Στα πλαίσια του μαθήματος της
Λογοτεχνίας της Β’ Λυκείου και της ανάγνωσης ολόκληρου λογοτεχνικού έργου από τ@ς
μαθητ@ς επιλέχθηκε το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου «Κάτι θα γίνει, θα δεις».
16 διηγήματα με ιστορίες ανθρώπων που
ζουν στο περιθώριο , που αποδέχονται τη μοίρα τους με αξιοπρέπεια και χωρίς
μοιρολατρία. Ιστορίες που μιλούν για την κοινωνική αδικία και την ανέχεια .
Τα κεντρικά πρόσωπα του
συγγραφέα προέρχονται από την εργατική τάξη και είναι πρόσωπα ακυρωμένα από την
ίδια τους τη ζωή. Απολυμένος πατέρας που αναζητά τροφή για το παιδί του,
ηλικιωμένοι που μοιράζονται τις σκέψεις τους γύρω από τη φωτιά περιμένοντας ένα
εισιτήριο για το ΙΚΑ, εργάτης σε βιοτεχνία με παγάκια που απαγγέλει
ισπανική ποίηση , ζευγάρια που ζουν με την αγωνία του χρέους , ένας βουβός
διαδηλωτής, το εργοστάσιο της ΔΕΗ και τα συνοικιακά καφενεία που άντρες θαμώνες
μοιράζονται τις ιστορίες της ζωής τους.
Στην τάξη μελετήσαμε το
διήγημα «Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί» και τα υπόλοιπα ανατέθηκαν στ@ς μαθητ@ς με φύλλο εργασίας . Στο απόσπασμα από το συγκεκριμένο διήγημα παρακολουθούμε την
τραγική ιστορία ενός άνεργου πατέρα, που έχει φτάσει στα όρια της απόλυτης
ανέχειας μην έχοντας να ταΐσει το ανήλικο παιδί του. Όλη η ιστορία εκτυλίσσεται
τη Μεγάλη Πέμπτη- διόλου τυχαία επιλογή η εβδομάδα των Παθών. Αφού ολοκληρώθηκε
η ερμηνευτική προσέγγιση του κειμένου η εργασία που ανατέθηκε στ@ς μαθητ@ς ήταν
η αναδιήγηση της ιστορίας μέσα από τα μάτια του μικρού παιδιού. Ακολουθούν οι
εργασίες των μαθητών , πολύ συγκινητικές και αρκετά λογοτεχνικές . Ευχαριστώ πολύ το συνάδελφο Δημήτρη Χριστόπουλο για την ενθάρρυνση. Εδώ θα βρείτε την εξαιρετική παρουσίαση του για τη διδασκαλία ολόκληρου λογοτεχνικού έργου στη Β΄Λυκείου.
Με ξύπνησε η κοιλιά μου
πάλι, το πιστεύεις; Πεινούσα πολύ, δηλαδή ακόμα πεινάω, και το είπα στον μπαμπά
και μου είπε πως θα φύγει για λίγο και πως θα γυρίσει και να μην φοβάμαι οπότε
τώρα τον περιμένουμε. Μου είπε να ξανακοιμηθώ και πως όταν θα ξυπνήσω πάλι θα
είναι πίσω και θα έχει φέρει τόσο φαγητό που δεν θα πεινάσουμε για
μέρες. Το προηγούμενο Πάσχα ο μπαμπάς είχε καταφέρει να φτιάξει το πιο νόστιμο
φαγητό για τους δύο μας.
Μπορεί να μην το
έχεις παρατηρήσει επειδή δεν είχαμε γίνει φίλοι ακόμα τότε, αλλά ο
μπαμπάς έχει αλλάξει πολύ. Τώρα έχει ζαρώσει το πρόσωπό του. Σαν να τον έχει
ζωγραφίσει η κούραση με μαρκαδόρους στον ύπνο του. Τα μάτια του και το στόμα
του έχουν γείρει . Ναι, δείχνει πιο πολύ σαν παππούς. Παλιά τα μαλλιά του ήταν
καφέ και όχι γκρίζα όπως τώρα και το πρόσωπό του δεν έμοιαζε έτσι. Τώρα δείχνει
σαν να του ρούφηξε όλη την ενέργεια η σκούπα. Οι παππούδες κλαίνε; Μην του πεις
ότι στο είπα αλλά έχω δει τον μπαμπά να κλαίει. Κοιμόμασταν και τον άκουσα που
έκλαιγε και γύρισα να τον δω και κάλυπτε με το χέρι το στόμα του και όταν με
είδε σκούπισε γρήγορα τα δάκρυα του και μου ζήτησε συγγνώμη. Δεν μπορούσα να
καταλάβω γιατί ήταν στενοχωρημένος και όταν τον ρώτησα δεν είπε τίποτα και με
πήρε αγκαλιά. Πλέον όμως ο μπαμπάς φοβάται να με πάρει αγκαλιά. Στις αρχές όταν
έχασε τη δουλειά ήμασταν συνέχεια μαζί. Όταν σχολούσαμε με περίμενε από έξω και
μετά με έκανε μεγάλη βόλτα μέχρι να φτάσουμε πάλι σπίτι. Και όταν βλέπαμε
ταινίες μαζί πριν πουλήσει το λαπτοπ καθόμασταν αγκαλιά στην ίδια κουβέρτα.
Τώρα ντρέπεται. Τα μάτια του δείχνουν κάπως τρομακτικά πλέον, δεν ξέρω,
αστράφτουν σαν να είναι από γυαλί και φοβάμαι πως αν δεν στηρίζεται καλά θα
πέσει από το βάρος με το πρόσωπο μπρος. Θυμάσαι πως με κοίταξε όταν σε γνωρίσαμε;
Έτσι.
Πριν αρχίζει να γουργουρίζει
η κοιλιά μου έβλεπα ένα άσχημο όνειρο. Πολύ άσχημο, καταλαβαίνεις; Ήμουν στο
σχολείο και είχαμε διάλειμμα και ήταν και ο μπαμπάς. Καθόμασταν στο μέρος που
κάθομαι πάντα πίσω από εκείνο το ψηλό δέντρο με τα μοβ λουλούδια δίπλα στα
κάγκελα αλλά δεν φοβόμουν μην με βρουν οι δασκάλες. Εκείνος καθόταν δίπλα μου
ξαπλωμένος και είχε τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από την κοιλιά του. Κάποια
στιγμή ακούσαμε όλα τα παιδιά να φωνάζουν και να τρέχουν προς το αμφιθέατρο
δίπλα από την μεγάλη καγκελόπορτα και σήκωσα τον μπαμπά και τρέξαμε και
εμείς, αλλά εκείνος κούτσαινε. Ήταν όλα τα παιδιά μαζεμένα και μερικά
κλαιγανε και μέχρι και ο Χρήστος που με πειράζει δεν μου έδωσε σημασία. Το αμφιθέατρο
έμοιαζε σαν το κλουβί από τον ζωολογικό αλλά στη μέση ήταν μια μεγάλη φωτιά. Πολύ μεγάλη φωτιά
και το δέντρο που θυμάμαι είχε γίνει μαύρο και μύριζε καμένο παντού. Ο μπαμπάς
άρχισε να μην νιώθει καλά και έπεσε κάτω και άρχισε να σέρνεται και να φωνάζει
και ξαφνικά μέσα από την κοιλιά του πετάχτηκες εσύ, με το μαδημένο τρίχωμα σου
και τις βρωμιές που είχαν κολλήσει στην πλάτη σου, όπως όταν σε πρωτοείδαμε.
Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι; Ξέρω ότι ο μπαμπάς ήταν κάπως παράξενος όταν του είπα
να σε ελευθερώσουμε, και συνέχεια ακούω πως οι λύκοι είναι κακοί. Εσύ δεν θα
φας τον μπαμπά, έτσι;
Ως παιδί δεν έζησα εύκολες
στιγμές και μεγαλώνοντας, η οικογένεια μου δεν είχε ούτε τα απαραίτητα. Η
οικογένεια μου, εννοώντας τον πατέρα μου μόνο γιατί τόσοι ήμασταν. Μόνο εγώ και
εκείνος. Εκείνη δεν την γνώρισα πάρα μόνο
όταν ήρθε στην κηδεία του πατέρα. Για να μου πει πόσο έχει μετανιώσει, ότι δεν
ήξερε πόσο δύσκολα περνούσαμε, ότι λυπάται πολύ.
Δεν μου είχε λείψει η
μητρική φιγούρα, ο πατέρας έκανε όλη την δουλειά. Ήταν και αδερφός, μητέρα, πατέρας,
φίλος. Εκείνος νόμιζε πως δεν ήταν καλός πατέρας, αλλά είμαι ευγνώμων που ήταν εκείνος,
και που τα πέρασα όλα με εκείνον γιατί για εμένα ήταν πρότυπο. Ένας άντρας, που
όπως το βλέπω εγώ, η ζωή του μετά τον χωρισμό πήρε τον κάτω δρόμο χάνοντας όλα
όσα είχε: τη δουλειά του. Η μάλλον, τα μισά από όσα είχε, γιατί όταν μιλούσε
στον εαυτό του και νόμιζε πως δεν τον ακούω έλεγε ότι είμαι όλη του η ζωή. Αλλά
ξέρω ότι προσπαθούσε πολύ για εμάς και ήλπιζε για ένα καλύτερο αύριο . Τώρα εγώ
ως πατέρας, μπορώ να μπω στη θέση του και να φανταστώ πόσο δύσκολο θα ήταν για
εκείνον να βλέπει το παιδί του δίχως φαΐ.
Όταν μεγάλωσα αρκετά για να
βρω μια καλή και σταθερή δουλειά, του παρείχα όσα του έλειπαν από την ζωή. Φαγητό,
ρούχα, νέο τηλέφωνο, σπίτι, ένα αβγό κιντερ. Είχε ότι του έλειπε τόσα χρόνια
και το χαμόγελο του και το γεγονός ότι μπορώ να του δώσω ο,τι θέλει, μου
ζεσταίνει την καρδιά. Η τουλάχιστον έτσι φαντάζομαι ότι θα γινόταν στο μυαλό
μου, εάν δεν είχε πάρει την απόφαση να μπει μπροστά από το φορτηγό. Δεν του κρατάω
κακία. Η μόνη κακία που του κρατάω είναι που δεν έφαγε εκείνος την μισοφαγωμενη
τυρόπιτα που είχε αφήσει για μένα, έστω και από εγωισμό. Έστω και ως τελευταίο γεύμα.
Άλλωστε δεν θα το μάθαινα ποτέ .
Μπαμπα!
ΜΠΑΜΠΑ!!
Σηκώθηκα από το κρεβάτι αν
και έκανε κρύο και δεν ήθελα να σηκωθώ. Αισθάνομαι ότι περπατάω πως ο μπαμπάς
πίνει κάτι χυμούς για ενήλικες και βρωμάει. Χοροπηδάω συνεχώς για να μην
ακουμπάνε πολύ τα πόδια μου στα παγωμένα πλακάκια. Ψάχνω τον μπαμπά αλλά δεν
τον βρίσκω πουθενά και νομίζω ότι είναι πολύ πρωί για να παίξουμε κρυφτό.
ΜΠΑΜΠΑ!
Μήπως το ονειρεύτηκα;
Θυμάμαι τον μπαμπά να μουρμουράει κάτι και να μου λέει ότι όταν ξυπνήσω θα φάω
ένα πρωινό σαν βασιλιάς. Όχι καλύτερα… καλύτερα σαν πρίγκιπας. Ο μπαμπάς μου
είναι βασιλιάς αφού είναι πιο μεγάλος και δυνατός. Μπορεί να είμαστε πολύ
αδύνατοι αλλά ο μπαμπάς μου έχει πει πως λίγοι θα ήταν τόσο δυνατοί να
κάνουν ότι κι εμείς και να ζουν τόσο επικίνδυνα όσο εμείς. Ο μπαμπάς συνέχεια μου
λέει ότι θα γίνω πιο δυνατός από αυτόν …μήπως γίνω και εγώ ένας καλός βασιλιάς;
Θυμάμαι μια φορά που ο μπαμπάς δεν ήταν καλά αλλά δεν ήξερα γιατί και με πήρε
αγκαλιά και γυαλίσαν λίγο τα μάτια του και μου είπε «Τι υπέροχο πλάσμα που
είσαι»
Δεν τον βλέπω πουθενά.
Μάλλον δεν θα έχει ετοιμάσει ακόμα όλο το φαγητό αφού δεν ξέρει να μαγειρεύει
και πολλά πράγματα. Άλλωστε πως οι βασιλιάδες ξέρουν να μαγειρεύουν; Ο μπαμπάς
μου κάνει συνέχεια μακαρόνια με κέτσαπ και τα κάνει λουκούλλεια. Εκείνος μου
έμαθε αυτή τη λέξη και εγώ γελούσα γιατί μου φάνηκε πολύ αστεία και θέλω όταν
γυρίσω στο σχολείο να την πω στην δασκάλα μου, την κυρία Σοφία.
Ο μπαμπάς, λοιπόν, κάνει
λουκούλλεια μακαρόνια γι’ αυτό είναι ο καλύτερος βασιλιάς του κόσμου. Κανονικά
ο μπαμπάς θα έπρεπε να έχει υπηρέτες γιατί οι βασιλιάδες δεν κάνουν τίποτα
μόνοι τους αλλά εκείνος είναι ολομόναχος άρα είναι λογικό να αργεί να
μαγειρεύει. Αχ, φουρνίζει πολύ το στομαχάκι μου. Μερικές φορές όταν το λέω αυτό
ο μπαμπάς γελάει και απορεί που χώρεσε όλο αυτό το φαγητό νομίζω ότι με
κοροϊδεύει. Πιστεύω ότι μερικές φορές κι αυτός θα ήθελε να έχει περισσότερο
φαγητό. Εγώ του δείχνω την κοιλίτσα μου κι αυτός σκέφτεται για λίγο και ύστερα
με ζουπάει για να τσεκάρει ότι έχω ακόμα χώρο για φαγητό.
ΜΠΑΜΠΑ!
Φώναξα μία τελευταία φορά
από συνήθεια με την ελπίδα ότι ήταν στο μπάνιο. Έπρεπε να σκεφτώ τι να κάνω για
να παρηγορήσω την κοιλιά μου μέχρι να έρθει το βασιλικό πρωινό μου. Θέλω πολύ
να παίξω αλλά θέλω να έρθει ο μπαμπάς. Πάντα παίζουμε όμορφα μαζί. Θέλω να
έρθει να μου διαβάσεις ένα παραμύθι… μου διαβάζει πολλά όμορφα παραμύθια πριν
κοιμηθώ.
Πέρα από τα τρία μικρά
λυκάκια, τον μογλη, τον Πιτερ Παν και την Αλίκη, ο μπαμπάς γίνεται και αυτός
παραμυθάς και φτιάχνει παραμύθια από μόνος του και τους βάζει όλους στο ίδιο
παραμυθι. Φτιάχνει δηλαδή μια σαλάτα!! Μια φορά είχε πει… "Ο
Κοντορεβιθούλης έτριψε το μαγικό λυχνάρι και κάθε φορά που έλεγε ψέματα,
προδιδόταν από ... την Τοσοδούλα!". Εγώ συνέχεια γελάω με αυτά που λέει ο
μπαμπάς και μπροστά μου γελάει και αυτός. Όταν είναι μόνος του ίσως είναι πιο
λυπημένος. Μάλλον του φτιάχνω πολύ την μέρα και όταν δεν είμαστε μαζί δεν είναι
τόσο χαρούμενος.
Ίσως τον στεναχωρούν τα κρύα
πλακάκια. Μήπως δεν του αρέσει που τρώμε συνέχεια μακαρόνια με κέτσαπ; Ξέρω ότι
τα κάνει για μένα αλλά θέλω να αρέσουν και σε αυτόν.
Μήπως τον στεναχωρεί που
είμαστε οι δυο μας;
Θυμάμαι μια φορά που ο
μπαμπάς δεν ήταν καλά αλλά δεν ήξερα γιατί και με πήρε αγκαλιά και γυαλίσαν
λίγο τα μάτια του και μου είπε «Τι υπέροχο πλάσμα που είσαι;» Μπορεί να
συγκινήθηκε με κάποιο κατόρθωμα μου το οποίο δεν το ξέρω γιατί εκείνη την ημέρα
δεν είχα διαβάσει αυτά που έβαλε η κυρία Σοφία.
Κάποιες φορές ίσως θέλει το
σπίτι να είναι πιο γεμάτο. Αν είχε πιο πολύ κόσμο τότε θα ήταν πιο ζεστό.Δεν
ξέρω θα το ερευνήσω όμως.
Αγαπώ πολύ τον μπαμπά μου,
πιο πολύ από την κυρία Σοφία γιατί με εκείνη δεν παίζουμε ούτε διαβάζουμε
παραμύθια ούτε μαγειρεύουμε. Και αν και δεν έχω μαμα, δεν μου λείπει. Ίσως
βέβαια αν ήταν εδώ μια μαμα ή κάποια μαμα να με σήκωνε από το κρύο πάτωμα και
να με πήγαινε εκείνη στην κουζίνα να πιω νερό χωρίς να κρυώσω. Κανονικά θα το
έκανε ο μπαμπάς αλλά δεν είναι εδώ μου κρύβεται γιατί που μου ετοιμάζει πρωινό.
Και αν ήταν όνειρο; Μήπως δεν μου το είπε ποτέ; Μήπως πεινάω τόσο που το
φαντάστηκα και το γουργουρητό με έκανε να μην σκέφτομαι τίποτα.
Μου λείπει ο μπαμπάς μου.
Θελω να με πάρει αγκαλιά και έστω να παραδεχθεί ότι και αυτός πεινάει και δεν
είμαι μόνο εγώ …και τότε θα βάλουμε ποδιές και θα πάμε να μαγειρέψουμε οι δυο
μας στην κουζίνα τραγουδώντας και παίζοντας. Πήγα γρήγορα- γρήγορα μέσα στο
δωμάτια. Κρύφτηκα κάτω από το σκεπασμα. Δεν περίσσευε κανένα πόδι ή χέρι. Ήμουν
εντελώς καλυμμένος. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και ευχήθηκα να δω πως ήρθε ο
μπαμπάς με την στολή του βασιλιά και ένα βασιλικό πρωινό.
Ξύπνησε ο μπαμπάς. Νομίζει πως κοιμάμαι,
κρατάω τη κουβέρτα σφιχτά για να μην γελάσω. Μα τι ηθοποιός που είμαι;! Τώρα με
κοιτάει, μα τι ψάχνει; Τον βλέπω με το ένα μάτι μισάνοιχτο για να μην με
καταλάβει, το πρόσωπό του έχει βουλιάξει στα κόκκαλά του, το κρανίο του νομίζω
τον καταπίνει. Λέει πως κάνει δίαιτα για να δείχνει πιο ωραίος. Εμένα δεν μου
αρέσει έτσι, πιο ωραίος ήσουν παχουλός μπαμπά. Αλλά ο καθένας το δικό του
καφάσι, δεν ξέρω τι είπα, κάτι είπα, ίσως να μην υπάρχει τέτοια έκφραση, τώρα
που το σκέφτομαι δεν την έχω ακούσει ποτέ μου, μπορεί να έχει κάποια βαθιά
σημασία. Εγώ εννοούσα πώς μπορεί να κάνει ό,τι του αρέσει! Εγώ νομίζω πεινάω,
το ξέχασα για λίγο, δηλαδή αυτά τα 10 λεπτά που εξασκούσα την τέχνη του
θεάτρου. Ανοίγω τα μάτια μου, όχι απότομα για να μην καταλάβει πως
προσποιούμουν, και τον βλέπω πιο καθαρά. Είμαι ολίγον σαλιωμένος, ιου. ''Μπαμπά
πεινάω'' Με κοιτάει, λίγο βουρκωμένος; Κλαίει επειδή χαίρεται που είμαι καλός
θεατρίνος. Ή μάλλον όχι τόσο καλός, για να με κατάλαβε... Μου λέει πως είναι
νωρίς και με στέλνει για ύπνο. Ποιος σου είπε εσένα πως θέλω να κοιμηθώ; ''Θα
πάω έξω...'' Εντάξει. ''Με ακούς;'' Ναι καλέ. ''Μην φοβηθείς'', αχ αυτός ο
μπαμπάς μια με λέει μεγάλο παιδί και μια μου λέει να μην φοβάμαι. Μου υπόσχεται
πως όταν γυρίσει θα έχει φαγητό. Η πρόταση δεκτή κύριε! Πάει να αδράξει τη
μέρα, εεε τη νύχτα... Πάντα έρχεται με μια καινούρια ιστορία και κάτι να φάω,
δεν είναι πολύ αλλά εμένα το στομάχι μου έχει μικρύνει και δεν ζητάει πολλά, σε
κάτι τέτοια είμαι ολιγαρκείς σαν τους μοναχούς. Κάθομαι στο παράθυρο και
ζωγραφίζω πάνω στο υγρό τζάμι, βλέπω τα φώτα και τα φανάρια να απλώνονται από
κάτω μου. Ο βασιλιάς είμαι! Όλα αυτά είναι για εμένα. Βλέπω τον μπαμπά να
περπατάει κολλημένος σε έναν τοίχο με κάτι γράμματα ζωγραφισμένα πάνω. Περνάνε
αυτοκίνητα, πίσω ένα μεγάλο φορτηγό σαν εκείνα που οδηγούσε κάποτε ο μπαμπάς
μου. Περνάει από δίπλα του, κολλάει στον τοίχο με τη ζωγραφιά. Φοβάται; Δεν
βλέπω. Μπορεί να εξασκεί και εκείνος τη τέχνη του θεάτρου...
Πάλι έκανα ανήσυχο ύπνο.
Αυτές τις μέρες κοιμάμαι πολύ περίεργα. Ίσως είναι που το σπίτι φαντάζει πιο
κρύο από ότι το έχω συνηθίσει. Έχει μπει ο Απρίλιος όμως το κρύο δεν λέει να
φύγει από το σπίτι μας, πάλι καλά ο μπαμπάς μου είναι τις περισσότερες φορές δίπλα
μου να με ζεσταίνει και μου έχει δώσει και μια κουβέρτα όμορφη, πολύ όμορφη,
και ζεστή, πολύ ζεστή , όσο ζεστή μπορεί να είναι μια κουβέρτα δηλαδή, για τις
κρύες νύχτες και μέρες.
Ξύπνησα από τον ύπνο μου
λοιπόν σαστισμένος, σαν να μην ήξερα που ακριβώς βρισκόμουν, νομίζω ότι τον
τελευταίο καιρό φαντάζομαι πράγματα γιατί πεινάω πολύ. Συνήθως δεν πεινάω τόσο
αλλά αυτές τις μέρες που πάμε βόλτα με τον μπαμπά τα πρωινά έχουν αρχίσει ήδη
τις ετοιμασίες για το Πάσχα τα άλλα σπίτια και η γειτονιά που έχω μάθει απ έξω,
τόσο που την έχουμε περπατήσει, είναι γεμάτη μυρωδιές. Ίσως αυτό να έβλεπα στον
ύπνο μου, πιάτα γεμάτα φαγητά και γλυκά, τα γλυκά είναι τα αγαπημένα μου! Είπα
στον μπαμπά ότι πεινάω και μου είπε να κοιμηθώ πάλι και ότι όταν ξυπνήσω θα
έχουμε πολύ πολύ φαγητό για πολλές πολλές μέρες.
Έκλεισα τα μάτια μου και
σκέφτηκα τι μπορούσε να φέρει. Λες να φέρει και γλυκό; Αχ ποσό θέλω ένα γλυκό,
είναι τα αγαπημένα μου ότι να ναι αρκεί να είναι γλυκό, όχι ότι αν φέρει και
κάτι απλό θα του πω ότι δεν μου αρέσει, πεινάω τόσο που θα έτρωγα και το ξερό
ψωμί που τρώγαμε ολόκληρη την προηγούμενη εβδομάδα. Ας μην τα σκέφτομαι αυτά
γιατί αρχίζω να ακούω πάλι την κοιλιά μου ελπίζω όταν ξυπνήσω να είναι εδώ ο
μπαμπας να γιορτάζουμε με τα φαγητά. Όπου να ναι ξημερώνει ας βάλω την πετσέτα
στο παράθυρο για να μην μπει το φως μέσα και ας πέσω για ύπνο. Εχω τον καλύτερο
μπαμπά του κόσμου! Ελπίζω να είναι εδώ όταν ξυπνήσω.
Ξαφνικά στον ύπνο μου ένιωσα
έναν δυνατό ήχο να ακούγεται, άνοιξα γρήγορα τα ματάκια μου για να δω τι
συμβαίνει, << πω να πάρει>>
είπα με μια δυνατή φωνή. Ωχ ξύπνησα τον μπαμπάκα μου. Με ρωτάει τι έχω και λεω
για άλλη μια φορά πως πειναω και πως η κοιλίτσα μου γουργουρίζει. Με κοίταξε με
ένα αθώο βλέμμα όπως κάνει κάθε φορά που με κοιτάει στα μάτια και θυμάται τις
στιγμές που ερχόταν από την δουλειά και εγώ τον περίμενα γεμάτος χαρά για να
φάμε. Αφού τον είδα γύρισα την πλάτη μου και μου φώναξε να σκεπαστώ. Εκείνη την
στιγμή ήθελα να τον πάρω αγκαλίτσα γιατί όλο το βράδυ με σκέπαζε με την λεπτή
κουβέρτα ενώ αυτος στα πόδια του είχε ρίξει το παλτό του. Σκεπάστηκα λοιπόν και
χωρίς πολλά πολλά περίμενα να έρθει το πρωί.
Θαυμάζω τον μπαμπα μου, νιώθω υπέροχα
που ζω με εκείνον και όχι με την μαμά
μου. Που και που με αφήνει μόνο μου στο σπίτι και βγαίνει για να βρει δουλειά ή
για να βρει κάτι να φάμε. Με αγαπάει πολύ και ας μην μου το λέει. Και εγω τον
λατρεύω. Πολλές φορές έχω απορίες αλλά δεν μου απαντάει και λέει πάντα πως
είμαι μικρός και πως δεν αξίζω να έχω τέτοια ζωή. Χθες πήγα και έκοψα 2
πορτοκάλια από το δέντρο και πήγα σπίτι τα καθάρισα, τα ακούμπησα σε ένα χαρτί
και τα πήγα στον μπαμπά. Αμέσως μου χαμογέλασε και πήρε το ένα και το έφαγε
τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να κλείσω ούτε μια φορα τα μάτια μου. Στην
συνέχεια μοιρασα το ένα που είχε μείνει αλλά δεν το ήθελε έτσι μου είπε. Πάντα
αυτό μου λέει αλλά εγω ξέρω πως το θέλει γιατί ξέρω πως είναι να μην τρως για
μέρες. Με έπιασε ένα τρέμουλο και έφυγα για μια βόλτα αφήνοντας πίσω ένα
πορτοκαλι και έναν μπαμπα πεινασμενο…
Σήμερα ξύπνησα γεμάτος χαρά αφού έχω
τα γενέθλια μου. Σηκώνομαι και φωνάζω δυνατά μπαμπά μπαμπά 2 φορές και του λέω
σήμερα κλείνω τα 7 μου. Πετούσα από την χαρά μου τόσο πολύ που φώναζα επί 10
λεπτά. Όταν ηρέμησα ο μπαμπάς με πήρε μια σφιχτή αγκαλίτσα και μου είπε ένα σωρό
ευχες. Ημουν τόσο ενθουσιασμένος γιατι ηθελα να δω την μαμα με καμια νοστιμη
τουρτα στο χερι ή με κανα δωρακι. Ολα τα παιδια κανουν παρτι γενεθλιων και
καλουν τις φιλες και τους φιλους τους. Εγω δεν εχω φιλους αλλα εχω τον καλυτερο
μπαμπα στον κοσμο για αυτο και θα του ζητησω να παμε να κατσουμε στην θαλασσα.
Μολις του το ειπα συμφωνησε και βαλαμε τα σκισμενα μας παπουτσια και φυγαμε.
Στον δρομο χαζευα τις βιτρίνες των
ζαχαροπλαστειων και μου ετρεχαν τα σαλια, μακαρι να περναμε μια τουρτα σημερα αλλα δεν εχουμε λεφτα. Ενα παιδακι
περνουσε απο διπλα μου και εκλαιγε γιατι ηθελε να παει στο παρκο που ανοιξε,
καθως τον χαζευα ξαφνικα πεταει με δυναμη το αρκουδακι του κατω και αμεσως
ετρεξα να το παρω να του το δωσω και ως ανταλλαγμα να παρω ενα ευχαριστω και
ενα χαμογελο. Δινω λοιπον το υπεροχο αυτο καφε αρκουδακι με πρασινα ματακια και
με ρωτησε αν το θελω. Εκεινη την στιγμη δημιουργηθηκε ενα τεραστιο χαμογελο στο
προσωπο μου και του ειπα ενα ευχαριστω και το πηρα μαζι μου. Ο μπαμπας φανηκε
πολυ χαρουμενος που πηρα ενα δωρο σημερα. Ισως οχι απο εκεινον ή απο την μαμα
αλλα τουλαχιστον πηρα κατι.
Επιτελους φτασαμε στην θαλασσα. Κατσαμε
στο παγκακι και ο μπαμπας μου ζητησε συγνωμη για την σημερινη μερα και πως θα
φτιαξει την κατασταση πολυ γρηγορα. Του επιασα το χερι και του ειπα πως δεν
πειραζει και πως οταν μεγαλωσω θα γινω ποδοσφαιριστης και πως δεν θα χρειαζεται
να δουλευει. Αμεσως με κοιταξε με το αθωο του βλεμμα και με πηρα μια σφιχτη
αγκαλια…
Ειμαι πολυ τυχερος που εχω εναν τετοιο πατερα
και ας μην εχω να φαω. Πιστευω στον μπαμπα μου και ξερω πως θα κανει τα παντα
για να εχουμε μια καλυτερη ζωη και ας μην μου
λεει πολλα. Τον αγαπαω και θα ειμαι κοντα του οτι και αν γινει.
Όλα είναι καλά. Όλα είναι και θα είναι καλά. Κάθε τέτοια μέρα ,κάθε
Πάσχα, σκεφτόταν το ίδιο πράγμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του μαζί με τον γιο του
βλέποντας τηλεόραση, σκεπτόμενος τον πατέρα του.
Μπαμπά τώρα πάει τελείωσε. Σε παρακαλώ ξεκουράσου πια. Καταλαβαίνω. Μην
βασανίζεις άλλο το μυαλό σου. Δεν θα μπορούσα να σου θυμώσω ποτέ. Ούτε τότε
ούτε τώρα. Πάντα έκανες το καλύτερο, το ξέρω. Δεν το ήθελες, κάνεις δεν το
θέλει. Το θυμάμαι σαν χθες που σηκώθηκα και σε κοίταξα μέσα στην νύχτα και το
μόνο που ήθελα ήταν λίγο φαΐ. Θυμάμαι που σηκώθηκα και πήγα στο τραπέζι αλλά
εσύ άφαντος. Πουθενά. Άραγε που να είχες πάει εκείνη τη νύχτα. Ποτέ δεν έμαθα
και πότε δεν θα μάθω μάλλον. Εκείνη τη νύχτα πολλά πέρασαν από το μυαλό μου. Τι
ότι σε έκλεψαν, τι ότι κέρδισες το λαχείο και έφυγες, τι ότι είχες βρει φαγητό
τόσο πολύ που δεν μπορούσες να το κουβαλήσεις και σιγά σιγά επέστρεφες ,με
αυτές τις σκέψεις είχα αποκοιμηθεί. Το θυμάμαι καθαρά. Πόση φαντασία είχα. Σκέφτηκε
και χαμογέλασε.
Εκείνο το βράδυ είχα δει στον ύπνο μου εμάς. Εσένα, εμένα , την κυρία
από το δίπλα σπίτι - αυτή δεν ξέρω γιατί - και ένα σπίτι μεγάλο. Ήμασταν στο
σαλόνι ξαπλωμένοι σε έναν καναπέ. Γιατί πιο πριν είχαμε φάει του σκασμού. Γλυκά, αλμυρά απ’ όλα. Και τρώγαμε για μήνες μαζί ,
και με την κυρία από το διπλανό σπίτι. Τι χαζό όνειρο και αυτό… Τότε ευχόμουν
να ήταν πραγματικότητα.
Αλλά σε παρακαλώ, μην ανησυχείς, όχι πια. Τώρα ξέρω. Τώρα καταλαβαίνω.
Μην βασανίζεις άλλο το μυαλό σου. Για κάποιον λόγο έγιναν όλα. Και καλως. Γιατί τώρα με βλέπεις; Με βλέπεις. Τι ρωτάω
και εγώ. Χωρίς αυτά δεν θα ήμουν ο ίδιος σήμερα. Τελικά , αν κάνεις το σκεφτεί
ίσως ήταν ένα πολύτιμο μάθημα. Εξάλλου, όλα έφτιαξαν τελικά. Αυτός δεν ήταν ο σκοπός;
Μπαμπά σ αγαπώ. Μην αμφιβάλεις σε αυτό. Τότε δεν ήξερα. Τότε ίσως θύμωνα που δεν είχα
ούτε φαγητό. Τότε δεν καταλάβαινα. Όμως τώρα μπορώ. Τώρα νιώθω και εκτιμώ.
Οπότε σε παρακαλώ, φύγε τώρα, ξεκουράσου. Δεν θέλω να σε ξαναδώ γι’ αυτό. Μόνο για να περνάμε και πάλι καλά. Δίνε
μου όνειρα καλά , όχι εφιάλτες. Δες το σαν να μου "ξεπληρώνεις" αν το θες έτσι όλα αυτά- αν και δεν μου
χρωστάς. Αλλά για σένα. Το μίσος έχει φύγει από πάνω μου. Πόσες φορές πρέπει να
το πω. Το εννοώ πραγματικά. Τώρα φύγε , ξεκουράσου. Και έλα ξανά για να
μιλήσουμε όπως παλιά. Μην βασανίζεσαι. Σ αγαπώ.
Σε συγχωρώ.
Αν και έχουν περάσει αρκετά
χρόνια, είναι ακόμα στις πιο ισχυρές αναμνήσεις μου. Κάθε φορά που σκέφτομαι
εκείνη την ημέρα, νιώθω ότι συναίσθημα είχα βιώσει τότε και ό, τι σκέψεις μου
είχαν περάσει στο μυαλό. Δεν ήταν εύκολο. Καθόλου. Ένας πατέρας να μεγαλώνει το
παιδί του άνεργος. Ακόμα και εγώ με δυο παιδιά και μια δουλειά ίσα ίσα τα βγάζω
πέρα. Αλλά με αγαπούσε και με θαύμαζε. Το ήξερα. Ήμασταν στο κρεβάτι μου και δεν
μπορούσα να κοιμηθώ. Κανένας νομίζω δεν μπορεί να κοιμηθεί νηστικός και αυτοί
που το κάνουν είναι δυνατοί. Είχα τον πατέρα μου δίπλα μου. Αυτό μου έδινε ένα
αίσθημα παρηγοριάς και ζεστασιάς ότι δεν ήμουν μόνος. Με κοιτούσε με ένα βλέμμα
που ήξερα. Το βλέμμα ότι δεν μπορούσε να μου προσφέρει κάτι και δεν ήθελε να
υποφέρω από την πείνα. Δεν άντεξα άλλο τότε και του είπα πως πρέπει να φάμε
γιατί και αυτός φαινόταν κουρασμένος και ταλαιπωρημένος. Μου είπε πως ήταν
νωρίς και ότι πρέπει να κοιμηθώ. Θα έφευγε να πάει κάπου δεν με ένοιαζε που τον
εμπιστευόμουν αλλά αυτό που έδωσε χαρά ήταν όταν ξυπνήσω θα έβρισκα ένα τραπέζι
γεμάτο φαγητό τόσο που θα φτάσει έως το Πάσχα. Τα λόγια του με χόρτασαν και
κοιμήθηκα με ένα χαμόγελο. Όταν ξύπνησα δεν ήταν εκεί αλλά είχα ακόμα ελπίδα,
πίστευα πως δυσκολευόταν να κουβαλήσει τόσο φαΐ. Όποτε πήρα ένα μαχαίρι και
πιρούνι έστρωσα το τραπέζι και κάθισα. Πέρασε αρκετός χρόνος και σκέψεις με
τριγύριζαν.
- Και εάν με άφησε;
-Δεν νομίζω αφού με αγαπάει
έτσι δεν είναι;
-Ναι αλλά σου υποσχέθηκε ότι
θα φέρει φαγητό για να χορτάσεις και όμως που είναι;
-Εε μάλλον θα είναι πολλά
για να τα κουβαλήσει;
-Και εάν ήσουν κακό παιδί; Νομίζω
κατάλαβε πως έσπασες το σερβίτσιο της γιαγιάς και το πέταξες.
- Δεν νομίζω - είπα πως με
αγαπάει.
Δεν βγάζει λεφτά όπως ο
μπαμπάς του Γιάννη, δεν μπορεί να σε μεγαλώσει, ούτε τον εαυτό του για αυτό
έφυγε.
Εκεί ήταν που με έπιασαν τα κλάματα. Έκλαιγα, έκλαιγα
και κοιτούσα την πόρτα που θα πάει θα έρθει έτσι; Εκεί που σταμάταγα σιγά σιγά
ανοίγει η πόρτα και έρχεται. Τρέχω και τον αγκαλιάζω με δάκρυα και του λέω δεν
πειράζει που δεν έφερε τίποτα αρκεί που ήταν αυτός εκεί. Με αγκάλιασε και
χαμογέλασε λίγο και μου είπε πως κάτι βρήκε. Έβγαλε από την τσέπη του μια
μισοφαγωμένη τυρόπιτα. Μάλλον είχε φάει την μισή αλλά δεν με ένοιαζε. Την
μοίρασα στα δυο και του έδωσα το ένα κομμάτι. Με κοίταξε και καθίσαμε και την
φάγαμε με δάκρυα στα μάτια.
Όχι! Δεν σου το δίνω! Είναι
δικό μου! Δικό μου είναι αυτό το ντόνατ σου είπα! Άφησέ το! Η κακιά αλεπού
προσπαθούσε να του πάρει το ντόνατ του μικρού. Εγώ το κέρδισα με την αξία μου
από την ζαχαρονεράιδα! Πήγαινε πάρε το δικό σου, κακιά αλεπού! Ο μκρός το
έσφιγγε τόσο δυνατά το ντόνατ. Δεν ήθελε με τίποτα να το δώσει στην αλεπού. Δεν
θα το άφηνε ό,τι και να γινόταν. Εμένα δεν μου δίνει η ζαχαρονεράιδα τέτοια
γλυκά! Τίποτα δεν μου δίνει! Το θέλω! Θα σου το πάρω! Τραβούσε και η αλεπού με
όλη της τη δύναμη. Όχι σου είπα! Εσένα δεν σου δίνει επειδή είσαι κακιά! Αν
συνεχίσεις να προσπαθεί να μου πάρεις το ντόνατ, ποτέ δε θα σου δώσει! Αυτή τη
φορά έβαλε όλη του τη δύναμη και τράβηξε από τα χέρια της αλεπού. Ναι! Τα είχε
καταφέρει! Είχε καταφέρει να το πάρει από την αλεπού. Μα πόσο χαιρόταν! Τώρα θα
μπορούσε να φάει το ωραίο του ντόνατ με την ησυχία του!
Την άλλη στιγμή κοιτούσε τον
πατέρα του. Όνειρο ήταν τελικά όλο. Και είχε χαρεί τόσο πολύ που είχε πια πάρει
το ντόνατ. Δεν είχε προλάβει να το φάει ο καημένος. Μπαμπά; Τον κοίταξε για
λίγα δευτερόλεπτα. Πρέπει να φάμε κάτι. Γουργουρίζουν οι κοιλιές μας. Σήκωσε το
κεφάλι του από το μαξιλάρι και κοίταξε γύρω του. Όντως ήταν όνειρο. Δεν
μπορούσε να βρει πουθενά το ντόνατ του ούτε να δει κάπου την αλεπού. Κοιμήσου.
Είναι νωρίς ακόμα. Ο πατέρας του του χαΐδεψε τα μαλλιά και του χαμογέλασε. Θα
πάω έξω τώρα. Μ’ακούς; Δεν θέλω να φοβηθείς. Θα βγω έξω για λίγο. Κι όταν
ξυπνήσεις θα ‘ναι το τραπέζι στρωμένο και θα τρώμε μέχρι την άλλη μέρα του
Πάσχα. Σύμφωνοι; Κόλλα πέντε. Έκανε ‘κόλλα πέντε’ με τον πατέρα του. Έκλεισε τα
μάτια του και γλείφτηκε. Πεινάω. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και δεν είπε
τίποτα άλλο.
Έλα εδώ κακιά αλεπού! Δώσε
πίσω το ντόνατ μου τώρα! Έτρεχε πίσω από την αλεπού να πάρει το ντόνατ του. Μα
άρχιζε να κουράζεται. Όχι! Δεν έπρεπε να τα παρατήσει! Πρέπει να το πάρει!
Είναι δικό του! Εξάλου πεινούσε. Πονούσε η κοιλιά του. Πιάσε με αν μπορείς!
Χαχα! Δικό μου είναι το ντόνατ τώρα πια! Η αλεπού έτρεχε όλο και πιο γρήγορα.
Ωχ αυτή η κακιά αλεπού! Έπρεπε να ζητήσει βοήθεια. Βοήθεια! Βοήθησέ με
ζαχαρονεράιδα! Η κακιά αλεπού μου πήρε το ντόνατ! Άκουσε την φωνή του η
ζαχαρονεράιδα και εμφανίστηκε μπροστά του. Τι συνέβη καλό μου παιδί; Η κακιά
αλεπού μου πήρε το ντόνατ που μου έδωσες! Σε παρακαλώ βοήθησέ με! Κι έτσι η
νεράιδα έκανε τα μαγικά της με το μαγικό της ραβδί και σταμάτησε την αλεπού.
Κακιά αλεπού! Για αυτό δεν σου δίνω ποτέ γλυκά εσένα! Ορίστε χρυσό μου παιδί.
Ορίστε το ντόνατ σου. Τώρα το παιδί έτσι όπως έβλεπε την αλεπού την λυπόταν. Ας
το κρατήσει το ντόνατ εκείνη. Ο πατέρας μου θα μου φέρει αργότερα κάτι να φάω.
Κι έτσι τελικά έδωσε το ντόνατ του στην αλεπού. Σκέφτηκε πως για να του το
έκλεψε πως κι εκείνη πεινούσε. Δεν ήθελα να πεινάει. Ήξερε πόσο άσχημο ήταν.
Αλήθεια; Μπορώ να το πάρω; H
αλεπού είχε σοκαριστεί. Ποτέ κανένας δεν της είχε δώσει να φάει. Μα η αλεπού
δεν είναι κακιά; Γιατί της το δίνεις; Ακόμα και η ζαχαρονεράιδα είχε
σοκαριστεί. Ναι. Ας το πάρει εκείνη. Ίσως να πεινάει πιο πολύ από εμένα. Εγώ
μπορώ να περιμένω ακόμα λίγο. Κι έτσι το έδωσε στην αλεπού. Σε ευχαριστώ πάρα
πολύ! Είσαι πάρα πολύ καλός! Ελπίζω να φας κι εσύ σύντομα! Η αλεπού τους
αποχαιρέτησε και έφυγε προς το δάσος. Τι καλό παιδί που είσαι! Θα σου δώσω άλλο
ντόνατ! Ορίστε! Η νεράιδα δημιούργησε άλλο ένα ντόνατ. Αχ ευχαριστώ! Όντως
πεινάω πολύ! Τι τυχερός που ήταν! Τελικά θα έτρωγε το ντόνατ που λαχταρούσε
τόσο πολύ! Το έφαγε λοιπόν και δεν άφησε ούτε μια μπουκιά! Μήπως θα μπορούσα να
έχω και ένα για τον πατέρα μου; Δεν είχε σκεφτεί να αφήσει το μισό για εκείνον.
Πεινούσε τόσο πολύ που το έφαγε όλο χωρίς δεύτερη σκέψη. Μα φυσικά! Ορίστε! Η
νεράιδα έκανε τα μαγικά της κι εμφανίστηκε άλλο ένα ντόνατ. Σε ευχαριστώ πάρα
πολύ! Ελπίζω να σε ξαναδώ!
Τι ωραία! Τώρα είχε φάει και
είχε και μια έκπληξη και για τον πατέρα του. Αλλά το ντόνατ δεν ήταν πια στο
χέρι του. Το χέρι του ήταν άδειο. Λες να το έφαγε καθώς επέστρεφε σπίτι; Μα
αυτό ήταν για τον πατέρα του. Πάλι όνειρο θα ‘ταν. Άρα είχε ξυπνήσει. Ο πατέρας
του είχε πει πως θα ήταν εδώ μέχι να ξυπνήσει. Μάλλον κάτι θα του έτυχε. Ίσως
να αργεί επειδή έχει τόσα πολλά να αγοράσει! Εξάλλου δεν πεινούσε όσο πριν. Το
ντόνατ τον είχε χορτάσει. Τώρα τι να κάνει. Θα περιμένει τον πατέρα του.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο μπάνιο να πλύνει το πρόσωπό του. Έβαλε τις
παντόφλες του για να μην πατήσει το κρύο πάτωμα. Πήγε στο μπάνιο και έπλυνε το
πρόσωπό του λοιπόν.
Καθόταν πάνω στο κρεβάτι και
δεν ήξερε τι να κάνει. Βαριόταν μόνος του. Είχε μόνο έναν φίλο να του κάνει
παρέα. Τον κύριο Αρκούδο! Ο κύριος Αρκούδος ήταν ο καλύτερος του φίλος! Ήταν
πάντα δίπλα του! Δεν φοβόταν όταν δεν ήταν μαζί του ο πατέρας του. Έπαιζε με
τον κύριο Αρκούδο καθώς περίμενε τον πατέρα του. Ο κύριος Αρκούδος ήταν
χοντρούλης. Φαίνεται αυτός και η αρκουδοοικογένειά του είχαν αρκετά να φάνε. Αχ
τον ζήλευε λιγάκι. Πόσο θα ήθελε να τρώει κι εκείνος πολλά γλυκά! Και τώρα που
ήταν Πάσχα! Σοκολατένια αυγά! Τα φανταζόταν και του έτρεχαν τα σάλια. Ο μπαμπάς
αργεί. Πήγε στο παράθυρο. Πήρε μαζί του και τον κύριο Αρκούδο.
Καθόταν μπροστά από το
παράθυρο και έπαιζε με την ανάσα του στο τζάμι. Χαα. Επαιρνε μεγάλη αναπνοή και
την έδινε όλη στο τζάμι. Ζωγράφιζε διάφορα. Είχε ζωγραφίσει ένα τραπέζι με
φαγητά και γλυκά, τον πατέρα του να κάθεται στην μια άκρη, δίπλα τον εαυτό του
και πιο δίπλα τον κύριο Αρκούδο. Φυσικα στην άκρη είχε ζωγραφίσει και ένα
μεγάλο αυγό κίντερ. Τόσο μεγάλο που θα μπορούσε να μπει μέσα του. Το ωραίο που
θα ήταν! Σοκολατένιο σπίτι! Θα ζούσαν με τον πατέρα του εκεί και θα έτρωγαν
όποτε ήθελαν! Και φυσικά θα έπαιρναν και τον κύριο Αρκούδο μαζί τους.
Κοιτούσε έξω από το παράθυρο
να δει τον πατέρα του. Πουθενά. Πουθενά δεν τον έβλεπε. Είχε πια νυχτώσει κι
ακόμα να έρθει. Νύσταζε ο καημένος και πεινούσε τώρα. Ένιωθε λες και του
μιλούσε οι κοιλιά του. Λες και του έλεγε τάισε με, τάισε με. Γρήγορα ζωγράφισε
στο παράθυρο ένα τσουρέκι με σοκολάτα. Φαντάστηκε να το τρώει. Τώρα οι κοιλιά
του πονούσε λιγότερο.
Τα μάτια του ένιωθε να τον
βαρύνουν Όχι δεν θα κοιμηθώ πριν έρθει ο μπαμπάς. Αλλά τα μάτια του δεν
συνεργάζονταν. Έβλεπε τα φώτα έξω από το παράθυρο. Πολλά φώτα. Όλα άρχισαν να
σβήνουν σιγά σιγά. Μέχρι που δεν έμεινε κανέναν αναμμένο φως.
Ο μπαμπάς μου είναι ένας
καλός άνθρωπος. Μπορεί και από τους καλύτερους. Γνωρίζω πολύ καλά οτι προσπαθεί
για το καλύτερο για μένα αν και είναι άνεργος εδω και για κάμποσο καιρό. Όμως
τα βγάζουμε περα και μονοι μας παρ’ολο που δεν ειναι η μαμά και η αδερφη μου
μαζι μας.Το περασμενο Πασχα ηταν πολυ στενοχωριμενος και άργησε να γυρίσει στο
σπιτι. Μάλλον ηταν επειδη η αδερφη μου «ξέχασε» πως θα συναντιόταν με τον
μπαμπα μου. Ή αλλιώς αυτο ειναι που προτιμουσε να μου πει αντι να ξερω οτι η
ιδια δεν ειχε ποτε την διαθεση να τον συναντησει.
Εκεινη την ημερα ανησυχησα
τοσο πολυ που σκεφτηκα να βγω εξω και να τον ψαξω μονος μου. Ομως γνωριζα πολυ
καλα πως δεν θα ηταν κατι που θα ηθελε να κανω. Και ετσι εμεινα σπιτι ωσπου
ακουσα το ανοιγμα της εξωπορτας του σπιτιου μας. Ηταν βραδυ και μολις ειχα
ξυπνησει απο τον υπνο μου. Τον ειχα ρωτησει γιατι αργησε να γυρισει τοσο πολυ
και απλα μου εδωσε μια μισοφαγωμενη τυροπιτα. Νομιζω πως την ειχε βρει καπου
απ’εξω ομως δεν ηθελα να τον στενοχωρήσω κι αλλο και γι’αυτο χωρις να πω
κουβεντα εφαγα την τυροπιτα. …
Ένα βράδυ όπως όλα τα
βράδια, ξύπνησα από τον ήχο που έκανε η κοιλιά μου επειδή είχα να φάω μέρες.
Αμέσως ξύπνησα τον μπαμπά μου που κοιμόταν δίπλα μου και του είπα ότι πεινάω
πολύ! Εκείνος με χάιδεψε και μου είπε να μην ανησυχώ και ότι το τραπέζι μας το
Πάσχα θα είναι γεμάτο με πολλά φαγητά που μου άρεσαν! ‘Έτσι και εγώ γύρισα
πλευρό και με ξαναπήρε ο ύπνος. ονειρεύοντας αυτό το τραπέζι που μου έταξε ο
μπαμπάς μου. Η αγωνία μου ήταν τόσο μεγάλη και σε συνδυασμό τον ήχο της κοιλιάς
μου δεν μπορούσα να ξανακοιμηθώ.
Περνούσαν οι ώρες και ο
μπαμπάς μου δεν είχε έρθει! Δεν μπορώ να πω - ανησυχούσα για εκείνον διότι ο κόσμος εκεί έξω
είναι επικίνδυνος. Ο μπαμπάς μου όμως μου έχει μάθει να περιμένω! Έτσι έκανα
και εκείνη την ώρα…. Όση ώρα περίμενα να έρθει καθόμουν στο τραπέζι και
σκεφτόμουν τι θα ήθελα να φέρει ο μπαμπάς να φάμε. Η αλήθεια είναι πως εκείνη
την στιγμή ακόμα και με ένα πιάτο φασολάδα θα ήμουν το πιο χαρούμενο παιδί!
Αλλά αυτό που ήθελα να φέρει ο μπαμπάς, ήταν ένα κίντερ αυγό! Όχι τα μεγάλα,
ένα μικρό ίσα ίσα να θυμηθώ τί γεύση έχει η σοκολάτα. Μόνο αυτό μπορούσα να
ονειρευτώ εκείνη την στιγμή!
Περνούσαν οι ώρες και ο
μπαμπάς δεν εμφανιζόταν, και οι ελπίδες μου για ένα διαφορετικό Πάσχα λιγοστεύουν,
ενώ ο ήχος της κοιλίας μου γινόταν όλο και πιο δυνατός. Είχα πειστεί ότι ο
μπαμπάς δεν θα γυρίσει και ανησυχούσα πολύ για αυτόν… φοβόμουν μήπως είχε πάθει
κάτι….
Ήταν, πρωί όταν ξύπνησα. Πεινούσα τόσο πολύ,
που πετάχτηκα αμέσως από το κρεβάτι για να πάω στην τραπεζαρία να φάμε το πλούσιο
γεύμα που μου υποσχέθηκε ο πατέρας μου, πως θα είχε ετοιμάσει. Ενώ, ήμουν έτοιμος να ανοίξω την πόρτα του δωματίου
για να πάω στην τραπεζαρία, κατάλαβα πως κάτι πήγαινε στραβά. Υπήρχε απόλυτη ησυχία
στο περιβάλλον του σπιτιού μου, σαν να μην ήταν κανείς, εκτός από εμένα. Αφού έφτασα
εκεί, δεν πίστευα στα μάτια μου. Το τραπέζι, δεν είχε τίποτα πάνω του, εκτός
από κάτι υπολείμματα σπανακόπιτας που μας είχε κεράσει ο φούρναρης, την προηγούμενη
μέρα. Αμέσως, άρχισα να αναζητώ στο σπίτι τον πατέρα μου, με την ελπίδα πως κάπου
έχει κρυφτεί και πως μου έκανε κάποιου είδους φάρσα. Μετά από λίγο, κατάλαβα
πως δεν είχε γυρίσει από τότε που μου είπε πως θα έβγαινε έξω για να φέρει φαγητό
στο σπίτι. Έτσι, αποφάσισα να κάτσω στην πολυθρόνα, να διαβάσω μια ξεχασμένη
και παλιά εφημερίδα που βρισκόταν στην άκρη του τραπεζιού, μέχρι να έρθει.
Πέρασαν πολλές ώρες και ο πατέρας μου δεν είχε
έρθει. Εν τω μεταξύ η πείνα δεν είχε φύγει και η επιθυμία να φάω κάτι, όλο και αυξανόταν.
Αχ να είχα ένα λαχταριστό σοκολατένιο τσουρέκι και μια κατσαρόλα γεμάτη με μακαρόνια
με κιμά, που είναι τα αγαπημένα, εμένα και του πατέρα μου! Οι ώρες περνούσαν
και έξω είχε σχεδόν σκοτεινιάσει. Άρχισα να ανησυχώ πολύ, διότι ο πατέρας μου
δεν είχε εμφανιστεί. Άσχημες σκέψεις αρχίσαν να κυριεύουν το μυαλό υποθέτοντας
πως κάτι κακό είχε συμβεί. Που είναι ο πατέρας μου; Γιατί έχει αργήσει; Είναι καλά;
Τέτοιες και άλλες πολλές ερωτήσεις μου είχαν δημιουργηθεί, ώσπου σιγά σιγά άρχισα
να νυστάζω.
Μεσάνυχτα πια, καθώς κοιμόμουν, ξύπνησα ξαφνικά
από τον ήχο των κλειδιών της κεντρικής πόρτας του σπιτιού μου. Ήταν ο πατέρας
μου. Σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση ψιθύριζε στα χείλη του πως ήταν ένας αποτυχημένος.
Έκανε κίνηση να μου προσφέρει μια μισοφαγωμένη τυρόπιτα, εξηγώντας μου πως αυτό
ήταν το καλύτερο που μπορούσε να μου προσφέρει. Τότε εγώ από την μεριά μου, προσπάθησα
να τον παρηγορήσω, λέγοντας του να μην στεναχωριέται και πως χαιρόμουν που ήταν
κοντά μου και είμασταν και οι δυο καλά. Όσον αφορά το φαγητό του διευκρίνισα
πως θα βρίσκαμε μια λύση. Από τότε, κατάλαβα πόσο σπουδαίο πατέρα είχα και για
αυτό χαιρόμουν και τον θαύμαζα πολύ, διότι γνώριζα πόσο σκληρά προσπαθούσε για
να έχουμε ένα πιάτο φαΐ στο σπίτι, ενώ επίσης, έπαψα να παραπονιέμαι για το αν πεινούσα
η όχι.