Η διδασκαλία του αποσπάσματος από την Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου αποτέλεσε την αφορμή να ασχοληθούμε στο Γ5 με το θέμα της γυναικείας καταπίεσης . Οι μαθητές χωρίστηκαν σε ομάδες και μελέτησαν κείμενα που κύριο θέμα τους ήταν η γυναικεία καταπίεση στην Ελλάδα του 18ου, 19ου και 20ου αιώνα καθώς και η ιστορία μιας μουσουλμάνας από τον 21ο αιώνα. Τα παιδιά μελέτησαν το υλικό και προχώρησαν στη ανασύνθεση των αφηγήσεων ή στην δημιουργική αξιοποίηση τους, προκειμένου να δώσουν τα δικά τους κείμενα.
Α ΟΜΑΔΑ
(Αφροδίτη Χλαπάνη, Μαρία Χατζηνικολάου, Δημήτρης Σούτας, Σοφία Στέφου, Βαγγέλης Χούλης)
Στο αφήγημα αυτό, που βασίζεται σε αληθινή ιστορία, ο συγγραφέας παρουσιάζει την ιστορία της Νίνας . Η Νίνα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέφαλο της Κω, όπου και παντρεύτηκε. Ο άντρας της , όντας φτωχός, πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί στην Αμερική, προκειμένου να κάνει την τύχη του και να βοηθήσει την οικογένεια του. Το χρονικό διάστημα που απουσίαζε, η Νίνα δέχτηκε την επίθεση και το βιασμό από ένα συγχωριανό της , ο οποίος για μεγάλο χρονικό διάστημα συνέχισε να τη βιάζει, ενώ η ίδια δεν είχε κάποιον να την προστατέψει. Στο μεταξύ η υπόθεση αυτή μαθεύτηκε στο χωριό και η Νίνα ήταν πια δακτυλοδεικτούμενη. Ο σύζυγος της, όταν έμαθε τα καθέκαστα, ζήτησε και πήρε τα παιδιά του στην Αμερική και εκείνα ξέγραψαν τη Νίνα από μητέρα τους. Η τύχη της γυναίκας αυτής ήταν να πεθάνει λίγο καιρό μετά από μια οδυνηρή γέννα (γέννησε το μωρό του ανθρώπου που τη βίαζε , το οποίο και πέθανε αμέσως μετά τη γέννα). Την ιστορία κατέγραψε ο κ.Κασιώτης μετά από τη συνάντηση του με την εγγονή της Νίνας , η οποία ήρθε από την Αμερική διεκδικώντας την περιουσία της γιαγιάς της και θέλοντας να μάθει στοιχεία για τη ζωή της.
………….Με φτερά στα πόδια του γύρισε στο σπίτι ο Δημήτρης . Σαν είπε τα μαντάτα στη Νίνα , εκείνη κατέρρευσε . Άρχισε ένα ατέλειωτο κλάμα , αφύσικο και ασυνήθιστο για κείνη και για οποιαδήποτε άλλη γυναίκα στη θέση της.
-Δε θέλω να φύγεις , Δημήτρη μου. Πού θα μ αφήσεις ;Πώς θα τα βγάλω πέρα με τρία παιδιά; Πώς θα ζήσουμε; Πώς, πώς;
-Μην κλαις, γυναίκα .Δε θα μείνω εκεί. Θα πάω να φέρω καλούς παράδες και θα κάνουμε μια δουλειά για τα παιδιά μας. Όσο θα είμαι εκεί δε σου λείψει τίποτε . Τα πρώτα χρήματα που θα κερδίσω θα στα στείλω. Σου το υπόσχομαι και θα το δεις.
Κι αν πάθεις κάτι; Κι αν αρρωστήσεις ; Κι αν χτυπήσεις ;Κι αν, κι αν….
Αυτά τα αν λόγχιζαν το μυαλό της Νίνας και την έπιανε κάθε φορά που έρχονταν στο μυαλό της νευρική κρίση.
Η Νίνα αγαπούσε τον άντρα της. Όπως συνέβαινε τα χρόνια εκείνα, οι κοινωνικές συνθήκες επέβαλαν οι άνθρωποι να ναι αυστηρά μονογαμικοί. Ιδίως οι γυναίκες. Δεν ήταν νοητό να έχει μια γυναίκα προγαμιαίες σχέσεις. Ακόμη και όταν βρισκόταν στο στάδιο του αρραβώνα. .Η κόρη έπρεπε να παραμείνει αγνή μέχρι την ημέρα του γάμου της. Μα το πιο απαιτητικό δεν ήταν αυτό.'Όφειλε να αποδείξει και την αγνότητα της την επομένη του γάμου. Αν δεν το απεδείκνυε ή αν δεν κατόρθωνε να πείσει όσους όφειλε προς τούτο , τότε ένα στίγμα την κυνηγούσε σε όλη της τη ζωή. Κι αν συνέβαινε να συλλάβει και να γεννήσει πριν τους εννιά μήνες από το γάμο της , τότε και το παιδί είχε ένα στίγμα. Το αποκαλούσαν πρωμο, δηλαδή πρώιμο, και το περίπαιγμα αυτό το έσερνε μαζί του εφ’ όρου ζωής.
Κάτω από αυτή την κοινωνική βαρβαρότητα , η γυναίκα που γνώριζε για πρώτη φορά έναν άντρα και που όφειλε για πάντα να ζει με αυτόν γίνεται αντιληπτό πόσο εύκολα παραμέριζε τις όποιες απαιτήσεις της και πόσο εύκολα γινόταν υπάκουη και υποτακτική σε αυτόν. …
Αν μια γυναίκα έχανε τον άντρα της , ήταν υποχρεωμένη για πάντα να μείνει ανέραστη και από τη θέση της νοικοκυράς περνούσε στη θέση της κακότυχης και της γρουσούζας. Αν κάποια χήρα αποτολμούσε να υποκύψει σε ερωτική πίεση άλλου άντρα το λιγότερο θα ‘ταν να της κρεμάσουν κουδούνια. Αυτά όλα είχαν συμβεί πάμπολλες φορές και αποτελούσαν τον εφιάλτη της Νίνας………………………………………………………………………………..
-Δημήτρη μου, αν φύγεις δε θα ξανάρθεις. Το προνιώθω. Το ξέρω. Το είδα στον ύπνο μου. Θα σε φάει το φίδι της ξενιτιάς και δε θα με ξαναδείς.
-Θα ξανάρθω.Πέντε έξι χρόνια θα κάμω. Και θα έρθω να σε κάνω βασίλισσα.
-Δε θέλω να με κάνεις βασίλισσα. Θέλω εσένα , τον άντρα μου., την κολόνα του σπιτιού μου. Άμα φύγεις θα πέσει το σπίτι μας……………………………..
……………………………………………………………………………………………………
Πλησίαζαν Χριστούγεννα του 1929 και ο Τούφεκος κάθε Σάββατο βρισκόταν την ίδια ώρα στο κρεββάτι της Νίνας. Όμως ο περίγυρος είχε ανιχνεύσει τις κινήσεις του και όλοι ήξεραν με ακρίβεια τις επισκέψεις του. Έτσι ο όχλος αποφάσισε να εφαρμόσει το δικό του νόμο και να επιβάλλει την ηθική και τη τάξη και να τιμωρήσει τους ενόχους.
Μια Κυριακή πρωί πήγε να ανοίξει την πόρτα της η Νίνα. Με το άνοιγμα είδε ότι πάνω στο κεφαλόσκαλο της είχαν πετάξει κουβάδες από κόπρανα χοίρων. Το θέαμα και η δυσωδία την κέρωσαν. …
Την επόμενη Κυριακή καθώς άνοιξε την πόρτα βρήκε πάνω της κρεμασμένα τα κέρατα ενός τράγου , σύμβολο της ατιμίας της και προειδοποίηση πως τα χειρότερα ακολουθούν. Όσα έγιναν τα είπε στον Τούφεκο . Του εξήγησε το δράμα της. Του είπε να σταματήσει να έρχεται γιατί κάποια στιγμή θα το μάθουν τα παιδιά της και δε θα μπορεί να τα κοιτάξει στα μάτια τις κόρες της, που΄ηταν ήδη στα δεκαέξι η μια και στα δεκατρία η άλλη. Του εξηγησε ακόμη πως η πρωτοκόρη της σε λίγο καιρό θα ήταν σε ηλικία γάμου και κανένας δε θα έπαιρνε την κόρη μιας μάνας που όλοι γνώριζαν πως έχει παράνομη σχέση. Μάταιος κόπος…..Το επόμενο Σάββατο άρχισαν να πέφτουν με ορμή δεκάδες πέτρες στην ξυλόπορτα του σπιτιού. Η επίθεση κράτησε πέντε λεπτά περίπου………..
ΕΡΓΑΣΙΑ
Αφού διαβάσετε το απόσπασμα να συζητήσετε στην ομάδα τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν αυτή την εποχή οι γυναίκες (ήθος, συμπεριφορά, γάμος, μοιχεία, τιμωρία από την κοινωνία). Εντοπίστε ποιο είναι το θέμα των αποσπασμάτων.
Στη συνέχεια υποδυόμενοι την πρωταγωνίστρια του βιβλίου, τη Νίνα, να καταγράψετε σε σελίδα ημερολογίου δύο τουλάχιστον ημερες από τη ζωή της. Μια λίγο πριν αναχωρήσει ο σύζυγος της για την Αμερική και μια μετά το βιασμό της από τον Τούφεκο και την τιμωρία της από την κοινωνία.
Τα αποσπάσματα αφορούν τα ακόλουθα θέματα:
- Την πίεση που ασκείται στις γυναίκες –κυρίως ψυχολογική – για να είναι σωστές γυναίκες και νοικοκυρές
- Οι γυναίκες είναι αποκλειστικά και μόνο νοικοκυρές
- Η μονογαμία χαρακτήριζε τις κοινωνίες και οποιαδήποτε παραβίαση αυτής από τις γυναίκες είχε σαν αποτέλεσμα το στιγματισμό τους
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Αγαπητό ημερολόγιο
Σήμερα έκλαιγα για ώρες, γιατί δε θέλω να φύγει ο Δημήτρης, η κολόνα του σπιτιού μου. Νιώθω ότι θα συμβούν άσχημα πράγματα και ότι θα μείνουμε χωρίς προστασία και στήριξη εγώ και τα παιδιά μου. Τον αγαπάω και να πάθει κάτι , από νοικοκυρά θα γίνω κακότυχη και γρουσούζα. Ήρθαν τα παιδιά μου. Πάω να μαγειρέψω.
Αγαπητό ημερολόγιο
Η Μαρία μου είπε ότι ο κυρ Νίκος και η Σούλα παντρεύονται και μένα ο Δημήτρης μου θα φύγει λέει για να με κάνει βασίλισσα. Δε θέλω να μου φέρει λεφτά και να λείπει τόσα χρόνια .Πάω για ύπνο τώρα γιατί θα πάθω τίποτα αν τα σκέφτομαι. Καλό ταξίδι να έχει.
Αγαπητό ημερολόγιο,
Σήμερα ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου!Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που μουέκανε ο Τούφεκος. Θα έρθει λέει και επόμενο Σάββατο κι εγώ δε μπορώ να κάνω τίποτα παρα μόνο να κλειδώσω την πόρτα μου. Αυτό δε θα τον σταματήσει όμως. Φοβάμαι τι θα πει το χωριό αν το μάθει και τι θα κάνουν. Σε λίγο θα καταλάβουν τι έγινε , αν συνεχιστεί αυτό. Ντρέπομαι πολύ . Δεν το ήθελα .Επλίζω να μην το μάθει ο Δημήτρης γιατί δε με σώζει μετά τίποτα. Θα μου κρεμάσουν κουδούνια και θα με σέρνουν στο χωριό. Θα με σχολιάζουν και θα με κάνουν ρεζίλι. Πάει η αγνότητα μου πριν από το γάμο. Τα παιδιά μου θα το καταλάβουν και θα με ξεγράψουν από τη ζωή τους.Πόση αδικία ακόμη στη ζωή μου! Θεέ μου, βόηθα με! Απελπισία! Πρέπει αν σταματήσω να γράφω γιατί η Κατερίνα μου χτυπάει την πόρτα.
Β ΟΜΑΔΑ
(Μαρία Νίκη Χατζαντώνη, Γιάννης Χανόπουλος, Βαγγέλης Τσάτσα, Ζωζώ Τσακίρη , Κατερίνα Τσιμισίρη )
Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) Κ.ΘΕΟΤΟΚΗΣ
Ο Θεοτόκης στο κείμενό του αναφέρεται στο τρυφερό ειδύλλιο της Ρήνης και του Αντρέα ,δύο νέων από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις αλλά τονίζει επίσης ιδιαίτερα την εξάρτηση των ανθρώπων από το χρήμα. Ο Αντρέας σκέφτεται να ζητήσει την Ρήνη σε γάμο.Όταν όμως επιστρέφει η κυρά Επιστήμη στο σπίτι και βλέπει τους δύο νέους να μένουν μαζί αστεφάνωτοι , θεωρεί πως η τιμή της κόρης της διαφθείρεται.
«Ήρθε η Ρήνη σου;» «Δεν τη γλέπω.» «Να ζήσεις, σιόρα Επιστήμη, κάτι καλό ακούσαμε· είναι αλήθεια;» «Τι;» «Μα κάτι για τον Αντρέα τον Ξη.» «Α, εμείς είμαστε» είπε η κυρά Επιστήμη κλειώντας τα μάτια, «μικροί αθρώποι, κι αυτός από οικογένεια. Πού ν' απλώσουμε τόσο ψηλά. Και πάλε, αν τση το γράφει η τύχη της...» «Δίκιο! Δίκιο!» είπαν πολλές. «Μα τι νέος!» «Κρίμας» είπε η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους, «που εφτωχύνανε τώρα κομμάτι κι αυτοί οι Ξήδες. Μα είναι αθρώποι που δε χάνονται. Έχουνε τόσες γνώρες (γνωριμίες)! Μονάχα, κοίταξέ σου καλά, σιόρα Επιστήμη μη... μη σας γελάσει. Τά 'καμε τα ίδια κι ο μαγαρισμένος ο πατέρας του· και εκακομοίριασε, ανάθεμά το, μία δύο εδώ στο μπόργο (γειτονιά).» «Τά 'καμε εκεί που του περνούσε! Μα ξέρεις τι κοπέλα είναι η Ρήνη μου;» «Το μήλο πού θα πέσει;» είπε κάποια. «Αποκάτου από τη μηλιά» αποτέλειωσε μία άλλη. «Ούτε για όλο το βιος των Κορφώνε, μάτια μου, δεν το κάνει» είπε μία τρίτη.
«Γι' αυτό και γω αφήνω» είπε με υπερηφάνεια η Επιστήμη· «παιδί δικό μας είναι, από δω από το μπόργο. Καμία φορά κουβεντιάζουνε και τσ' αφήνω. Τα λόγια ξέρεις μπότα δεν κάνουνε. Μοναχά στο δρόμο όμως. Δε θέλω να τση κόψω την τύχη τση, αν τση γράφει να τόνε πάρει.» «Καλώς τα κουβεντιάζετε, νοικοκυρές» είπε μία μισόκοπη συμπαθητική γυναίκα που ήρθε με την καρέκλα της κ' εντρυμώθηκε (χώθηκε) ανάμεσα στες άλλες. «Ε, για τη Ρήνη μιλείται; το ξέρει λοιπόν η σιόρα Επιστήμη;» «Να ξέρω τι, Κωνσταντίνα;» είπε με σοβαρό ύφος. «Τό 'χει κρουφό καμάρι» είπε η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους· «είναι, πες, όλα τελειωμένα· γι' αυτό και δεν τη γνοιάζει.» «Χαρά σ' εσάς» είπε η νιόφερτη. «Από τη γειτονιά μας έρχομαι. Εκουβεντιάζανε τα παιδιά πολληώρα στο δρόμο και δεν εσκιαζόντανε που τα βλέπαμε. Μα τι να σου πω, είναι κομμάτι σαν άπρεπο... τον έμπασε τώρα μέσα.
Η κυρά Επιστήμη ανατινάχτηκε με μιας κ' εβρέθηκε ορθή. «Τι λες, Κωνσταντίνα» είπε πασκίζοντας να φαίνεται ήσυχη· «μπα, μπα, η Ρήνη μου αυτό το πράμα! Θα τον έκραξε μέσα ο γέροντάς μου· τον άφηκα στο κρεβάτι· μού 'χε πει πως δε θά 'φευγε παρά το βράδι.»
Μα τα λόγια της δεν τα πίστευε ούτε η ίδια· ο νους της εδούλευε αλλιώς: «Χάλευε πού είναι αυτός ο μεθύστακας. Κυριακή και να μείνει σπίτι. Μα κι αυτή η Ρήνη να τόνε μπάσει μέσα! Δεν ήξερε που ο κόσμος έχει μάτια για να βλέπει;» Και δυνατά ξακολούθησε: «Πάω να δω τι γένεται· θα σας τήνε φέρω εδώ τη Ρήνη να σας πει η ίδια τι εστάθηκε. Μυστικά η κοπέλα μου δεν έχει, ούτε ψεγάδι κανένα.» Οι γυναίκες εχαμογέλασαν. Ένα άλλο αυτοκίνητο εδιάβηκε μ' όλη του τη γληγοράδα και η κυρά Χριστίνα ξανάρχισε την καταλαλιά της. Βιαστικιά η Επιστήμη επήγαινε τώρα σπίτι της.
Κι όταν έφτασε είδε πως όλα είταν αλήθεια. Η γειτόνισσα είχε πει την αλήθεια. Ναι η πόρτα του σπιτιού δεν είταν κλεισμένη, μα στην μπασιά, που εχρησίμευε για τραπεζαρία και για σαλόνι, όπου κιόλας είταν ο περίφημος κομός, ο Αντρέας και η θυγατέρα της, ορθοί και οι δύο και γιορτιάτικα ντυμένοι, εκουβέντιαζαν χαμογελώντας ο ένας τ' άλλου. Και η Επιστήμη, που ερχότουν με χτυποκάρδι στο σπίτι της, έμεινε μία στιγμή στο δρόμο και τους επαρατήρησε. Και ενώ από ένα μέρος γρικούσε μίαν άγρια στεναχώρια να της σφίγγει την τίμια καρδιά της, και ενώ κρύος ίδρος ντροπής τής περίβρεχε τα χέρια και το μέτωπο, εκείνην τη στιγμή τής εκάστηκε ακόμα πλιο ωραία η θυγατέρα της, στ' άνθι της νιότης, κι άλλο τόσο ωραίος κι ο Αντρέας και σαν καμωμένος για νά 'ναι το ταίρι της κόρης της. Κ' η μάνα είπε αθέλητα με το νου της: «Ω να την έπαιρνε.» Και η σκέψη της αποτέλειωσε το λόγο που της έβγαινε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της: «Θα εκλειούσαν έτσι κι όλα τα στόματα! Να μην είναι σπίτι αυτός ο μεθύστακας! Τι ξαφόρμιση νά 'βρω τώρα για την υπόληψή μας;» Κι όρμησε στο σπίτι κ' έκλεισε με το συρτάρι την πόρτα.
«Αντρέα» είπε με σιγαλή μα σταθερή φωνή. «εβάρθηκες να ντροπιάσεις το φτωχικό μου;» «Ω μάνα» είπε η Ρήνη ξεσπώντας σε δάκρυα, «ω μάνα!» «Όχι» είπε ο Αντρέας γενόμενος πλιο κόκκινος. «Δεν εσκέφτηκες» ξακολούθησε πικρά, «πως είμαστε φτωχοί αθρώποι, αδύνατο μέρος, πως δεν έχουμε παρά του θεού την ολπίδα και την υπόληψή μας, και το μοναχό αποκούμπι τση φαμίλιας μου δεν είμαι παρά εγώ, μία καημένη γυναίκα, σαν έρμη, γιατί τον άντρα πόχω είναι σα να μην τον είχα; Κ' εβάλθηκε να κλαίει. «Ω μάνα!» ξανάπε αναστενάζοντας η Ρήνη, «θα σου πει· η καρδιά του είναι χρυσή· δεν καταδέχεται την ατιμία.» «Γιατί τον έμπασες μέσα; Γιατί ήρθες μέσα, Αντρέα; Η γειτόνισσα στο φόρο το βουκινίζει· κ' έχει δίκιο· ποιος θα τήνε πάρει τη δυστυχισμένη τώρα που της έκαμες αυτό το κακό;» «Άκου» είπε ο Αντρέας πειραγμένος, «όλο το μπόργο (γειτονιά) μ' εγνώρισε τίμιονε, και η ίδια με ξέρεις. Τι να σου κάμω; Η αγάπη δεν παίρνει το θέλημα τω γονιώνε· γεννιέται μοναχή τση. Τη Ρήνη σου εγώ τήνε παίρνω.» «Δε μένει άλλο» είπε η μάνα μ' έναν αναστεναγμό παρηγορητικό, «έτσι μόνο θα γλυτωθεί η τιμή μας.»
ΕΡΓΑΣΙΑ
Να εντοπίσετε ποιο είναι το κεντρικό θέμα του αποσπάσματος. Έπειτα να συνεχίσετε το διάλογο ανάμεσα στα τρία πρόσωπα του έργου , τη Σιόρα Επιστήμη, τη Ρήνη και τον Αντρέα.
Το κεντρικό θέμα του αποσπάσματος είναι οι προκαταλήψεις εκείνης τςη εποχής . Συγκεκριμένα, όταν μια κοπέλα έβαζε στο σπίτι της έναν άντρα, αυτό έθιγε την υπόληψη της.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Ανδρέας: Δεν ήρθα εδώ να θίξω την υπόληψη της κόρης σας!ήρθα επειδή την αγαπώ αληθινά!
Επιστήμη: Ήρθες όμως και γινήκαμε όλη η οικογένεια θέμα συζήτησης στη γειτονιά.
Ρήνη: Δε με νοιΆζει τι λέει η γειτονιά για μένα.Κάθε σπιθαμή του σώματος μου τον αγαπά!
Επιστήμη: Δεν έχει σημασία η αγάπη σου!Αυτός ήρθε μόνο για χρήματα και θα δεις ότι θα σε παρατήσει αργότερα.
Ανδρέας: Ρήνη, μην την ακους , λατρεμένη μου! Σε λατρεύω και σ αγαπώ και δε θα σε αφήσω!
Επιστήμη: Κόρη μου, σου λέει ψέματα!Ξύπνα! Θα δεις ότι τα λόγια μου θα πιάσουν τόπο!
Ρήνη: Μάνα, αρκετά πια! Έχω να ανακοινώσω και στους δυο σας κάτι και δε με νοιάζουν οι συνέπειες! Μέσα στα σπλάχνα μου έχω το παιδί του! Ακόμα και να βγουν αληθινά τα λόγια σου μάνα, ακόμα κι αν με παρατήσει, εγώ αθ το κρατήσω το απιδί και θα το μεγαλώσω μοναχή μου κι ας πει ο κόσμος ό,τι θέλει!
Επιστήμη: Κόρη μου, δεν είσαι στα συγκαλά σου! Έμεινες έγκυος από τον ξένο χωρίς να είσια καν παντρεμένη! Δεν είσαι το παιδί που μεγάλωσα! Δε σου έδωσα τέτοιες αρχές!
Ανδρέας: Ρήνη, τι είναι αυτά που λες; Ισχύουν όλα αυτά;
Ρήνη: Ισχύουν Αντρέα! Δε λέω ψέματα! Το απιδί που έχω στα σπλάχνα μου είναι δικό σου…
Επιστήμη: Να ανοίξει η γη να με καταπιεί!Να γλιτώσω από αυτά τα ρεζιλίκιασου (κλαίει). Από τις ατιμίες σου!Δεν είσαι άξια να είσαι κόρη μου…..
Γ ΟΜΑΔΑ
(Κάτια Σπύρου, ΜανώληςΤζανακάκης, Ογιά Χατζηχαλήλ, Χριστίνα Τριβυζά)
Η Φυγή, Σώτη Τριανταφύλλου (απόσπασμα)
Η Φυγή είναι μια ιστορία για έναν απαγορευμένο έρωτα που γίνεται πραγματικότητα μόνο και μόνο επειδή τα δύο πρόσωπα δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Η Άννα και ο Αποστόλης -δυο άνθρωποι που φαινομενικά ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους- αψηφούν τα σκληρά ήθη της επαρχίας διεκδικώντας το δικαίωμά τους στην ευτυχία.
Η Άννα ζει στην Άμφισσα, ενώ συνεχίζεται ο εμφύλιος πόλεμος στη χώρα. Μένει με τους γονείς της – ο πατέρας της (ο Πέππας) είναι αγρότης, έχει ελαιόδεντρα και η μητέρα της η Τούλα είναι νοικοκυρά.
Η Άννα μετά την Κατοχή ήθελε να τελειώσει το σχολείο, να δώσει εξετάσεις στην Ακαδημία για να σπουδάσει δασκάλα, αλλά με τούτα και μ εκείνα , την όγδοη δεν την έβγαλε. Της είχε μείνει ο καημός κι όλο κάτι κουτσοδιάβαζε: περιοδικά, μυθιστορήματα, ότι διαβάζουν τα κορίτσια προτού να βρούνε το γαμπρό….
…….Ο Πέππας είχε αποκάμει. Ο πόλεμος συνεχιζόταν μες στο σπίτι του. Η Άννα δε μιλούσε διόλου, της γυναίκας του όμως της Τούλας η γλώσσα πήγαινε ροδάνι, κι όλο τα έβαζε με τη μικρή που δεν ήταν πια μικρή, αλλά της παντρειάς και βάλε: φοβότανε μπας κι η Άννα μείνει στο ράφι, γιατί ούτε στο νυφοπάζαρο έβγαινε τις Κυριακές τα απογεύματα, ούτε στην εκκλησία πατούσε ποτές-που θα την έβλεπε ο γαμπρός; Ο Πέππας δεν τα πολυπρόσεχε αυτά, της είχε αδυναμία της Άννας, ήτανε κορίτσι μάλαμα, ούτε αντιμιλούσε, ούτε με παρέες τριγύρναγε, μονάχα μια φιλενάδα είχε, τη Μαρία Αγγελοπούλου, που σπούδαζε δασκάλα στην Αθήνα, στο Αρσάκειο. Λίγα ήταν τα λόγια της, και στις δουλειές ήταν πάντα πρόθυμη. ……………………………………..
……………….Τα βράδια , η Άννα καθόταν στο δωμάτιο της και διάβαζε ποιος ξέρει τι, κι έγραφε γράμματα στη Μαρία. Έ, έτσι περνάνε τα κορίτσια μέχρι να παντρευτούνε, τι άλλο να κάνουνε: νοικοκυριό, όνειρα και αναμονή………. Ο Πέππας δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι πάνω της-άλλες τις δέρνανε με τη λωρίδα, τις κρεμάγανε ανάποδα στο πατερο .Να, τη Θοδώρα, ο πατέρας της την είχε ξεμαλλιάσει , του χε μείνει ολάκερη τούφα στο χέρι- αλλά ο Πέππας δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι στην Άννα….
…Το 1947 όταν πάτησε τα δεκαεννιά, η Τούλα ήθελε να την προξενέψουνε σε έναν υπάλληλο της Αγροτικής, ένα παιδαρέλι από την Ιτέα. «Δημόσιος υπάλληλος¨ έλεγε και γέμιζε το στόμα της , «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πέφτει το παραδάκι!...
Η Άννα έγραφε στη Μαρία: « Η μάνα μου Μαρία θέλει να με παντρέψει, αλλά εγώ θέλω να αγαπήσω κάποιον, να δω πως είναι. Κακό είναι αυτό; Δεν μπορώ να παντρευτώ σαν να μαι φοράδα, ντρέπομαι. Πες μου εσύ που είσαι στην Αθήνα, κακό είναι αυτό; Αχ, να ερχόσουνα εδώ να τα κουβεντιάζαμε λιγάκι. Άλλη φιλενάδα δεν έχω , η Θοδώρα παντρεύτηκε , φαγώθηκε να πάρει το Γιώργη τον καβαλάρη που καλοκοίταγε τη Σοφία(θυμάσαι;) κι η Σοφία τώρα είναι έγκυος , σαν βαρέλι έχει γίνει. Δε θέλω να γίνω σαν βαρέλι. Ποτές.
ΕΡΓΑΣΙΑ
Ποιο είναι το κεντρικό θέμα του αποσπάσματος; Αφού το εντοπίσετε να υποδυθείτε την Άννα , την πρωταγωνίστρια του αφηγήματος και να γράψετε ένα γράμμα στην καλύτερη φίλη της τη Μαρία που ζει στην Αθήνα και στην οποία θα μιλάτε για όσα ονειρεύεστε για τη ζωή σας σχολιάζοντας όσα συμβαίνουν γύρω σας.
Το κεντρικό θέμα του αποσπάσματος είναι η ζωή της Άννας στην επαρχία λίγο μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ζωή της δεν ήταν όπως την περίμενε, αφού όχι μόνο δεν τελείωσε το σχολείο , αλλά και δεν τα κατάφερε να πάει να σπουδάσει λόγω των γονιών της που δεν το επέτρεψαν. Ύστερα, η μητέρα της ήθελε να την παντρέψει με προξενιό, αλλά η ίδια ήθελε να βρει την πραγματική της αγάπη. Τέλος, έβλεπε τις άλλες κοπέλες που ζούσαν με το όνειρο του γάμου, όπως και η φίλη της μετά την εγκυμοσύνη και κατέληγαν ατημέλητες και εκείνη δεν ήθελε να καταντήσει έτσι.
ΓΡΑΜΜΑ
Αγαπημένη μου Μαρία, Τι κάνεις πώς περνάς στην Αθήνα; Ελπίζω να είναι όλα καλά!
Εγώ πάντως εδώ δε θα μπορούσα να πω πως περνάω καλά.Δεν έχουν μείνει και πολλά πράγματα που μπορώ να κάνω και η μητέρα μου βιάζεται αν με παντρέψει με προξενιό. Πιστεύω όμως πως θα ξέρεις ότι αυτό δεν το θέλω και θέλω να παντρευτώ από αγάπη και όχι από προξενιό, γιατί βλέπω την τύχη της Θοδώρας .Αλλά και η Σοφία παντρεύτηκε πρόσφατα , απέκτησε ένα παιδί και έχει αφοσιωθεί στην οικογένεια της. Αυτό δε θεωρείται ευτυχία .Και οι δυο έχουν καταλήξει τελείως ατημέλητες και δε θα θέλα να βρεθώ στη θέση τους.
Μακάρι να μπορούσα να είχα και γω τη δυνατότητα να σπουδάσω στην Αθήνα μαζί σου. Εδώ δεν έχω τίποτα πια να κάνω και κανέναν να κουβεντιάσω μαζί του. Ανυπομονώ πολύ να έρθει το καλοκαίρι για να ξαναβρεθούμε , γιατί μου έχει λείψει πολύ. Περιμένω νέα σου σύντομα!Πολλά φιλιά!
Άννα
Δ ΟΜΑΔΑ
(Ματίνα Τρακόσα, Δημήτρης Τρίγκας, Φιλίτσα Τσολάκη, Μελίσα Τσίπι, ΜπλεόναΤερσάλα )
Η Γεωργία Σκοπούλη διέσωσε εξομολογήσεις των κατοίκων που γεννήθηκαν πάνω-κάτω στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο τόμος που επιγράφεται «Αυτές που γίναν ένα με τη γη» (Δωδώνη, γ' έκδοση) απαθανατίζει τα λεγόμενα των γυναικών και διηγείται τα βάσανα τους.
Η Βασιλική, στα ογδόντα πλέον, ξεστομίζει τη μεγάλη αλήθεια:
«Τότε τις νύφες τις ήθελαν για δουλειά. Σκληρή δουλειά. Να τρέχω στα ζώα, στα χωράφια και στα δυο χωριά, πάνω κάτω. Να έρχομαι να τους πλύνω, να τους καθαρίσω, να αλείψω με ασβέστες τα σπίτια... Ό,τι έλεγε ο πεθερός γινόταν. Φράγκο δεν είχαμε στην τσέπη. Πηγαίναμε στα πανηγύρια και στεκόμασταν όρθιοι, πού λεφτά να κάτσουμε σε τραπέζι. Μας μάλωνε και μας χτύπαγε με την κρανιά( στα πόδια όταν λείπαμε για πολλές ώρες και αργούσαμε να γυρίσουμε! Δεν αντιμιλούσαμε ποτέ.
«Εκείνο που καμιά κοπέλα στο χωριό δεν ήξερε και δεν φόραγε ήταν το βρακί. Το σκέφτομαν μετά κι έλεγα: Μα, τι χαζές που ήμασταν! Να τρέχει το αίμα της περιόδου μέχρι κάτω στα πόδια και να μη σκεφτούμε να βάλουμε κάτι! Σκουλήκιαζαν οι μάλλινες φούστες που φοράγαμε από τη βρόμα, από τα ξεραμένα αίματα! Όταν ήμασταν στα γίδια, καθόμασταν με τα πόδια σφιχτά για να μη φτάσει το αίμα μέχρι κάτω. Απ' αυτήν τη στάση καταλαβαίναμε αμέσως ποια έχει περίοδο. Το πρώτο βρακί που φόρεσα ήταν στα είκοσι. Το έφτιαξε η μάνα από σακούλα που είχε μέσα αλεύρι...».
Με τον άντρα, όχι! Δεν πέρασα καλά. Έτσι που τον έβλεπα, έμοιαζε σαν Άγιος. Δεν ήταν. Είχε ζήσει και στην Αθήνα, όπου έμαθε να ράβει, και στην Πρέβεζα. Ήταν πιο εξελιγμένος από μένα. Αλλά κι εγώ ήμουν πιο εξελιγμένη από τις άλλες γυναίκες. Στο Πολύβρυσο μ’ είχαν σαν την καλύτερη απ’ όλο το χωριό! Όμως δεν με λογάριαζε! Δεν συμφωνάγαμαν. Εγώ ήμουν πιο έξυπνη και του έλεγα έτσι κι έτσι, αυτός έλεγε όχι. Ήθελε να γίνεται το δικό του. Δεν λέω, λοξοκοίταγε κιόλας... Όμως δεν μ’ άφηνε να πάω πουθενά. Να μην με δει χτενισμένη και ωραία ντυμένη, όπως ήμουν από τη μάνα μου μαθημένη!. Μούφερνε τους μουσαφιραίους χωρίς να με ειδοποιεί, για νάχω πιο συμμαζεμένο το σπίτι, να ντυθώ κι εγώ, να φτιαχτώ. Οι μουσαφιραίοι να φάνε θέλουν, δεν θέλουν να ιδούν, έλεγε.
Μια μέρα γένονταν ένας βλάχικος γάμος, σε καλύβια, λίγα ήταν τα σπίτια τότε δω. Και λέω: Δεν πάω κι εγώ να δω την νύφη; Πήγα την είδα και γρήγορα-γρήγορα γύρισα. Τον βρήκα στο σπίτι! Άλλες φορές αργούσε να γυρίσει. Αυτή τη μέρα και τι δεν άκουσα!
Πέρασα κακιά ζωή. Δεν είχα άντρα εγώ. Δεν μολογιούνται αυτά που πέρασα. Πάντα ήθελε να κάνει το δικό του. Δεν υπολόγισε από τι σπίτι με πήρε! Στο χορό έμπαινε μόνος του, εμένα δεν μ’ έπαιρνε. Απ’ όταν παντρεύτηκα δεν πήγα πουθενά, πουθενά. Όλο σπίτι και δουλειές, δουλειές. Μια ζωή δουλειές κι ευθύνες.
Δεν τα μαρτύραγα στ’ αδέρφια και στη μάνα. Ήμουν η μικρότερη και με είχαν στα όπα-όπα. Θα στεναχωριόταν πολύ. Τί μπόρεγα να κάνω; Τίποτα. Είχα τα παιδιά.
ΕΡΓΑΣΙΑ
Αφού διαβάσετε το κείμενο εξομολόγηση της Βασιλικής να υποθέσετε ότι παίρνετε συνέντευξη από τη γυναίκα αυτή. Διατυπώστε ερωτήσεις και δώστε απαντήσεις με βάση όσα αφηγείται.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
-Πως ήταν η ζωή σου μετά το γάμο;
-Η ζωή μου ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Ήμουν αναγκασμένη να κάνω όλες τις δουλειές ολομόναχη χωρίς καμιά βοήθεια.Καθημερινά είχα το ίδιο κουραστικό πρόγραμμα:έτρεχα στα ζώα, στα χωράφια, έπλενα και διατηρούσα όλους καθαρούς και γενικά όλη τη μέρα είμαι στο πόδι.
-Ποια ήταν η κεφαλή της οικογένειαςκαι πως ήταν τα οικονομικά σας;
-Η κεφαλή της οικογένειας ήταν ο πεθερός, ο οποίος κάθε φορά που κάναμε κάτι που δεν του άρεσε , π.χ. όταν αργούσαμε να γυρίσουμε από τις δουλειές που είχαμε , μας χτύπαγε στα πόδια με την κρανιά. Σαν οικογένεια δεν είχαμε λεφτά, εμ αποτέλεσμα όταν πηγαίναμε στα πανηγύρια να μην έχουεμ τη δυνατότητα να κάτσουμε.
-Τι σας έλειπε από τις σημερινές ανέσεις;
Αυτό που καμιά κοπέλα δεν ήξερε στο χωριό ήταν το εσώρουχο, με συνέπεια να μας λείπουν οι ανέσεις των σημερινών γυναικών στις δύσκολες μέρες. Το πρώτο εσώρουχο που φόρεσα ήταν στα 20 και ήταν φτιαγμένο από ένα σακί που περιείχε αλεύρι.
-Πώς ήταν η συμβίωση με τον άντρα σας;
- Στην αρχή όταν τον πρωτοείδα έμοιαζε σαν άγγελος, αλλά αποδείχτηκε το ακριβώς αντίθετο. Δεν τον ένοιαζε που με θεωρούσαν καλύτερη σε όλο το χωριό. Εκείνος δε λογάριαζε καθόλου τη γνώμη μου.Δε με άφηνε να περιποιούμαι τον εαυτό μου, διότι ζήλευε. Πέρα από αυτά , έφερνε στο σπίτι τους φίλους του χωρις να με ειδοποιεί για να τακτοποιώ και να φτιαχτώ και γω. Μια φράση που μου έλεγε συχνά ήταν: «Οι μουσαφιραίοι να φάνε θέλουν, δε θέλουν να δουν». Μια φορά ήθελα να πάω σε ένα γάμο για να δω τη νύφη.Πήγα και γρήγορα γρήγορα γύρισα στο σπίτι .Εκεί βρήκα τον άντρα μου.Εκείνη τη μέρα και τι δεν άκουσα. Δυστυχώς από τη μέρα που παντρεύτηκα από το σπίτι δεν ξαναβγήκα παρα μόνο για δουλειές.Στην οικογένεια μου δεν ήθελα να πω κάτι για να μην τους στενοχωρήσω. Ούτε από το σπίτι μπορούσα να φύγω , αφού είχα τα παιδιά μου.
Ε ΟΜΑΔΑ
(Μουαζέζ Χατζηφειζουλάχ, Αλέξης Τσάτσα, Ολυμπία Τρίγκα, ΕλισιάναΤάκα , Δομνίκη Χατζηνικολάου)
Tο 17% των κατοίκων της σημερινής Aθήνας δεν γεννήθηκαν Έλληνες. O Γκαζμέντ Kαπλάνι ψάχνει, ακούει και καταγράφει τις επώνυμες και ανώνυμες ιστορίες τους.
Γεννήθηκα στην Tεχεράνη πριν από 17 χρόνια... Mε λένε Pοζίνα... Tο όνομά μου είναι αρχαίο περσικό και δεν άρεσε στους ισλαμιστές... Όταν ήρθαν στην εξουσία στο Iράν απαγόρευσαν τα περσικά ονόματα και επέβαλαν τα ισλαμικά... Για να κρατήσω το όνομα Pοζίνα ο πατέρας μου λάδωσε τους υπαλλήλους... Έδωσε μια πανάκριβη φωτογραφική μηχανή ως «φακελάκι»... Eάν λαδώσεις, οι νόμοι του Aλλάχ γίνονται πιο ελαστικοί... O μπαμπάς μου ήταν πολύ γνωστός φωτογράφος στην Tεχεράνη... Δεν θυμάμαι την πρώτη φορά που μπήκε στη φυλακή... Ήμουν μόνο τεσσάρων μηνών... O μπαμπάς έδινε τότε μαθήματα φωτογραφίας στο Yπ. Eσωτερικών και ανακάλυψε το φάκελο μιας κοπέλας που είχαν δολοφονήσει και εξαφανίσει οι ιρανικές μυστικές υπηρεσίες... Eκείνος είπε στην οικογένεια της κοπέλας την αλήθεια... Tον συνέλαβαν και τον βασάνισαν... Όταν βγήκε από τη φυλακή ήμουν ενάμισι χρονών... Aπό μικρή έμαθα ότι ο κόσμος χωρίζεται σε κορίτσια και αγόρια... Aλλά και ότι ένα κορίτσι αξίζει πολύ λιγότερα από ένα αγόρι, γιατί έτσι λέει το κοράνι... Aυτό μας μάθαιναν στο σχολείο... Πηγαίναμε σε ξεχωριστό σχολείο, χωρίς καμία επαφή με εκείνο των αγοριών... Oι δασκάλες μάς δίδασκαν πως εάν κάναμε παρέα με τα αγόρια θα πηγαίναμε σίγουρα στην κόλαση... Πως ακόμα και το να βλέπεις ένα αγόρι ήταν μεγάλη αμαρτία... Πως οι γυναίκες που δεν φορούν τσαντόρ ή που αφήνουν τα μαλλιά τους να βγουν έστω και δυο εκατοστά έξω από το τσαντόρ όχι μόνο θα πάνε στην κόλαση, αλλά πως ο Aλλάχ θα τις τιμωρήσει κρατώντας τες αιωνίως κρεμασμένες από τα μαλλιά... Tρομαγμένη ρώτησα τους γονείς μου εάν όλα αυτά αληθεύουν και μου απάντησαν ότι οι δασκάλες μάς λένε ψέματα... Eμείς τα κορίτσια, ενώ μεγαλώναμε, προσπαθούσαμε να φανταστούμε τι γίνεται στα σχολεία των αγοριών...
Mε τις στενές μου φίλες αναρωτιόμασταν: «Γιατί εμείς αξίζουμε πολύ λιγότερα από τα αγόρια; Tι έχουν τα αγόρια που εμείς δεν το έχουμε;»... Tα περισσότερα κορίτσια στην τάξη μου είχαν ένα αγόρι, έτσι για να μιλήσουμε, για να μας φύγει η περιέργεια... Συναντιόμασταν κρυφά, πίσω από τα σπίτια, σε ερημικούς δρόμους, συνήθως στο λυκόφως, για να μη μας δει η αστυνομία, γιατί εάν μας έπιαναν να κάνουμε παρέα μας εξευτέλιζαν και μας απέβαλαν από το σχολείο... Tο μεγάλο μου πάθος ήταν το ποδήλατο, το οποίο ήταν αποκλειστικό προνόμιο των αγοριών... Pώτησα τους γονείς μου εάν ήταν αμαρτία να κάνω ποδήλατο με τα αγόρια και μου είπαν όχι... Mου έκοψαν όμως τα μαλλιά αγορίστικα για να μην με καταλάβουν οι αστυνομικοί και οι ισλαμιστές... Tα άλλα κορίτσια δεν είχαν τέτοια τύχη, δεν τα άφηναν οι γονείς τους... Γι' αυτό τα αγόρια συνωστίζονταν για να κάνουν παρέα μαζί μου...
Στην τάξη μας, εμείς τα κορίτσια, φέρναμε κρυφά αθλητικές εφημερίδες... Ήταν το δικό μας απαγορευμένο κοράνι... Kαι ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσουμε για τα αγόρια... Eίχαμε τρέλα με το ποδόσφαιρο... Bλέπαμε τις φωτογραφίες των ποδοσφαιριστών και ονειρευόμασταν να έχουμε τέτοιους άνδρες όταν μεγαλώσουμε... Eγώ ήμουν το μόνο κορίτσι που είχε καταφέρει να μπει στο γήπεδο, όπου δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες... Mε πήρε μια φορά ο μπαμπάς αφού με έντυσε αγόρι... Oι φίλες μου με έβλεπαν με θαυμασμό και ζήλια, για αυτές ήταν όνειρο ζωής...
ΕΡΓΑΣΙΑ
Ποιο είναι το κεντρικό θέμα του κειμένου; Αφού συζητήσετε με την ομάδα να υποθέσετε ότι παίρνετε συνέντευξη από αυτό το κορίτσι.
Το κεντρικό θέμα είναι πως στο Ισλάμ οι γυναίκες θεωρούνται κατώτερες και δεν έχουν δικαιώματα.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
-Καλημέρα Ροζίνα!
-Καλημέρα!
-Λοιπόν, πρώτα πρώτα θα ήθελα να σε ρωτήσω από που προέρχεται το όνομα σου;
-Το όνομα μου είναι αρχαίο περσικό και δεν άρεσε στους Ισλαμιστές. Μάλιστα όταν ήρθα στην εξουσία στο Ιράν απαγόρευσαν τα περσικά ονόματα και μας επέβαλαν τα περσικά.
--Και τότε πώς κατάφερες να το κρατήσεις;
-Ο μπαμπάς μου λάδωσε τους υπαλλήλους δίνοντας τους μια πανάκριβη φωτογραφική μηχανή. Την φωτογραφική μηχανή την είχε λόγω του ότι ήταν διάσημος φωτογράφος στο Ιράν.
-Η μαμά σου τι δουλειά έκανε στο Ιραν;
-Η μητέρα μου δεν επιτρεπόταν να βγει από το σπίτι χωρίς τον πατέρα μου, οπότε καθόταν σπίτι και ασχολιόταν με τα οικιακά.
-Κατάλαβα. Και πώς πέρασες τα παιδικά σου χρόνια ως κορίτσι στο Ιράν;
-Ως μωρό δε γνώρισα τον πατέρα μου , γιατί ήταν τη φυλακή. Όταν ήμουν 1,5 χρονών τον γνώρισα.
-Γιατί είχε φυλακιστεί;
- Όταν ο μπαμπάς μου έδινε μαθήματα φωτογραφίας στο Υπουργείο εξωτερικών , ανακάλυψε το φάκελο μιας κοπέλας που οι Ιρανικές Μυστικές Υπηρεσιες δολοφόνησαν και εξαφάνισαν. Έτσι τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν.
-Η ζωή για μια έφηβη στο Ιραν πώς ήταν; Πώς περνούσαν οι μέρες στο σχολείο;
-Από μικρή ηλικία έμαθα πώς ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε αγόρια και κορίτσια.Επίσης έμαθα ότι ένα κορίτσι αξίζει πολύ λιγότερο από ένα αγόρι. Αυτά έλεγε το Κοράνι, αυτά μας μάθαιναν στο σχολείο. Πηγαίναμε σε ξεχωριστό σχοελίο από τα αγόρια .Οι δασκάλες μας είχαν πει ότι αν κάναμε παρέα με αγόρια θα πηγαίναμε στην κόλαση.Καθώς μεγαλώναμε , προσπαθούσαμε να φανταστούμε τι γινόταν στο σχολείο τους. Συναντιόμασταν κρυφά σε απομονωμένα μέρη, για να μην μας δει η αστυνομία .Αν μας έπιαναν, θα μας εξευτέλιζαν και θα μας απέβαλαν από το σχολείο.
-Οι γονείς σου τι γνώμη είχαν γι αυτό;
-Οι γονείς μου με στήριζαν πολύ. Μου είχαν κόψει κοντά τα μαλλιά για να μοιάζω με αγόρι και να μην καταλαβαίνουν ότι είμαι κορίτσι. Επίσης μου πήραν ένα ποδήλατο, το οποίο στο Ιραν είναι αποκλειστικό προνόμιο των αγοριών. Επιπλέον ήμουν τυχερό κορίτσι , επειδή είχα καταφέρει να πάω στο γήπεδο, όπου δεν επιτρεπόταν γυναίκες , ντυμένη αγόρι και με τη συνοδεία του μπαμπά. Ήταν ένα όνειρο ζωής.
-Ευχαριστούμε για τη συνέντευξη Ροζίνα!Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα!