτός. Δεν θα τον αφήσω να μου κλείσει την πόρτα στα μούτρα, όπως κάνει με το τηλέφωνο.
Σηκώθηκα, χωρίς να αγγίξω το πρωινό μου, άρπαξα τα πράγματά μου και βγήκα στο δρόμο με τα χθεσινά μου ρούχα. Κατευθύνθηκα προς το σπίτι που είχε δείξει η Μίνα στην Άνθη χτες στο αχνό φως της αυγής.
Ο κόσμος δεν ήταν αγουροξυπνημένος σαν κι εμένα. Ήταν ευχαριστημένος για το σαββατοκύριακο. Τα πούλια τραγουδούσαν. Ο καιρός το γιόρταζε. Το συναίσθημα ήταν μεταδοτικό. Είχα να νιώσω έτσι πολύ καιρό.
Μέτα από έξι λεπτά, είχα φτάσει. Ανέβηκα τις σκάλες και χτύπησα την πόρτα. Σχεδόν αμέσως μου άνοιξε ο Αντώνης. Αποσβολωμένος. Η Μίνα δεν του είχε πει προφανώς ότι με είχε δει χτες. Μετά από ένα δευτερόλεπτο, έπεσε στην αγκαλιά μου. Δεν το περίμενα αλλά τον αγκάλιασα σφιχτά.
Ένα δυνατό συναίσθημα με πλημμύριζε. Ένα μείγμα ενθουσιασμού, ανυπομονησίας και χαράς. Οι καλύτεροί μου φίλοι ήρθαν να μείνουν όσο πιο κοντά μου γίνεται – το διαμέρισμά τους βρίσκεται στα δυο τετράγωνα από το δικό μου. Είχα αποχωριστεί το ποδόσφαιρο. Όχι το άθλημα, αλλά την ιδεολογία σίγουρα. Είχα πάρει τις δικές μου αποφάσεις και ανταμείφθηκα από αυτές – τουλάχιστον δεν με αντιπαθούσαν πια οι συμμαθητές μου. Το σημαντικότερο απ’ όλα, όμως, είχα αποκτήσει μια υπέροχη φίλη που μπορούσα να εμπιστευτώ όσο κι αυτή εμένα, που με αποδεχόταν και με καταλάβαινε. Αναγνώρισα το συναίσθημα. Δεν ήταν απλώς χαρά αυτό που ένιωθα. Για πρώτη φορά, στη ζωή μου, ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος. Και. Όχι. Μόνος.
Αφροδίτη Χλαπάνη, Γ5





Αυτά που ακολούθησαν τα θυμάμαι σαν σε φαστ φόργουορντ. Αυτός ο Βαγγέλης κάτι σου έλεγε ειρωνικά και τα λόγια του ήταν γεμάτα μίσος. Κάτι έλεγε ότι τους πρόδωσες και βοήθησες έναν γαύρο, τότε σε ένα επεισόδιο κοντά στο γήπεδο. Τότε μου ήρθε στο μυαλό και γιατί μιλούσες τόσο δισταχτικά και φοβισμένα για το ποδόσφαιρο. Γύρισα και σε ρώτησα τι εννοεί. Γύρισα πίσω σε αυτόν και τον είδα που έβαλε το χέρι του στην τσέπη του. Γυρνάω, σε βλέπω και σου ψιθυρίζωΓιάννη, πάει να βγάλει όπλο. Γιάννη,  πάμε να φύγουμε. Μου έσφιξες το χέρι και μου είπες Θα είναι χειρότερα, αν τρέξουμε. Γυρνάω ξανά. Βλέπω αυτήν την σκατοφατσα τον μπάτσο και σημάδευε εσένα με το όπλο. Ο άλλος από μέσα φώναζε να μας αφήσει ήσυχους και να κατεβάσει το όπλο. Σκάσε επιτελούς και μην ασχολείσαι»,  γύρισε και του απάντησε. Η σκατοφατσα γύρισε και μας ξανά κοίταξε. Αυτήν την φορά το μίσος ήταν αδιαπέραστο στα μάτια του. Λες και του είχες πάρει κάποιο δικό του πρόσωπο. Εκείνη την ώρα σκεφτόμουν ότι εσύ μπορεί να μην πήρες κάποιον δικό του,  αλλά αν εκείνος πατούσε την σκανδάλη θα έπαιρνε κάτι δικό μου. Θα έπαιρνε εσένα. Δεν θα το άφηνα έτσι. Όταν είδα ότι πάτησε την σκανδάλη μπήκα μπροστά σου. Ένιωσα την σφαίρα να με τρυπάει στο στήθος. Έπεσα κάτω και θυμάμαι μόνο εκείνο το "Όχι, Ανθήηηη!" που με τόση θλίψη φώναξες. Και αυτό ήταν το τέλος.
Ζωζώ Τσακίρη, Γ5



Σελ. 160 ..Δεν ξέρω πόσες ώρες καθίσαμε εκεί, στην προβλήτα. Ξέρω μόνο ότι κάποια στιγμή είχα σκεφτεί ότι θα ξημέρωνε . Είχαν μεγαλώσει οι νύχτες , κι ας ήταν ακόμη καλοκαίρι.
Όταν τελείωσες , σηκώθηκε σαν ξεμουδιάσεις και είπες : Ρε συ, πέρασε η ώρα…..
Γέλασα και σε ρώτησα αν ήθελες να φύγουμε.
- Μπα, είπες. Ας κάτσουμε λίγο ακόμα. Ωραία είναι.
Έγειρα πάνω σου. Κάπου στο βάθος ακουγόταν η σειρήνα ενός περιπολικού να σκίζει την ησυχία τςη νύχτας. . Μας προσπέρασε. Κάτσαμε αμίλητοι για ώρες. Νομίζω κοιμήθηκα και λιγάκι.
Κοίταξες το κινητό σου. Ώρα πέντε παρά. Δέκα αναπάντητες κλήσεις από Μαμά και άλλα τόσα μηνύματα απ ότι πρόλαβα να δω , πριν κρύψεις το τηλέφωνο σου ντροπιασμένος.
Φύγαμε, με γύρισες σπίτι. Ανέβηκα πάνω , σε κοίταζα να απομακρύνεσαι και αν χάνεσαι από τα μάτια μου. Έπεσα για ύπνο, σκεπτόμενη πως αυτή ήταν η καλύτερη μέρα της ζωή μου μέχρι σήμερα……
Ολυμπία Τρίγκα, Γ5





Και εκεί που το θηρίο άδειασε το πιστόλι πάνω σου γρήγορα γρήγορα, έβγαλα το κινητό μου για να πάρω τηλέφωνο στο νοσοκομείο. Από το φόβο μου δεν ήξερα τι να πρωτο κάνω κι έτσι άρχισα να ουρλιάζω για βοήθεια τριγύρω μου. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος αλλά κανείς δεν ήξερε τι να κάνει , αφού όλοι ήταν σοκαρισμένοι με σένα. Ευτυχώς το ασθενοφόρο δεν άργησε να έρθει και μας πήγε όσο γρηγορότερα μπορούσε στο νοσοκομείο. Με το που φτάσαμε, κατευθείαν  σε βάλανε στο χειρουργείο για να βγάλουν τη σφαίρα. Μετά από τόσες επεμβάσεις και ναι………!  Εσύ κατάφερες και κρατήθηκες στη ζωή. Είδες πώς σου τα φέρνει η ζωή; Να ξέρεις πώς είναι δύσκολο να ζει κανείς , αλλά το πιο εύκολο πράγμα είναι να πεθάνεις….
Μουαζέζ Χατζηφειζουλάχ, Γ5






"Φύγε, Γιάννη, τρέχα, Γιάννη, πέτα, Γιάννη, δεν είναι μπάλες οι σφαίρες, Γιάννη, για να τις αποκρούσεις". Στη στιγμή ακούστηκαν πυροβολισμοί, Εγώ είχα ρίξει το πρόσωπο μου στο έδαφος επειδή φοβήθηκα μήπως και αντικρίσω το πτώμα σου, κάτι που ποτέ δεν έγινε. Έτρεμα, έτρεμα από φόβο μη σε δω νεκρό, αν δεν μου είχες φωνάξει "Ανθή!!!!!" και δεν με είχες πάρει αγκαλιά δεν θα σήκωνα το κεφάλι μου. Δεν ξέρεις τι ανακούφιση ένιωσα που ήσουν σώος και αβλαβής, αλλά και τι λύπη ένιωσα βλέποντας τον άλλον αστυνομικό πεσμένο στο χώμα νεκρό. Είχε μπει μπροστά στον Βαγγέλη την τελευταία στιγμή για να σε σώσει, για να μας σώσει. Γενναίος, πολύ γενναίος και η ανταμοιβή του; Θάνατος. Θάνατος, αλλά πέθανε για να ζήσουν δυο νέα παιδιά, πέθανε σώζοντας 2 ψυχές, κάνοντας αυτό που θεωρούσε σωστό και δίκαιο. Λίγο πιο δίπλα από το νεκρό σώμα του αστυνομικού βρισκόταν πεσμένος στα γόνατά ο Βαγγέλης, που είχε καταρρεύσει. Είχε καταρρεύσει, ίσως γιατί απλά σκότωσε κάποιον, ίσως γιατί φοβόταν τη τιμωρία της πράξης του αυτής ή ίσως γιατί αυτός ο αστυνομικός ήταν ο μόνος πραγματικός φίλος του. Ο μόνος που τον ήξερε, τον ανεχόταν και τον αγαπούσε. Η μόνη του οικογένεια. Γιατί λέω ο μόνος; Γιατί ο ίδιος ο Βαγγέλης ήξερε βαθιά μέσα του ότι τα παιδιά στο σύνδεσμο, δεν του ήταν στην πραγματικότητα τίποτα, απλά είχαν την ίδια ανάγκη κάπου ν' ανήκουν, δεν τους ένοιαζε που, αρκεί να ανήκαν κάπου. Δεν νοιάζονταν πραγματικά για εκείνον. Μόνο ο φίλος του το έκανε, και να τώρα που τον σκότωσε, επειδή είχε τυφλωθεί από το μίσος ή μάλλον τον φθόνο που έτρεφε για τον Γιάννη, καθώς είχε καταφέρει να μην έχει πλέον την ανάγκη ν' ανήκει κάπου…

Μαρία Νίκη Χατζαντώνη, Γ5




Περιγραφή των σχέσεων του Γιάννη με τους γονείς του και το φίλο του Αντώνη
Οι σχέσεις του Γιάννη με του γονείς του
Στο βιβλίο "Κάπου να ανήκεις",που διαβάσαμε, φανερώνεται αρκετά η κόντρα που έχει ο Γιάννης με τους γονείς του. Αυτήν την κόντρα την παρατηρήσαμε σε αρκετά αποσπάσματα, στα οποία υπάρχουν  συγκρούσεις  ανάμεσα  στον Γιάννη  και τον πατέρα  του.  Αυτές αρχίζουν  από την σκέψη  του Γιάννη  ότι ο πατέρας  του ήταν Ολυμπιακός  Όπως έλεγε και στην Ανθή : "κρυφογαυρος"! Αυτό παίζει μεγάλο  ρόλο στην σχέση του Γιάννη με τον πατέρα του, διότι  ένας γνήσιος  Παοκτζης πρέπει να μην πάει τους Γαύρους, Αρειανους και τους Πράσινους(σύμφωνα με τον νονό του).  Ο πατέρας ήθελε το παιδί του να είναι ένα φυσιολογικό παιδί, το οποίο να μην έχει τέτοια έχθρα, τέτοιο ανταγωνισμό  και κυρίως  να μην έχει μπλεξίματα, παρόλο που ο Γιάννης ήταν σε μια δύσκολη θέση διότι μετακόμισε στην Αθήνα σε σχολείο με Γαυρους. Παρόλα αυτά όμως, ο πατέρας ποτέ δεν έδειξε κατανόηση στα θέλω του παιδιού του. Μετα από καιρό όμως ο Γιάννης είδε ότι τον ενδιαφέρει η μουσική, αλλά όποτε άκουγε μουσική ο πατέρας σε αντίθεση με την μητέρα  διέκοπτε τον Γιάννη και του έλεγε να χαμηλώσει την μουσική. Ήθελε το παιδί του να μεγαλώσει , όπως μεγάλωσε  και ο ίδιος (κι ας μην είχε καταλάβει το τι έκανε) . Υπήρχαν πολλές συγκρούσεις  ανάμεσα τους τις οποίες βέβαια τις έκλεινε  η μητέρα καθησυχάζοντας τον άντρα της . Η μητέρα  πάντα έβρισκε  τρόπο να σταματήσει τον καυγά ανάμεσα στο γιό και τον πατέρα. Η μητέρα  έδειχνε κατανόηση και στο παιδί και στον άντρα της . Με λίγα λόγια η σχέση του Γιάννη  ήταν καλύτερη  με την μητέρα  παρά με του πατέρα του.
Μελίσα Τσίπι – Ογιά Χατζηχαλήλ, Γ5



Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ
Ο Αντώνης και ο Γιάννης  γνωρίστηκαν στην Στ δημοτικού, σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Ο Αποστόλης και ο Θάνος, οι καλύτεροι παίχτες της ομάδας, είχαν βγει από το παιχνίδι και ο Αντώνης  αναγκάστηκε να τους αντικαταστήσει. Το παίξιμό του ήταν ομαδικό και δίκαιο, έτσι κίνησε την περιέργεια του Γιάννη. Μετά από ένα επεισοδιακό ματς τα αγόρια άρχισαν να κάνουν παρέα. Συνδέθηκαν περαιτέρω μέσω της μουσικής την οποία εισήγαγε ο Αντώνης στη ζωή του Γιάννη. Από αυτό το σημείο και μετά τα αγόρια άρχισαν  να επικοινωνούν μέσω της μουσικής .
Ο Γιάννης  γνώρισε την αδελφή του Αντώνη, Μίνα και τον πατέρα του, Θανάση. Ο Θανάσης άρχισε να γράφει  μουσικά κομμάτια για τον Γιάννη, ο οποίος αναζητούσε το μουσικό του στιλ. Αυτό έγινε συνήθεια. Όλα ανατράπηκαν,  όταν ο Γιάννης έπρεπε να μετακομίσει από τη Θεσσαλονίκη στον Πειραιά. Τότε συνειδητοποίησε ότι ο Αντώνης  ήταν ο μόνος αληθινός του φίλος και, όταν θα έφευγε,  θα του έλειπε πραγματικά. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να ξαναμιλήσουν τα δύο αγόρια.
 Συναντήθηκαν ξανά όταν ο Γιάννης ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη για να τους δει. Υπήρχε μεγάλο χάσμα μεταξύ τους. Από αυτή τη στιγμή και μετά τα αγόρια δεν επικοινώνησαν ξανά μέχρι που ο Γιάννης πήρε τηλέφωνο τον Αντώνη,  για να του εξιστορήσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στον Πειραιά. Εκείνος, όμως, έμεινε αμίλητος καθ’ όλη τη διάρκεια του τηλεφωνήματος και , όταν ο Γιάννης τελείωσε την διήγησή του, ο Αντώνης πρότεινε να περάσει στο τηλέφωνο τη Μίνα. Ο Γιάννης έλαβε την ίδια ψυχρή ανταπόκριση από τη Μίνα, η οποία κατέληξε να του το κλείσει στα μούτρα. Μετανιώνοντας, εκείνη τον  ξαναπήρε μετά από μισό δευτερόλεπτο για να του ανακοινώσει το θάνατο της μητέρας της.
Η τελευταία τους επαφή έγινε μερικές μέρες αργότερα από αυτό το περιστατικό. Ο Γιάννης ξαναπήρε τηλέφωνο,  γιατί ανησυχούσε για την Μίνα και τον Αντώνη. Μετά από αυτό, οι δρόμοι τους χώρισαν. Τα παιδιά μετακόμισαν στην Αμερική, στο σπίτι της χαμένης τους μητέρας και δεν βρήκαν την ευκαιρία να επικοινωνήσουν ξανά.

Η επιρροή του Αντώνη στο Γιάννη
Ο Αντώνης, κατ’ αρχάς, εισήγαγε τον Γιάννη στον κόσμο της μουσικής, όπως προαναφέραμε. Ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία που βοήθησε τον Γιάννη να βρει την ταυτότητά του και γενικότερα τον εαυτό του. Ουσιαστικά, ο Αντώνης έδωσε στον Γιάννη την αίσθηση ότι ανήκει κάπου.
Μαρία Νίκη Χατζαντώνη, Ζωζώ Τσακίρη, Δομνίκη Χατζηνικολάου, Γ5






ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ
Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας ήταν στην γυμναστική στο σχολείο. Τα παιδιά μαζί με τον κύριο Τάκη, τον γυμναστή έπαιζαν ποδόσφαιρο. Αρχικά χωριστήκαν σε ομάδες και ο Γιάννης έκατσε τέρμα. Μετά από αυτόν τον αγώνα, ενώ όλοι ψήφισαν mvp τον Θάνο, τον Αποστόλη και την Κατερίνα, ο γυμναστής διάλεξε τον Γιάννη. Με αυτόν τον τρόπο δείχνει ο συγγραφέας ότι κάθε παίκτης στο γήπεδο είναι σημαντικός.
Έπειτα  από αυτόν τον αγώνα ο Γιάννης κέρδισε μια θέση στην σχολική ομάδα ποδοσφαίρου.
Στη συνέχεια σε έναν αγώνα με την Επανομή έγιναν κάποια επεισόδια και
έτσι ο Γιάννης έγινε αρχηγός. Στα τελευταία λεπτά ο Γιάννης εκτελεί το πεναλτι και σκοράρει δείχνοντας για άλλη μια φορά πως είναι σημαντικός παίχτης.
Όταν κατέβηκε στην Αθήνα,  πήγε να δει το ματς ΠΑΟ-ΠΑΟΚ και ενώ όλα πήγαιναν καλά,  στο τέλος ήρθαν ισοπαλία, θύμωσαν οι Παοκτσηδες και άρχισαν τον πετροπόλεμο με τους αστυνομικούς και τους βαζελους.
 Εδώ ο συγγραφέας μας παρουσιάζει  ότι μέσα στον αθλητισμό υπάρχει πολλή βία.
Για να τον αποτρέψει από το να πηγαίνει στο γήπεδο,  ο πατέρας του τον έγραψε στον Ιωνικό.  Φαίνεται λοιπόν η προσπάθεια των γονιών του να σταματήσει τα οπαδιλικια. Όμως όταν πήγε να δει τον προημιτελικό του κυπέλλου Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ, επειδή ήθελε να πάει κόντρα στον πατέρα του, έγιναν μερικά επεισόδια και στο τέλος ο Γιάννης έγινε ηρωας,  αφού έσωσε έναν συμμαθητή του, που ήταν Ολυμπιακός. Μας προτρέπει ο συγγραφέας να βοηθάμε τον καθένα άσχετα αν είναι διαφορετική ομάδα από εμάς. Από τα τελευταία επεισόδια ήταν, όταν μια μέρα στον σύνδεσμο, ο Βαγγέλης,  ο αρχηγός του συνδέσμου,  κορόιδευε τον Ρουστου, τον αγαπημένο τερματοφύλακα του Γιάννη, λέγοντας τον παλιοτουρκο.
Αποδεικνύεται ότι οι φανατικοί οπαδοί είναι ρατσιστές και νοιάζονται μόνο για την ομάδα τους.
Αλέξης Τσάτσα, Δημήτρης Τρίγκας, Γιάννης Χανόπουλος, Γ5




Οι στίχοι των τραγουδιών που υπάρχουν μέσα στο βιβλίο σε μια παρουσίαση.

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Το Γ5 συζητά μέσω Skype με τον συγγραφέα κ.Φίλιππο Μανδηλαρά

Στο Β Τετράμηνο και στα πλαίσια της προώθησης της φιλαναγνωσίας στο σχολείο,  διαβάσαμε με τους μαθητές του Γ5 το βιβλίο του Φίλιππου Μανδηλαρά «Κάπου να ανήκεις». Την ανάγνωση του βιβλίου ακολούθησαν δημιουργικές δραστηριότητες- τα παιδιά χωρίστηκαν σε ομάδες και εργάστηκαν πάνω σε συγκεκριμένα θέματα (διαγραφή χαρακτήρων , σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών, κυρίαρχα θέματα)  αλλά είχαν και ατομικές εργασίες: δημιουργικής γραφής, βιβλιοκριτικής και βιβλιοπαρουσίασης. Η παρουσίαση των εργασιών έγινε την ώρα του μαθήματος ώστε όλοι οι μαθητές να δουν, να ακούσουν και να σχολιάσουν τις εργασίες των συμμαθητών τους. Πολλοί μαθητές ωστόσο είχαν πολλά ερωτήματα σχετικά με την υπόθεση του βιβλίου και αυτά τα ερωτήματα μας τα έλυσε σήμερα ο ίδιος ο συγγραφέας, o κ.Μανδηλαράς, μέσω Skype.
Ο κ. Μανδηλαράς μίλησε στα παιδιά για το πώς εμπνεύστηκε το βιβλίο του – όπως μας είπε όλα ξεκίνησαν από το ότι θέλησε να γράψει ένα βιβλίο για ένα τερματοφύλακα και τελικά έφτιαξε ένα βιβλίο για την ανάγκη του ανήκειν. Η ιστορία δεν είναι πραγματική και δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο ο Γιάννης – δυστυχώς για τα κορίτσια μας, που τον είχαν ερωτευτεί! Στη συνέχεια απαντώντας στο ερώτημα για το απότομο και τραγικό τέλος του βιβλίου μας μίλησε για την εφηβεία και την αίσθηση των εφήβων ότι είναι αθάνατοι, ότι ο χρόνος απλώνεται μπροστά τους και τίποτε δε θα τους εμποδίσει να υλοποιήσουν τα όνειρα τους, ο θάνατος δεν υφίσταται γι αυτούς. Όμως το βιβλίο δε θα μπορούσε να τελειώνει κάπως αλλιώς. Εξάλλου, ο κάθε αναγνώστης έχει το ελεύθερο να αλλάξει την ιστορία , να εκτείνει όπως θέλει το βιβλίο, κάνοντας τις δικές του προβολές στο μέλλον- όπως έχουν αποδείξει ήδη έφηβοι αναγνώστες, που διάβασαν το βιβλίο και έχουν προσλάβει ένα δικό τους νόημα! Παράλληλα, η όλη ιστορία και η εμπλοκή των αστυνομικών στην πλοκή συνδέεται και με την ιστορία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, που συνέβη την εποχή που έγραψε το βιβλίο. Η επόμενη ερώτηση αφορούσε το πώς συνέχισαν τη ζωή τους οι γονείς του Γιάννη και η Ανθή μετά από τις τραγικές εξελιξεις και ο κ.Μανδηλαράς είπε στα παιδιά ότι η ζωή συνεχίζεται έτσι κι αλλιώς. Μαθαίνεις να συμβιβάζεσαι με ό,τι σου συνέβη και προχωράς- αυτή είναι η φύση του ανθρώπου και της ζωής. Όσο για το γιατί ο Γιάννης ανοίχτηκε τόσο γρήγορα στην Ανθή και της εκμυστηρεύτηκε τα πάντα γι αυτόν  και τη ζωή του, ο συγγραφέας μας είπε ότι αυτό ήταν αδύνατον να μην συμβεί, εφόσον ο Γιάννης ερωτεύτηκε. Ο έρωτας αποτελεί ένα βήμα προς την ενηλικίωση και βοηθά τον έφηβο να αποκολληθεί από το οικογενειακό περιβάλλον και να κάνει βήματα προς την αυτονομία του. Ο έρωτας λειτουργεί καταλυτικά σε αυτή την περίπτωση.

Τα παιδιά ρώτησαν το συγγραφέα για το πώς ξεκίνησε να γράφει και αν είχε κάποιον που τον προέτρεψε να στραφεί στη συγγραφή και μας είπε ότι πριν αρχίσει να γράφει , ο ίδιος ήταν αναγνώστης -διάβαζε από μικρό παιδί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έπαιζε. Διάβαζε το νεκρό χρόνο και διάβαζε πολύ. Άρχισε να γράφει ιστορίες αργότερα. Αυτές τις μοιραζόταν με φίλους μέχρι που έγραψε το πρώτο του βιβλίο για ιππότες για μικρά παιδιά. Από κει και πέρα άρχισε τη συγγραφή για το ευρύ κοινό κι όχι μόνο για τους φίλους του. Επίσης μας είπε ότι αγαπά το εφηβικό κοινό γι αυτό και τα βιβλία του αφορούν τους νέους και τα ερωτήματα τους, τις ανάγκες τους, τις αλλαγές που βιώνουν, τα διλήμματα τους και τις αναζητήσεις τους. Κάθε βιβλίο του παίρνει ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα να το ολοκληρώσει και αυτή την εποχή γράφει το επόμενο εφηβικό του βιβλίο. 
Παράλληλα, μίλησε για τις σπουδές του - έχει σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία και Κοινωνική Ανθρωπολογία- την ενασχόληση του με τα βιβλία και αναφέρθηκε στις αντιδράσεις των φίλων του ,όταν διάβασαν το «Κάπου να ανήκεις». Μια φίλη του, αφού του τηλεφώνησε και του είπε ότι τον μισεί, έκανε δέκα μέρες να του ξαναμιλήσει! Για τη μουσική και τους στίχους, που υπάρχουν διάσπαρτοι σε όλο το βιβλίο , είπε στα παιδιά ότι ήταν διάλεξε τα τραγούδια από τις Τρύπες, επειδή οι στίχοι ταίριαζαν με τις ανησυχίες του πρωταγωνιστή του βιβλίου  και τα ερωτήματα που απασχολούν τους έφηβους. Ωστόσο , και ο ίδιος ακούει αυτή τη μουσική - Τρύπες, Διάφανα Κρίνα, Ξύλινα Σπαθιά. Τέλος μας αποκάλυψε ότι η δική του ομάδα είναι ο ΠΑΟΚ!
Ευχαριστούμε τον κ.Μανδηλαρά για τη συζήτηση, έστω κι αν αυτή ήταν εξ αποστάσεως, και ευελπιστούμε σε μια μελλοντική επίσκεψη του στο σχολείο μας!
(Θα ακολουθήσει ανάρτηση με τις εργασίες των μαθητών)



Τρίτη 16 Μαΐου 2017

"Δεν ταιριάζουμε εδώ εμείς τα ζώα!" ΄(Το ημερολόγιο ενός γαιδάρου)


Ημέρα 1η
Σήμερα το πρωί,εκεί που καθόμουν αμέριμνος στο λιβάδι, ήρθε ένας άντρας και με τράβηξε με απότομες κινήσεις. Φαινόταν άγριος αλλά και τρομαγμένος . Φοβήθηκα , δεν τον είχα ξαναδεί. Με έσυρε με τη βία και με οδήγησε σε ένα χωράφι, όπου είδα και άλλα ζώα συγκεντρωμένα-κυρίως άλογα και γαιδούρια. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτή την περίεργη συγκέντρωση . Στη συνέχεια μας έβαλαν στη σειρά και μας οδήγησαν στο λιμάνι σε ένα μεγάλο γκρι πλοίο. Μπήκαμε στο πλοίο ζώα, άντρες και κάποια μεγάλα αυτοκίνητα με περίεργα εξαρτήματα . Ήμουν εξαντλημένος από το περπάτημα και στα μισά του ταξιδιού, αποκοιμήθηκα.


Ημέρα 2η 
Ξύπνησα ξαφνικά ελπίζοντας ότι αυτή η παράξενη περιπέτεια μου ήταν ένα όνειρο ή έστω ένα κακόγουστο αστείο. Η εικόνα, όμως απρέμεινε ίδια. Άνθρωποι και ζώα στοιβαγμένα σε ένα μεγάλο χώρο. Δίπλα μου ήταν ένα όμορφο άλογο, δυνατό αλλά δυστυχισμένο. Άκουσε λέει ότι θα ταξιδέψουμε για μια μακρινή χώρα για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να πολεμήσουν. Σκεφτόμουν τι σχέση έχουμε εμείς τα ζώα με όλα αυτά. Ποιον είχα ενοχλήσει έτσι αμέριμνος που απολάμβανα την άνοιξη; Το άλογο φοβόταν για την τύχη μας. Τα ζώα σπάνια επιζούν από έναν πόλεμο, έλεγε κλαίγοντας. Τον έλεγαν Χάρη και όπως μου είπε ανηκε σε μια οικογένεια και μάλιστα έτρεχε σε ιπποδρομίες. Πράγματι, φαινόταν πολύ δυνατό! Από τη στιγμή που φτ’ασαμε στην ξένη χώρα μας φόρτωσαν με πολύ βαρύ φορτίο και ξεκινήσαμε το περπάτημα. Περπατούσαμε ατελείωτες ώρες μέχρι να νυχτώσει. Δεν ένιωθα τα πόδια μου. Σε όλη τη διαδρομή ήμουν πλάι στο Χορσε και αισθανόμουν τυχερός που είχα βρει παρέα.



Ημέρα 3η
Το ξημέρωμα μας βρήκε φορτωμένους να διασχίζουμε κάτι πλαγιές . Μόλις φτάσαμε σε μια κοιλάδα , οι άνθρωποι άρχισαν να φωνάζουν και να μας ξαναχωρίζουν. Τα άλογα πήγαν με τους ανθρώπους , ενώ εμείς μείναμε πίσω. Το κατάλαβα αμέσως ότι εμείς θα αναλαμβάναμε τα βαριά φορτία. Δεν μπορούτμε άλλωστε να συναγωνιστούμε τα άλογα σε γρηγοράδα. Ο Χορσέ έφυγε με έναν ξανθό άνθρωπο με μεγάλα και ήρεμα μάτια. Αγκάλιαζε το φίλο μου και μπορεί να μην ήξερα πού τον πήγαινε, αλλά δε φοβόμουν. Φαινόταν να τον συμπαθεί. Μετά από λίγο έφυγαν και μεις ακολουθούσαμε αργά. Μετά από ώρες , έτσι όπως περπατούσαμε, μύριζε αίμα. Γρήγορα παρατήρησα νεκρά ζώα και ανθρώπους να βρίσκονται στο χώμα. Αμέσως σκέφτηκα τον Χορσέ! Άρχισα να πηγαίνω γρηγορότερα, προσπαθώντας να κοιτώ δεξιά και αριστερά , ελπίζοντας ότι δε θα δω το φίλο μου νεκρό. Ήμουν τρομαγμένος! Άνθρωποι και ζώα παντού, δυνατοί ήχοι, κραυγές! Όλα αυτά με τρόμαζαν . Οι ώρες περνούσαν με αγωνία , ώσπου φτάσαμε σε ένα ήσυχο σημείο. Οι ήχοι είχαν σταματήσει και επιτέλους βλέπω τον Χορσέ με τον αναβάτη του, ζωντανούς και βρώμικους. Ο Χορσέ είχε χάσει την ξεγνοιασιά που είχε στο βλέμμα του, περπατούσε με δυσκολία και μου είπε: Αυτή ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου!Δεν ταιριάζουμε εδώ εμείς τα ζώα! Φοβάμαι ότι δε θα τα καταφέρουμε!, είπε και κατάκοπος ξάπλωσε. Έμεινα δίπλα του και σκεφτόμουν για ώρες μετά τα λόγια του…


Σταύρος Γρύλλης, Γ1







3 Ιανουαρίου 1918
Αγαπητό μου ημερολόγιο
Σήμερα πουλήθηκα μαζί με όλο το κοπάδι σε έναν τύπο με στολή. Μας φόρτωσαν όλους σε ένα φορτηγό και από την Αγιάσο που ήμασταν μας μετέφεραν στην Μυτιλήνη. Και ενώ περίμενα πώς ο νέος ιδιοκτήτης θα μας έβγαζε έξω , δεν το έκανε , το ξέχασε. Μας έχει αφήσει εδώ από τη δύση του ήλιου κι ακόμη τίποτε…

4 Ιανουαρίου 1918
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα κατάλαβα γιατί μας άφησαν μέσα στο φορτηγό όλο το βράδυ. Το πρωί είδαμε ένα μεγάλο και άχαρο σκάφος να φτάνει στο λιμάνι. Τότε μας έβγαλαν όλους εδώ . Επιτέλους! Πιαστήκαμε τόση ώρα εδώ μέσα! Και, ξαφνικά, μια μεγάλη αιώρα που κρεμόταν από το σκάφος , κινήθηκε προς το μέρος μας. Τότε ξαναείδα το νέο αφεντικό μας μαζί με κάποιους άλλους άντρες με στολή να έρχονται καταπάνω μου και πριν καλά καλά το καταλάβω με είχαν βάλει πάνω στην αιώρα και εκείνη άρχισε να με σηκώνει ψηλά . όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να τους πω ότι έχω υψοφοβία.  Έκλεισα τα μάτια μου από το φόβο και άρχισα να κλωτσάω δεξιά αριστερά και να φωνάζω μπας και πετύχω κανέναν , αλλά τίποτε. Τζίφος. Τέλος πάντων μας ανέβασαν όλους πάνω στο πλοίο και ξεκινήσαμε. Το χειρότερο δεν ήταν μόνο ότι με κάνανε ρεζίλι μπροστά σε όλο το κοπάδι , αλλά ότι σήμερα ανακάλυψα πως έχω και ναυτία.

5 Ιανουαρίου 1918
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Ως εδώ ήταν. Πόσο να αντέξει ο γάιδαρος. Θα επαναστατήσουμε. Είπαμε: έχουμε υπομονή, αλλά όχι και να είμαστε ο ένας σε απόσταση αναπνοής από τον άλλον. Να μην αναφέρω το ταξίδι. Έξω είχε 7 μποφόρ και το σκάφος έκανε τραμπάλα στα κύματα. Δεν έχω ιδέα που μας φέρανε. Σε αυτόν τον τόπο υπάρχει ένας πύργος , πολλά κτίρια και λίγες παράξενες άμαξες που τρέχουν με  ρόδες και χωρίς άλογα. Μας βάλανε όλους μέσα σε μια μεγάλη τέτοια άμαξα , παρά την καθιστική διαμαρτυρία που κάναμε και την άρνηση που δείξαμε για να μπούμε στις άμαξες.

6 Ιανουαρίου 1918
Αγαπητό ημερολόγιο, σήμερα το πρωί , όταν βγήκαμε από τις άμαξες , όλοι νομίζαμε πως άκουσαν τα αιτήματα μας και μας ελευθέρωσαν, αλλά όχι. Μας έβαλαν να περπατάμε με κάτι βαρείς σάκους στην πλάτη για να μας ξεφτιλίσουν.

10 Ιανουαρίου 1918
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Επέτρεψε μου να απολογηθώ που δε σου γράφω τελευταία. Να ξέρεις, χτες και προχτές επαναστατήσαμε , αλλά δυστυχώς , η επανάσταση καταπνίχτηκε με βία. Αλλά όχι! Αύριο, αύριο, θα είναι διαφορετικά, θα τα καταφέρουμε , θα δεις! Έχουμε ετοιμαστεί.. Σήμερα βρισκόμαστε κάπου σε μια λίμνη , πολύ μακριά από τον τόπο με τις άμαξες χωρίς άλογα.

11 Ιανουαρίου 1918
Αγαπητό ημερολόγιο,
Η επανάσταση πέτυχε! Μας ξεφόρτωσαν όλους και μας άφησαν ελεύθερους σε  ένα μέρος , που το πρώην αφεντικό μου ονόμασε Κούπα. Επιτέλους, ελευθερία! Μετά από τόση καταπίεση σε γαϊδουρινές συνθήκες. Και δε σου είπα τίποτε ακόμη. Το καλύτερο είναι ότι ανέκτησα την τιμή μου στο κοπάδι, γιατί ηγήθηκα της επανάστασης.

12 Ιανουαρίου 1918
Αγαπητό ημερολόγιο, ‘
Βοήθεια! Κάτι πράγματα σαν πουλιά μας πετούν αβγά που εκρήγνυνται. Πολλοί πέθαναν, πολλοί πεθαίνουν…..


Σταμάτης Γαμβρέλλης, Γ1







Μερα 1η,  19 Ιουνίου 1917
 Αγαπητό ημερολόγιο. Σε 3 ώρες θα περάσουν οι στρατιώτες να μας πάρουν να μας στείλουν στον πόλεμο να βοηθήσουμε την χώρα μας. Επειδή ξέραμε ότι σε λίγες μέρες όλοι θα πεθαίναμε αποφασίσαμε με τα γαϊδούρια της περιοχής να κάνουμε ένα παρτακι εδώ στην φάρμα για να γιορτάσουμε τις τελευταίες μας μέρες πριν τον πόλεμο .Εκεί που διασκεδάζαμε και χορεύαμε μπαίνουν στην φάρμα 3 μεγαλόσωμοι άντρες. Άρχισαν να μας τραβάνε με βίαια να μας φωνάζουν και γενικά να μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε άχρηστα αντικείμενα .Φαίνεται θα τους ενόχλησε η δυνατή μουσική που είχαμε στο αποχαιρετιστήριο πάρτι.
Έπειτα από ώρες ταλαιπωρίας και κούρασης φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη. Δεν φτάνει που είχα τα προβλήματα μου είχα και αυτούς τους ενοχλητικούς τύπους όλη την ώρα να μας χτυπάνε και να μας βρίζουν, λες και άλλη δουλειά δεν είχαν παρά μόνο να ασχολούνται με εμάς τους καημένους τους γαϊδάρους, που μας τραβολογάνε από την ζωάρα μας να πάμε στον πόλεμο λες και θα ωφελήσουμε σε τίποτα, αφού ο πόλεμος μόνο συμφορές προκαλεί. Από τη Θεσσαλονίκη μας φόρτωσαν πυρομαχικά να τα μεταφέρουμε διασχίζοντας την Μακεδονία. Εξαντλήθηκα. Βρίσκομαι σε άθλια κατάσταση. Νιώθω πως όλο μου το σώμα θα καταρρεύσει. Προσπάθησα να κερδίσω λίγο χρόνο καθυστερώντας,ν αλλά το μόνο που κέρδισα ήταν μια κλωτσιά στα πλευρά. Φτάσαμε στον προορισμό μας. Καληνύχτα.


Μέρα 2η,  20 Ιουνίου 1917
Αγαπητό ημερολόγιο. Σήμερα η μέρα είναι ήσυχη. Μας έχουνε δεμένους δίπλα από κάτι μεγάλες τρύπες, ξεκουραζόμαστε, τρώμε άφθονο χορτάρι, παίζουμε μεταξύ μας και άλλα πολλά που κάνει ένας γάιδαρος, όταν βαριέται. Επίσης γνωρίσαμε και άλλα ζώα, όπως κάτι άλογα από την Σερβία. Ποιος θα περίμενε ότι θα κάναμε γνωριμίες, ακόμα και στον πόλεμο. Οι στρατιώτες σήμερα δεν ασχολούνται μαζί μας, οργανώνονται όλοι μαζί μέσα σε τρύπες, που λέγονται χαρακώματα. Κάπως έτσι μου τα είπε εκείνος ο αρουραίος που γνώρισα. Αυτά που λες αγαπητό μου ημερολόγιο. Λέω να κοιμηθώ, γιατί αύριο ,όπως μας είπαν, αρχίζει η μάχη και πρέπει να είμαι ξεκούραστος. Καληνύχτα.

Μέρα 3η,  21 Ιουνίου 1917
Αγαπητό ημερολόγιο. Αυτό ήταν το χειρότερο πρωινό ξύπνημα της ζωής μου. Φωνές, πυροβολισμοί, πτώματα παντού ΧΑΜΌΣ! Και το χειρότερο; Δεν πρόλαβα καλά καλά να ξυπνήσω και ένα τεράστιο μακρόστενο πράγμα εξερράγη δίπλα μου. Αιμορραγώ από παντού, νιώθω ότι το σώμα μου είναι νεκρό, δεν νιώθω τίποτα. Κοιτάω δεξιά και αριστερά. Τα περισσότερα ζώα είναι νεκρά η βαριά τραυματισμένα. Τελικά ισχύει αυτό που λένε ότι, λίγο πριν πεθαίνεις, βλέπεις όλη σου την ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια σου. Αυτό συμβαίνει και σε εμένα . Έτσι όπως είμαι ανήμπορος να κάνω οτιδήποτε νοσταλγώ πράγματα από το παρελθόν ,πράγματα που δεν θυμόμουν καν όπως οι περιπέτειές μου στο χωριό με τα ξαδέρφια μου τα άλογα, τα νανουρίσματα της μάνας και άλλες τέτοιες στιγμές .Μόλις εξερράγη ξανά κάτι δίπλα μου. Αυτό ήταν . Βάζω όλες μου τις δυνάμεις για να βγάλω μια πάρα πολύ θεαματική κραυγή. Αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω να μείνω στην ιστορία ως ο γάιδαρος με τον πιο θεαματικό θάνατο. Τα λέμε ημερολόγιο. Θα σου γράψω μόλις φτάσω στον παράδεισο. Καληνύχτα.

Χρήστος Βρεττός, Γ1





1η μερα
 Καθως εβοσκα φρεσκο χορταριστο λιβαδι,ακουσα κατι φορτηγα να μας πλησιαζουν.Πλησιαζαν πολυ γρηγορα και τρομαξα. Δεν ειχα ιδεα τι δουλεια ειχαν αυτα εδω. Προσπαθησα να κρυφτω στον αταβλο, αλλα πριν το καταλαβω ενα σκοινι ειχε περασει απο τον λαιμο μου και με εσερνε στο φορτηγο. Με εβαλαν μεσα και μετα σκοταδι.

2η μερα
Άκουσα την πορτα του φορτηγου να ανοιγει μετα απο πολυ ωρα . Ήμασταν σε θαλασσα κοντα,ενιωσα την ψυχρα. Βγηκαμε απο το φορτηγο και μας ετοιμαζαν να μας βαλουν σε κατι βαρκουλες και επειτα σε ενα μεγαλο πλοιο. Λιγο δυσκολο το εβλεπα αλλα ποιος ξερει; Με τουτα και με κεινα ήμασταν διπλα στο πλοιο ..Κατεβασαν εναν μεγαλο γερανο. Περνουσαν εναν ιμαντα απο κατω μας και τον εδεναν στην αλλη μερια.. Μας ανεβασαν πανω και μας εβαλαν σε ενα δωματιο. Μετα σκοταδι.

3η μερα
 Ξυπνησα παλι απο το ανοιγμα της πορτας. Θα ειχαμε παλι τα ιδια. Αυτην την φορα ομως κατεβασμα με τον γερανο στις βαρκουλες και ευθεια για το λιμανι, αλλα ακουσα και κατι για φορτωμα αλλα δεν καταλαβα τι εννοουσαν.  Μετα απο κανενα μισαωρο ηρθε η σειρα μου και εφτασα στο λιμανι.. Ήμουν στην Θεσσαλονικη. Μας εβαλαν σε μια γωνια και μας φορτωσαν κατι σακια, τα οποια ηταν πολυ βαρια . Ξεκινησαμε ποδαροδρομο.

4 μερα
 Φτασαμε κατα τις 7 το πρωι στο χωριο και μας αφησαν να ξεκουραστουμε σε μια μεγαλη κοιλαδα. Φαγαμε,ηπιαμε νερο και τωρα παμε να δουμε τις γαιδουρινες πιο κατω. Ειδα μια πολυ ομορφη γαιδουρινα..Να παω να της μιλησω; Δεν εχω ξανα μιλησει σε κοριτσι. Τι να κανω; Κανω ενα βημα μπρος,  αλλα εκείνη την ώρα περασαν κατι μεγαλα πουλια απο πανω μας. Έκαναν πολυ θορυβο και ολοι τρομαξαμε. Αλλα οταν κοιταξα πιο καλα ειδα οτι δεν ηταν πουλια, αλλα αεροπλανα. Και συγκεκριμενα δεν ειναι εδω για καλο. Προσπαθησα να τρεξω, μα στραβοπατησα και επεσα. Και τοτε επεσε και η πρωτη βομβα. Έπεσε διπλα στην γαιδουρινα. Άρχισα να κλαιω, γιατι δεν προλαβα να της μιλησω , ουτε να της πω να τρεξει. Έπεσε και αλλη βομβα αυτην την φορα διπλα μου. Και παλι σκοταδι. Αλλα αυτην την φορα ηταν οριστικο.

Ζωζώ Τσακίρη, Γ5





Το ημερολόγιο ενός γαϊδάρου
1η μέρα
Σήμερα ήταν τέλεια! Η Άννα με κάτσιασε όμως! Αμάν βρε κοπέλα μου κράτα τα κουλά σου μακριά μου, πόσες φορές θα σου το πω; Όλη την ώρα με χάιδευε και σκούπιζε τη μύτη και τα μάτια της. Στην αρχή δεν το ‘πιασα καν ότι ήταν στενοχωρημένη… αλλά μετά κατάλαβα! Θα έκανα επιτέλους αυτό το περίφημο ταξίδι! Ο Γιώργης με είχε πρήξει… μόνο για αυτό μιλούσε από τότε που πήραν τον Νίκο και τον Κώστα. Με παραξένεψε όμως που η Άννα ήταν τόσο στενοχωρημένη… δεν την έχω ξαναδεί έτσι. Μα καλά γιατί νομίζουν ότι φοβόμαστε; Θέλουμε να φύγουμε και να ανοίξουμε τα φτερά μας! Δεν φοβόμαστε! Είμαστε δυνατοί! Τέλος πάντων, σήμερα φύγαμε εγώ και ο Γιώργης. Ήρθαν και μας πήραν οι πράσινοι άνθρωποι. Ήταν πολύ καλοί. Μας έβαλαν όλους μαζί για να έχουμε παρέα και να γνωριστούμε και με τα άλλα παιδιά. Ε, εντάξει δεν είχε και πολύ χώρο εκεί μέσα αλλά κάναμε φίλους από την πρώτη μέρα! Α, σήμερα ήταν το κάτι άλλο!


5η μέρα
Έχω 2 μέρες να δω τον Γιώργη… Τον έστειλαν πιο πίσω από την τρίτη μέρα. Τα ίδια και ο Μάρκος, ο αθλητής. Και ο Σπύρος, που μύριζε περίεργα και μας έκανε να νιώθουμε ωραία. Λίγοι έχουν απομείνει. Σε στέλνουν πίσω, ακούς ένα μπαμπ και φεύγεις. Έτσι μας είπαν. Ανυπομονώ να πάω πίσω. Οι άλλοι φοβούνται. Νομίζουν ότι θα είναι χειρότερα από ότι τώρα. Αλλά τώρα είναι η περίοδος της δοκιμασίας. Τα χειρότερα. Δοκιμαζόμαστε μέχρι να αποδείξουμε ότι είμαστε αρκετά καλοί για πίσω. Ζήλεψα λίγο τον Γιώργη. Εγώ πήγαινα πολύ πιο γρήγορα από αυτόν. Αν μη τι άλλο εγώ άξιζα να πάω πίσω. Οι άλλοι δεν προσπαθούν. Ευτυχώς! Ο επόμενος που θα πάει πίσω θα είμαι εγώ.



10η μέρα
Όλοι έχουν φύγει. Έχω μείνει μόνο εγώ και έχουμε ήδη ταξιδέψει σε 3 τόπους. Οι άνθρωποι είναι πολύ φιλικοί. Μας καλωσορίζουν με φωνές και τραγούδια με περίεργους ρυθμούς. Κάθε φορά εκπλήσσομαι. Είναι λες και μας περιμένουν. Συγκεντρώνονται πολλοί πράσινοι άνθρωποι και φωνάζουν κάτι σε εμάς ή ο ένας στον άλλον. Χαίρονται τόσο πολύ που μας βλέπουν! Τόσο πολύ που δεν μπορούν να συγκρατήσουν τις φωνές τους. Κάποιοι μάλιστα κρύβονται για να μας κάνουν έκπληξη. Εγώ τους μυρίζω αλλά δεν λέω τίποτα στους δικούς μας πράσινους για να μην χαλάσει η έκπληξη φυσικά. Αχ, είναι σαν μια μεγάλη γιορτή! Όλοι φωνάζουν και διασκεδάζουν. Το μόνο κακό είναι όταν πρέπει να φύγουμε και αφήνουμε κάποιον πίσω – όποιον θέλει. Αλλά όλοι στενοχωριόμαστε που πρέπει να μείνει πίσω. Είναι κρίμα. Σαν τον Κώστα, που δεν μπορούσε να προχωρήσει και είπε να μείνει πίσω. Τέλος πάντων, το καλύτερο ήταν ότι σήμερα πήγα κι εγώ πίσω! Και που νόμιζα ότι σήμερα ήταν η χειρότερή μου μέρα… Είχα κουραστεί πολύ μετά από τόσες μέρες που προσπαθούσα να ξεπεράσω τον εαυτό μου και γι’ αυτό η επίδοση μου είχε πέσει. Φαίνεται όμως πως αυτό δεν ενοχλεί τους πράσινους. Με τράβηξαν πίσω – με πονούσαν λίγο είναι η αλήθεια - , με ξάπλωσαν κάτω – δεν ανησύχησα γιατί πια είχα δει πολλούς να πηγαίνουν πίσω και ποτέ δεν επέστρεφαν, άρα αυτό συνέβαινε: θα έφευγα -, άκουσα ένα μπαμπ, είδα μια λάμψη και… ένιωσα να επιπλέω… για 1 λεπτό, για 1 ώρα, μπορεί για μερικές μέρες. Ξαφνικά, είδα μια γαϊδουρίνα να με καλωσορίζει με ανοιχτές αγκάλες και από πίσω τον Μάρκο, τον Νίκο, τον Κώστα – ευτυχώς γιατί ο τόπος που τον αφήσαμε ήταν χάλια, εδώ που τα λέμε – και φυσικά ο Γιώργης να με περιμένει. Μόνο ο Σπύρος δεν ήταν εκεί. Αναρωτιέμαι γιατί…
Αφροδίτη Χλαπάνη, Γ5







Άνοιξη 1918 

1η μέρα

     Σήμερα, που λέτε, θα έρθουν επιτέλους να μας πάρουν από αυτό το βρωμολιβάδι και θα μας πάνε σε ένα εξωτικό νησί μόνο για  γαΪδούρια. Τέλειο; Τώρα θα ζηλέψει και και η ΦΙρδερίκη και η Ναυσικ'α από το γειτονικό λιβάδι! Χα! Φάτε τη σκόνη μου γαΪδάρες. Άντε που είναι και αυτό το λεωφορείο γαιδάρων, που όλοι μιλούν γι' αυτό; Αχ να το! Επιτέλους, αντίο ξινά χόρτα και πικρά λουλούδια, welcome εξωτικά γκαζόν και τρυφεροί ιβίσκοι!

3η μέρα

      Οκευ. Μπορεί να είμαστε στριμωγμένοι για δεν ξέρω και εγώ πόσο καιρό, αλλά έχω γνωρίσει κάτι γαΪδάρους, φωτιά! Το μόνο που ίσως με στενοχωρεί είναι ότι εδώ, μαζί μας, βρίσκονται κάτι τρελοί γαΪδάροι που λένε ότι δεν πάμε σε ξωτικό νησί, αλλά κάπου με κάτι πρέγματα που κάνουν <<μπαμ! μπουμ!>> και στο λεπτό σε έχουν ρίξει κάτω με τα τέσσερα πόδια στον αέρα, βλέποντας τις γαρδένιες (ναι πεινάω) ανάποδα. Απαπαπα! Φτου, φτου! Ω γαιδουρινοί θεοί βοηθήστε τούτα τα καημένα γαΪδούρια να βρουν την λογική τους, ε και στείλτε και σε εμένα καμιά γαρδένια!

5η μέρα

      Επιτέλους, σταματήσαμε! Έχει πιαστεί ο γαιδουρινός πισινός μου και με έχει κόψει η λόρδα. Μμμμ....τι μυρίζω; Αχ, γαρδένιες! Τι τέλεια που είναι εδώ! Η θέα της θάλασσας είναι εκπληκτική. Άντε ν΄ανέβουμε στο πράγμα πυ επιπλέει για να πάμε στο νησί επιτέλους. Ουάου! Τι είναι αυτό καλέ; Ιπτάμενη μηχανή; Roller Coaster; Γύρω γύρω οι γαιδάροι; Καλά ότι και να είναι φαίνεται τέλειο! Πρέπει να είναι, για να ξέρασε ένας. Σειρά μου, σειρά μου! Γιούπι! Πετάω, είμαι μια ιπτάμενη γαιδάρα! Οοο... γιατί τελείωσε τόσο γρήγορα; Καλά δεν πειράζει, πάω να πιάσω θέση στο παράθυρο.

10η μέρα

       Ο γαϊδουράτος (θεός γαιδάρων) και η μάνα του! Όλοι εδώ μέσα είναι τρελοί! Τρελάθηκαν όλοι τους. Μισοί γαιδάροι λένε ότι πάμε στα <<μπαμ! μπουμ!>> και οι άλλοι μισοί ότι θα πεθάνουμε και μιλούν μόνοι τους. Μόνο εγώ είμαι η λογική εδώ μέσα; Δεν αντέχονται οι άλλοι, τι και αν είναι όμορφοι με κορμάρα μου έχουν σπάσει τα νεύρα με τα <<μπαμ! μπουμ!>> και τους θανάτους τους οι γαιδουροπάλαβοι! Γι' αυτό και εγώ ή κοιμάμαι ή τραγουδώ με την γαϊδουρίσια φωνάρα μου. Δε σας το 'πα; Είμαι καταπληκτική τραγουδίστρια, αφού να φανταστείτε όλοι μου φωνάζουν <<ου, ου, ου!>> για να τραγουδήσω κι άλλο! Ακόμη θυμάμαι μια φορά που στο λιβάδι έδινα ρεσιτάλ, άρχησαν να μου πετάνε μαρούλια και ντομάτες για να με ευχαριστήσουν.

15η μέρα

        Επιτέλους γη! Γη χορτάρι και γαρδένιες! Ωραία τα ταξίδια, αλλά κουράστηκα. Που μας πάνε πάλι καλέ; Αφήστε μας να ξεκουραστούμε. Τουλάχιστον να φάμε καμιά γαρδένια.

17η μέρα
        
        Δεν έχουμε σταματήσει λεπτό να περπατάμε και να κουβαλάμε, πέρα από το βράδυ που κοιμόμαστε. Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται μήπως τα άλλα γαϊδούρια έχουν δίκιο, ΑΡΧΙΖΩ ΝΑ ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΑΙ. Η πολλή παρέα με τη Χάιδη και την Λάμπραινα με έχει χαλάσει. Σας το ΄πα; Έκανα δύο φίλες τη Χάιδη και τη Λάμπραινα! Τέλος πάντων, δεν έχει αυτό σημασία τώρα, αλλά ότι με πονάνε τα πόδια μου. Λοιπόν, το αποφάσισα θα κοιμηθώ για λίγο και ας θέλουν οι άλλοι ας συνεχίσουν, δε με νοιάζει θα βρω μόνη μου το δρόμο! Καληνύχτααα!

Ο καλύτερος ύπνος που έχω ρίξει! Καλέ που είμαι; Ποιός με έφερε εδώ; Αααα! Γαρδένιες, γκαζόν,ιβίσκοι! Κάποιος άνθρωπος πρέπει να με κουβάλησε ως το εξωτικό νησί, τι καλός! πάω να βρω τα άλλα γαϊδούρια! 

 Μαρία Νίκη Χατζαντώνη, Γ5