Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

"Tο χειρότερο στη ζωή είναι να μην είσαι αυτό που είσαι" - ο άλλος/ ο διαφορετικός στη λογοτεχνία.

 

Lonely boy, Jacquelyn Dantonio
Η ενότητα για τα φύλα στη λογοτεχνία περιλαμβάνει και τη μελέτη κειμένων που προκαλούν ερωτήματα σχετικά με τα στερεότυπα του φύλου και διευκολύνει τη σκέψη των μαθητών για τις έμφυλες ταυτότητες και τη διαφορετικότητα. Στα πλαίσια αυτά μελετήσαμε με τους μαθητές της Α’ Λυκείου ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη «Ήλιος με δόντια». Στο βιβλίο αυτό ο κεντρικός ήρωας, ο  Κωνσταντής, είναι ένας άνθρωπος με έντονη θηλυπρέπεια, που από την παιδική του ηλικία βιώνει την απόρριψη από την τοπική κοινωνία και συνεπώς τη μοναξιά που οφείλεται στη διαφορετικότητά του. Η στάση της μητέρας του ήρωα, της γειτονιάς, της ευρύτερης κοινωνίας, των άλλων παιδιών είναι εκείνη που βρίσκεται στη βάση του προβληματισμού - πώς δηλ. διαμορφώνεται μια στάση απέναντι στη διαφορετικότητα από τις αξίες μιας κοινωνίας που θεωρούσε μιάσματα και περιθωριακούς τους /θηλυπρεπείς/ τους ομοφυλόφιλους.  Παράλληλα, μελετήσαμε και ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Η λήθη που θα γίνουμε» , στο οποίο είδαμε μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στο άγχος και την αγωνία του βασικού ήρωα για το αν είναι ομοφυλόφιλος. Ακολουθούν τα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στη διδασκαλία. και δύο εργασίες μαθητών, καθώς μια από τις δημιουργικές εργασίες αφορούσε μια υποθετική συνάντηση ανάμεσα στους δύο τόσο διαφορετικούς ήρωες των κειμένων αυτών.

Τον γνώρισα στα 30 μου, έξω από τον κινηματογράφο. Κοιτούσε σκεπτικός και προβληματισμένος μια αφίσα της ταινίας "Love, Simon''.

Εγώ: Την έχεις δει;
Κωνσταντής: Ναι, ωραία ταινία.
Εγώ: Περί τίνος πρόκειται; Ρώτησα γεμάτος ενδιαφέρον.
Κωνσταντής: Δεν νομίζω να αρέσει σε κάποιον σαν εσένα. Είπε και με κοιτάξε από πάνω μέχρι κάτω.
Εγώ: Κάποιον σαν εμένα; ρώτησα θιγμένος. Γιατί;
Κωνσταντής: Είναι για ένα έφηβο αγόρι που φοβάται να πει στον κόσμο πως είναι ομοφυλόφιλος.
Εγώ: Ααα.. Κατάλαβα. Είπα γελώντας
Κωνσταντής: Δεν νομίζω πως είναι αστείο. Μου απάντησε φανερά εκνευρισμένος.
Εγώ: Όχι, δεν το εννοούσα έτσι. Δεν ξέρω γιατί γέλασα, ήταν χαζό εκ μέρους μου. Απολογήθηκα αφού τα γυναικωτά χαρακτηριστικά του μου φανέρωναν πως ίσως να ανήκα στην κοινότητα αυτή.
Εγώ: Δεν μπορώ να πω πως καταλαβαίνω αυτούς τους ανθρώπους αλλά όταν ήμουν έφηβος, είχα υποψίες ότι ίσως με έλκυαν τα αγόρια.
Κωνσταντής: Και ; Φάνηκε να ενδιαφέρεται.
Εγώ: Είπα τις σκέψεις μου στον πατέρα μου και είπε ότι είναι πολύ νωρίς για να ξέρω, αλλά και πως και να είμαι, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Κωνσταντής: Αλήθεια; Ο άντρας που ακόμα δεν γνώριζα το όνομα του, φάνηκε σοκαρισμένος από την απάντηση του πατέρα μου.
Κωνσταντής: Είσαι τυχερός που ο πατέρας σου ήταν τόσο δεκτικός γι' αυτό το θέμα. Μακάρι να είχα λάβει και εγώ την ίδια υποστήριξη. Το να σε υποστηρίζει η οικογένεια σου είναι το σημαντικότερο. Πρέπει να είσαι περήφανος.
Πράγματι, ήμουν περήφανος για τον πατέρα μου. Αν δεν είχα λάβει την υποστήριξη που μου είχε δώσει δεν θα ήμουν ποτέ αυτός που είμαι.
Εγώ: Εύχομαι να είχαν όλοι τον πατέρα μου. Θα σου μεταφέρω τα λόγια που με είχαν ανακουφίσει τότε, με την ελπίδα ότι θα φτιάξω έστω και λίγο την ημέρα σου. «Το χειρότερο στη ζωή είναι να μην είσαι αυτό που είσαι, διότι δεν πρέπει κανείς να εναντιώνεται στη φύση με την οποία είχε γεννηθεί, όποια κι αν ήταν αυτή.»
Εκείνος δάκρυσε και  έγνεψε καταφατικά. Δεν ξέρω τι είχε περάσει, και δεν θέλω να γίνω αδιάκριτος, αλλά μπορώ να πω ότι μάλλον είχε ζήσει πολλά.
Κωνσταντής: Και τελικά; Είσαι και εσύ;
*Του δείχνω το δαχτυλίδι μου*
Εγώ: Ναι, παντρεμένος 2 χρόνια.
Κωνσταντής: Είμαι σίγουρος ο πατέρας σου είναι περήφανος για εσένα.
Εγώ: Δεν ξέρω, δεν μπόρεσε να έρθει. Πέθανε από καρκίνο 3 χρόνια πριν. Αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι τόσο περήφανος για εμένα, όσο είμαι εγώ γι'αυτόν.
Εκείνος χαμογέλασε.
Κωνσταντής: Τι λες λοιπόν; Πάμε να δούμε αυτή τη ταινία;
Χαμογέλασα πίσω και αγοράσαμε 2 εισιτήρια.

Ε.Σ




Το μπαρ ήταν γεμάτο. Ο κόσμος χόρευε και έπινε από αμηχανία μη ξέροντας τι άλλο να κάνει. Άντρες και γυναίκες ντυμένοι με πολυ όμορφα ρούχα και ας μην μπορουσα να διακρινω ολα τα χρώματα. Κυριαρχούσε το συνεχως μεταβαλλόμενο φως που έριχναν πάνω στα σώματα μας οι προβολείς του μαγαζιου. Η μουσικη ηταν τοσο δυνατη που εκανε ολο το κορμι μου να δονείται, οι παλμοι μου συγχρονιστηκαν με τους παλμους του τραγουδιου. Τα ματια μου κουραστηκαν και βρηκαν να σταθούν στην ασπρη μπλουζα και το μπεζ παντελόνι εκεινου του αγοριού που παραδοξως ηταν μονος του και έπινε αμέριμνος το ποτο του. Τον κοιταζα εδω και ωρα, οι κινησεις του ηταν προσεγμενες και φαινοταν αφοσιωμενος στο ποτο του και δεν επαιρνε τα ματια του απο αυτο παρα μονο αν τον ρωταγε κατι η barwoman. Πηγα προς το μερος του και εκεινος νιώθοντας καποια σκια να τον πλησιαζει, γυρισε το κεφαλι του.

‘Γειά’ είπα πρωτος και εκεινος φαινεται να αιφνιδιαστηκε. ‘Έκτορας’ μιλησα βιαστηκα δινοντας του το χερι μου.

‘Κωνσταντής’ απάντησε εξίσου γρηγορά σφίγγοντας το χέρι μου. ‘Χάρηκα’ και γύρισε πίσω στο ποτήρι του. 

‘ Πως και μόνος τόση ώρα στο μπαρ’

‘Σήμερα δεν είχα όρεξη, ετσι και αλλιώς σε κανένα μισάωρο φευγω’ ειπε μέσα απο τα δοντια του. Έβγαζε ένα  μυστηριώδες προφιλ με αυτα τα λεπτα χαρακτηριστικα προσωπου και αυτα τα φωτεινα ρουχα που φορουσε σε συνδυασμο με τον απομακρο τονο της φωνης του. ‘ Εσυ μονος ή με παρεα;’  με ρωτησε κοιτωντας οχι εμενα αλλα τον οχλο πισω μου. ‘Μόνος  και εχω βαρεθει ισως να μην ηταν η καλυτερη ιδεα να ερθω Σαββατοβραδο με τοσο κοσμο.’

‘Μπορει’ απάντησε κοιτώντας με εκεινη την φορα στα μάτια. ‘Έχεις ξανά έρθει εδώ;’ ’ με ρωτησε. ‘Όχι , δεν ειμαι απο εδω απλα ο πατερας μου ειχε ενα χειρουργειο και δεν θελαμε να κανει μονος του Χριστουγεννα’

Με κοιταξε με σηκωμενο φρυδι λες και μιλαω αλλη γλωσσα. Μας πλησιασε η barwoman  και μας ρωτησε αν θα θελαμε κατι. Το κλιμα το σηκωνε οποτε ζητησαμε και οι δυο μια ιδια. Τον ρωτησα αν αυτος ειναι απο δω. ‘Απο την Χιο πριν τεσσερα χρονια εγκατασταθηκα στην Αθηνα. Δεν με επαιρνε να μείνω άλλο εκεί’.

‘Λυπαμαι’ τα ποτα ηρθαν και το μυαλο του αισθανθηκα μπηκε σε περιεργα σκοταδια. ‘Δεν χρειαζεται’ απαντησε ο Κωνσταντης πινοντας μια γουλια. ‘Δεν ειχες κανεναν;’

‘Να βλεπεις τον πατέρα μου δεν τον θυμαμαι,πεθανε νεος, και μετα το χαμο της μητερας μου δεν ειχα καποιον να με προστατέψει, τα πραγματα χειροτερεψαν και πηρα την αποφαση να φυγω’ σουφρωσα τα φρυδια μου και ηπια το σφηνάκι. ‘Και γιατι χρειαζεσαι προστασια;’

‘Εσυ γιατι αγαπας τον πατερα σου τοσο ωστε να μην το αφησεις να ερθει μονος του εδω;’ απορησε. Μα πως να μην τον αγαπαω πατερα μου ειναι και μαλιστα ο καλυτερος, τοσο παραξενο του φανηκε που ηρθα στην Αθηνα για εκεινον;‘Τον αγαπαω για να τον αγαπαω, γιατι νιωθω ζεστασια, ασφαλεια και ευτυχια που εχω τον πατερα που εχω. Αυτο ομως δεν καταλαβαινω που κολλαει.’

Με κοίταξε και σχηματίστηκε ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό του, σχεδόν ειρωνικό. ‘ Κολλάει στο οτι όπως εσύ χρειάζεσαι την ζεστασιά και την ασφάλεια του πατέρα σου έτσι και εγώ χρειάζομαι μία προστασία,αυτό μου έμαθαν, την οποία την έπαιρνα από τη μητέρα μου και ήμουνα ευτυχισμένος… Κάποιες φορές.’ Έκανε νεύμα στην κοπέλα να φέρει άλλα δύο από τα ίδια και εγώ απλά συμφώνησα χωρίς να μιλήσω. ‘ Βλέπεις εγώ δεν είμαι ο οποιοσδήποτε, είμαι ο διεστραμμένος, ο εξαποδώ, ο ανώμαλος, γυναικωτός της Χίου’ είπε με έμφαση όχι στα επίθετα αλλά στο άρθρο. ‘ Δεν είχα ούτε τέλεια ζωή, ούτε τέλεια οικογένεια, ούτε φίλους, ούτε τέλειο σπίτι αν θεωρείται σπίτι εκεί που ζούσα. Έφαγα πόλεμο σε όλα μέχρι που δεν άντεξα άλλο τους τείχους γύρω από το Κάστρο της Χίου και έφυγα ώστε να ξεβρωμίσει ο τόπος που από ότι φαίνεται ντρόπιαζα’ δεν μίλησα τον κοίταξα. Τα σφηνάκια ήρθαν τα ήπιαμε ταυτόχρονα. Είπα  το όνομα του και αυτός λες και δεν το είχε ξανακούσει γύρισε να με δει. ‘Πάμε’ του ειπα και αυτός χωρίς καν να το επεξεργαστεί σηκώθηκε και τον ακολούθησα μέχρι την έξοδο.

‘Που;’ ρώτησα λες και δεν ήταν δική μου ιδέα να φύγουμε. ‘Διάλεξε εσυ, εγώ ποτέ δε φτάνω εκεί όπου πάω.’ μου απάντησε ο Κωνσταντης.

‘Δηλαδή;’ τον ρώτησα μαντεύοντας αν θα μου απαντούσε με τρόπο που να μην αφηνε αλλά ερωτηματικά. ‘Ότι βαρέθηκα να ψάχνω δουλειά, κουράστηκα να ονειρεύομαι, να ελπίζω, να σέρνομαι, να θυμώνω, να πηγαίνω και όλο να γυρίζω πίσω.’ Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα τι να του πω, όποτε ειπα το συνηθισμένο ποίημα.

‘Μην το βάζεις κάτω.’ γέλασε και με κοίταξε

‘ Ασ’το έτσι μιλούν οι βολεμένοι’ μου απάντησε όχι βέβαια ότι προσβλήθηκα αλλά είπα να του απαντήσω και εγώ χαμογελαστά. ‘Το βόλεμα έχει πολλά πρόσωπα’ το σκέφτηκε. Δεν ξέρω τι ακριβώς σκέφτηκε αλλά είπε μετά από λίγο ότι ξέρει ένα ήσυχο, γραφικό καφενεδάκι εδώ κοντά που μπορεί να είναι ανοιχτό.

Οντως ηταν πολυ κοντα μετα απο δεκα λεπτα αργο περπατημα φτασαμε. Στην διαδρομη δεν ειπαμε πολλα, εκανα δυο τσιγαρα και με ρωτησε λιγα για μενα αλλα η συζητηση πηγαινε προς την δουλειά μου, μπορει και εγω να την πηγα δηλαδη, οποτε επικρατησε σιωπη για λιγο μεχρι που φτασαμε.Το τελευταίο που ήθελα να σκέφτομαι ήταν προθεσμίες και άρθρα. ‘ Αρα ο πατερας σου ανεβαινει συχνα στην Αθηνα;’

‘ Ναι, απο μικρος τον θυμαμαι να πηγαινοερχεται και ειδικα οταν ημουν πιο μικρος με επαιρνε απο κατω οταν εφευγε, οχι οτι δεν αγαπω την μητερα μου αλλα δεν μπορουσα να κοιμηθω αν δεν ηταν αυτος εκει.’ του απάντησα και αυτος εδω και τεσσερα λεπτα φαινεται να συνηθισε το χρωμα των ματιων μου αφου τα κοίταζε και δεν τα απεφευγε πια ντροπαλα κοιτωντας πισω μου η κατω. Μπηκαμε στο καφενεδακι που ηταν οντως πολυ ομορφο και δεν ειχε κοσμο. ‘Καλα και την μητερα σου δεν την ενοχλουσε αυτη η τοσο μεγαλη αδυναμια σου στον πατερα σου;’

Το σκεφτηκα λιγο… ‘Οχι ή τουλαχιστον δεν μου εδειξε ποτε κατι, δεν ξερω αν ηταν που δεν την ενοιαζε η απλα δεν την πειράζει, οι αλλοι ειχαν τα κολληματα.’ ειδα μια περιεργεια να εμφανίζεται στα ματια του και χωρις να το εξωτερικευσει παραπανω, του ελυσα την απορια. ‘Να βλεπεις ηταν παντα ο πατερας μου που με πηγαινε σχολειο και με αγκαλιαζε και με φιλαγε και με πηγαινε βολτες και παιζαμε στο παρκο. Ο πατερας μου με ηθελε οσο ευτυχισμενο τον ηθελα και εγω και εκει εστιαζε παντα. Τωρα οι αλλοι που δεν εχουν ιδεα για αυτα και επιλεγουν να ζησουν μια ζωη με προκαταληψεις, προσπαθουν να προβαλλουν το καθετι διαφορετικο ως κακο για να λυσουν υπαρξιακα θεματα τους και κόμπλεξ. Ειναι ολοι τους υποκριτες και δεν υπαρχει μεγαλυτερη τιμωρια απο αυτή που επιβαλλουν οι ιδιοι στον εαυτο τους.’

 Με κοιτουσε λες και ελεγα σοφιες ζωης,ομως δεν συνεβαινε κατι τετοιο. Κοιταξε κατω μα βρηκε το κουραγιο να ξανα σηκωσει τα ματια του. ‘Λες;’

‘Λεω.’ ξεροβηξε μολις ηρθε το γκαρσον .

«Κωνσταντη δεν εισαι στην Χιο, αλλα στην Αθηνα με εναν αγνωστο 11 το βραδυ μετα απο δε ξερω και εγω ποσα σφηνακια.Ο κοσμος δεν θα αλλαξει αν δεν μοιραστείς τις σκεψεις σου.’

Το μυαλο του ηταν καπου σκοτεινα. Κοιταξε επανω και μετα εμενα. ‘Μου λειπει , Εκτορα.’

 

‘Η μητερα σου;’ ρωτησα. ‘Οχι, η ζωη που απο παιδι παραμυθιαζα τον εαυτο μου πως θα μπορουσα να εχω. Που ειχα στα ονειρα μου, που ειχε ο αλλος εαυτος μου, εκεινος που θα μπορουσα να συναντησω και παντα οταν εκλεινα τα ματια μου ευχόμουν να μην αργουσε αυτη η συναντηση με την ζωη αυτη. Τωρα εχω ξεχασει πως να ευχομαι γιατι δεν υπαρχει αυτη η ζωη που ονειρευόμουν πως θα μπορουσα να εχω, ουτε αυτος ο εαυτος που θα μπορουσα να ημουν αν δεν ηταν η Χιος, αν δεν ηταν η μανα μου και αν δεν ηταν τα ματζουνια της κυρα Φανης και η ιδια η κυρα Φανη που με ξεγεννησε.Δεν εζησα την στοργη, την βαθια οχι αυτη την επιφανειακη, ουτε την ζεστασια μιας αγκαλιας. Η μητερα μου μπορει να με αγαπουσε αλλα ηταν δυστυχισμενη γυναικα και τι μπορει να προσφερει μια τετοια γυναικα σε ενα “προβληματικο” παιδι οπως ημουν για τους αλλους. Επεισα τον εαυτο μου πως τελικα αυτο που δεν ειχα εγω, μαλλον δεν υπηρχε για να το βρω αρα δεν θα το εχει και κανεις. Αλλα μεσα σε μια ωρα φαινεται να μου αλλαξες γνωμη γιατι ειχες αυτο που παντοτε εψαχνα. Μια αληθινη, ζεστη, ασφαλη αγκαλια χωρις κατω ή πίσω κείμενο. Οποτε ενας απο τους πολλους κοσμους που ειχα δημιουργησει οχι μονο αλλαξε αλλα καταστράφηκε.’ βουρκωσε και μαζι του και εγω. Αισθανθηκα οτι επρεπε να γινω ο πατερας που εγινε καποτε ο δικος μου και μου εξηγησε κατι πολυ απλο που ομως κανεις δεν βοηθησε αυτον νεαρο αν δει και να καταλαβει.

‘Αυτοι που σου στέρησαν αυτη την αγκαλια δεν ηταν ανθρωποι, ηταν ανθρωπακια. Φοβουνται να δεχτούν τη διαφορετικότητα, φοβουνται τη σύγκριση και την κριτική, την απόρριψη και ψάχνουν την αποδοχή με επιθετική άμυνα.Μπορεί να είναι και ανασφάλεια, ή και ζήλια, ή μπορεί να θέλουν  απλά να περάσουν  την ώρα τους. Τις περισσότερες όμως φορές είναι η δική τους σκοτεινή πλευρά που δεν μπορουν να δεχτουν, οι δικοί τους δαίμονες που δε θέλουν να παραδεχτούν ότι υπάρχουν μέσα τους. Εσύ ας είσαι αληθινός με τον εαυτό σου. Αν θέλουν οι άλλοι να σε δουν ως καλό άνθρωπο, θα το κάνουν. Αν όχι, θα βρουν χίλιους τρόπους, χίλια πατήματα για να αποδείξουν ότι δεν είσαι. Κωνσταντη, ο κόσμος μια μέρα θα φύγει και μετά θα μείνεις μόνος με τον εαυτό σου. Όλα τα απωθημένα θα πέσουν βροχή. Θα μπορείς να τα αντιμετωπίσεις; Θα είσαι σε θέση; Ο κόσμος πάντα λέει και πάντα θα μιλάει, πότε δεν θα σωπάσει. Θα ψιθυρίζει στα αυτιά σου  μέχρι να σε δουν να σέρνεσαι .Η ζωη ισως να θελει παραπανω χιουμορ απο οτι της δινεις.Μην γίνεις σαν αυτους, ενας υποκριτης που καταπιεστηκε και δεν μπορουσε να κανει αλλιως. Μην κανεις ενα τετοιο λαθος.’

‘Να ονειρευομαι;’ ειπε ο Κωνσταντης προσπαθωντας να απαντήσει σε κατι που και ο ιδιος καταλαβε πως ηταν πολυ μεγαλο για βραδυ μετα απο μεθυσι. ‘Κυνηγοί ονείρων άπιαστων και φιλοδοξιών ειμαστε, ξεχνάμε πως ο χρόνος που φεύγει,φεύγει ανεπιστρεπτί. Απλά επιβιώνουμε,δίχως να ζούμε ουσιαστικά.Ακροβατούμε σε σχοινί,χωρίς δίχτυ προστασίας. Στον αγώνα της επιβίωσης  ξεχνάμε πως είμαστε περαστικοί από αυτόν τον κόσμο.’

‘Η ζωή μας είναι ένα παζλ από στιγμές. Στιγμές πίκρας, θλίψης, απελπισίας. Τα κομματια της χαρας, της ελπιδας της ηρεμιας, αυτα ονειρευομαι. Που τα βρισκω;’ με ρωτησα σαν ενα παιδι μου εχασε το παιχνιδι του και βρισκεται σε αδιεξοδο.

‘Με πυξίδα την αγάπη μπορούμε να δουλεύουμε για να ζούμε,προσπαθώντας να αντλούμε εμπειρίες,γνώση και χαρά μέχρι να έρθει η στιγμή να τελειώσει αυτό το δύσκολο, μα και υπέροχο ταξίδι ,που ονομάζεται ζωή. Κινείσαι σ’ ένα πλάνο υποχρεώσεων,άγχους,φόβου,απομόνωσης και αποξένωσης ακόμη και από τον ίδιο σου τον εαυτό,αποφεύγοντας συστηματικά να βυθιστεις σε μια λυτρωτική προσπάθεια αυτογνωσίας’ χαμογελασε και για την ωρα μου αρκούσε. ‘Εσυ απο ποτε εγινες τοσο σοφος;’ ρωτησε και γελασα. ‘Α μην με βλεπεις ετσι. Το αλκοολ φταιει ασε που μεχρι να φτασω στο αεροπλανο δεν θα θυμαμαι τα μισα.’με κοιταξε και ένα μέρος από τη λάμψη του χαμόγελου του έφυγε. ‘ Φεύγεις κιόλας;’

‘Ναι είχα κάποιες ώρες πριν την πτήση που έπρεπε να σκοτώσω δεν περίμενα βέβαια ότι θα εξελίσσονταν τόσο όμορφα μια σύντομη γνωριμία που θα θύμιζε σκηνή από ταινίας.’ του ειπα και πράγματι το πίστευα.

Τον αποχαιρέτησα και τολμώ να πω πως δείλιασα στο πως να το κάνω αυτό. Δεν ήταν απλός αποχαιρετισμός, ούτε τυπικός ούτε ανεπίσημος. Ήταν ο αποχαιρετισμός αληθινός με  συναισθήματα από τις καρδιές και των δύο μας και ας γνωριζόμασταν μόνο κάτι ώρες. Αγκαλιαστήκαμε, δώσαμε τα χέρια ευχηθήκαμε καλή τύχη ο ένας στον άλλον και τραβήξαμε διαφορετικούς δρόμους. Εγώ για το αεροδρόμιο και εκείνος μακάρι να’ξερα. …

Ε.Χ. 

 


Ήλιος με δόντια by Γιώτα Κεφαλά

Η Λήθη Που Θα Γίνουμε, Παρά... by Γιώτα Κεφαλά

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

"Η απλή αγάπη έρχεται δίχως λόγο και δε ζητάει εξηγήσεις" (Αν έρθεις σαν τον άνεμο) - Πρώτη συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης 2ου ΓΕΛ Κω.

 

Κυριακή πρωί  και στο προαύλιο του 2ου ΓΕΛ Κω 17 μαθήτριες και μαθητές της Α΄Λυκείου , μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης, έχουν την πρώτη τους συνάντηση. Μετά από δύο χρόνια παύσης όλων των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, φέτος ξεκινήσαμε δειλά δειλά και κρατώντας όλα τα μέτρα προστασίας των μαθητών μας. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει η γενικευμένη άποψη ότι τα παιδιά του λυκείου δε συμμετέχουν σε εκπαιδευτικά προγράμματα , ότι η στάση τους απέναντι σε αυτά είναι απαξιωτική και ότι το Λύκειο δεν ενδείκνυται για τέτοιου είδους ομάδες- ειδικά όσες έχουν να κάνουν με την ανάγνωση βιβλίου. Κόντρα λοιπόν σε όλες τις δυσοίωνες προβλέψεις με τη συνάδελφο Μαρίνα Κρύου αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε Λέσχη Ανάγνωσης και τα καταφέραμε με τη βοήθεια και τη θέληση των μαθητών μας. Σήμερα λοιπόν ενώσαμε τις ομάδες της Λέσχης Ανάγνωσης – δύο δικές της και δύο της υποφαινόμενης- και κάναμε την πρώτη συζήτηση της χρονιάς. Η συνάντηση έγινε στον αύλειο χώρο του σχολείου – που παρά το τσουχτερό κρύο είχε πολύ ήλιο και καθόλου αέρα- οι μαθητές μας ήρθαν με διπλές μάσκες και κάθισαν ανα τμήμα σε ένα κύκλο. Και η κουβέντα πήρε φωτιά!

Το πρώτο βιβλίο που διαβάσαμε φέτος ήταν το «Αν έρθεις σαν τον άνεμο», της Τζάκλιν Γούντσον. Το βιβλίο γράφτηκε το 1998, αλλά μεταφράστηκε το 2020 από την Αργυρώ Πιπίνη για τις εκδόσεις Πατάκη. Ένα βιβλίο επίκαιρο όσο ποτέ. Ένα βιβλίο για τις προκαταλήψεις, τον καθημερινό ρατσισμό, την υποδεέστερη θέση των μαύρων στις ΗΠΑ καθώς και όλα τα στερεότυπα γι αυτούς.




Αρχικά όλοι οι μαθητές τοποθετήθηκαν για το βιβλίο- αν τους άρεσε ή όχι και γιατί. Η Ελένη το βρήκε πολύ ρομαντικό στην αρχή του, της άρεσε αλλά θεώρησε πολύ απότομο το τέλος του. Η Ειρήνη έκλαιγε όταν ο Μάια πέθανε κι αναρωτιόταν γιατί. Το βιβλίο της άρεσε πολύ. Στον Αργύρη επίσης άρεσε το βιβλίο, αν και δεν είχε καταλάβει ότι ο πρωταγωνιστής θα πέθαινε στο τέλος και αυτό δεν μπόρεσε να το κατανοήσει- γιατί να πεθάνει δηλαδή; Η Κωνσταντίνα βρήκε πολύ όμορφο το βιβλίο , το διάβασε πολύ γρήγορα και έλπιζε να μην τελειώσει. Θεώρησε πολύ απότομο το τέλος του. Στη Ζωή επίσης άρεσε και το θέμα του που αφορούσε την ζωή των μαύρων. Η Άννα Μαρία το βρήκε επίσης πολύ ωραίο, αλλά θεώρησε πολύ σύντομο και βιαστικό το τέλος του. Στη Ρένα δεν άρεσε το πώς πέθανε ο ήρωας, όπως και το ότι υπήρξε εκτενής αναφορά στους γονείς των δύο ηρώων. Ο Μανώλης το βρήκε και εκείνος ωραίο, αλλά με απότομο τέλος. Στην Αντριάνα άρεσε πολύ. Ήταν ένα βιβλίο για εφήβους, μιλούσε για τον έρωτα, τις σχέσεις και ήταν πολύ όμορφο. Η Μαρία, αν και είχε καταλάβει ότι ο ήρωας θα πέθαινε, συγκινήθηκε με την αφήγηση της ιστορίας. Η Μελίνα επίσης αναφέρθηκε στο απότομο τέλος , διότι μέχρι τότε το βιβλίο δε φαινόταν απαισιόδοξο. Η Μπιργκιούλ αντίθετα, βρήκε πολύ ρεαλιστικό το τέλος , γιατί δε γίνεται μια ζωή να υπάρχει χάπι εντ. Στη Γκιουλσέν άρεσε πολύ ο τρόπος που ξεκίνησε το βιβλίο. Είχε καταλάβει ότι ο ήρωας θα πάθαινε, φαινόταν ήδη από την αρχή. Η Μαίρη βρήκε ψυχρό το βιβλίο, αν και υπήρχαν ωραία κεφάλαια. Δεν θα το πρότεινε σε κάποιον να το διαβάσει. Η Γιάννα μας είπε ότι η ιστορίας είχε ενδιαφέρον , αλλά την κούρασαν οι εκτενείς αναφορές στους γονείς, αντί στους δύο κεντρικούς ήρωες. Η Πόπη αντίθετα βρήκε πολύ ενδιαφέρον το ότι η συγγραφέας φώτισε τους χαρακτήρες των γονιών , γιατί έτσι μπορούσες να καταλάβεις καλύτερα και τα κίνητρα και τη συμπεριφορά των ηρώων. Τη μπέρδεψε λίγο το τέλος, που ήταν πολύ λογοτεχνικό. Τέλος η Κωνσταντίνα μας είπε ότι το βιβλίο της άρεσε πάρα πολύ και θεώρησε πολύ ρεαλιστική την παρουσίαση των γονιών.

Στη συνέχεια συζητήσαμε θέματα που θίγει το βιβλίο σε ελεύθερη συζήτηση. Οι γονείς, η στάση της κοινωνίας, οι προκαταλήψεις, ο ρατσισμός που κουβαλάει ο καθένας μέσα του και πρέπει να παλέψει να απαλλαχτεί απ΄αυτόν. Αναφερθήκαμε εκτενώς σε περιστατικά που είχαν σημειώσει τα παιδιά – τα αντιφατικά μηνύματα της αδερφής της Ελι, που παρά τη διαφορετικότητα της δεν μπορεί να κατανοήσει την αδελφή της- εκεί φαίνεται και το ότι οι προκαταλήψεις δεν συνδέονται αναγκαστικά με άτομα συντηρητικά- το συμβάν με τις δύο ηλικιωμένες κυρίες που ρώτησαν την Ελι αν χρειάζεται βοήθεια καθώς περπατάει στο πάρκο με τον Μάια- μόνο και μόνο γιατί εκείνος είναι μαύρος- ένα περιστατικό που δείχνει τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη μαύρος=επικίνδυνος και στην ουσία παραβιάζει την ιδιωτικότητα της ζωής των δύο εφήβων, η προκατάληψη του καθηγητή απέναντι στον Μάια σχετικά με το μαθησιακό του επίπεδο. Παράλληλα, αναφερθήκαμε στην αφηγήτρια- ομοδιηγητική στην περίπτωση της Έλι, ετεροδιηγητική στην περίπτωση του Μάια- και τα παιδιά έκριναν ότι η οπτική του ετεροδιηγητικού αφηγητή είναι πιο βαθιά, πιο ουσιαστική γι αυτό και γνωρίζουμε καλύτερα τον Μάια και όχι την Έλι. Φυσικά δε θα έλειπαν τα σχόλια για τη στάση των γονιών: ο πατέρας του Μάια, αποστασιοποιημένος, αδιάφορος για μια πιο ουσιαστική σχέση με το γιο του, η μητέρα πιο κοντά του. Οι δε γονείς της Έλι- ο πατέρας μια φασματική φιγούρα, δουλεύει πολύ και δεν είναι ποτέ σχεδόν στο σπίτι, η δε μητέρα έχοντας στο παρελθόν εγκαταλείψει την οικογένεια, έχει μια συμβατική σχέση με την Έλι, η οποία φαίνεται πως διορθώνεται μετά το θάνατο του Μάια. Κι άλλα πολλά και ωραία είπαν τα παιδιά μας και μακάρι να μπορούσαν να μεταφερθούν όλα στο χαρτί! Για το τραύμα που βιώνει ένα παιδί όταν εγκαταλείπεται από τη μητέρα του, για το πως εύκολα μπορείς να στηρίξεις μια αντιρατσιστική στάση στα λόγια, αλλά πόσο δύσκολο είναι να την κάνεις πράξη, πώς οι γονείς επηρεάζουν ένα παιδί και προσπαθούν να κατευθύνουν τις δικές του πράξεις προβάλλοντας σε αυτό τα δικά τους ανικανοποίητα θέλω. ..




Η συνάντηση τελείωσε αισίως δυο ώρες μετά, αν και νομίζω ότι θα μπορούσαμε ακόμη να συζητάμε. Στο τέλος της συνάντησης κόψαμε τη βασιλόπιτα μας – είπαμε να ξεκινήσουμε γλυκά τη χρονιά! Το φλουρί βρήκε η Ειρήνη και το δώρο της είναι ένα βιβλίο. Το επόμενο βιβλίο μας είναι «Τα φαντάσματα του Ντέμιν» της Βερένα Κέσλερ.


Αποσπάσματα του βιβλίου που ξεχωρίσαμε:

Η αλλαγή είναι καλό πράγμα, έλεγε η γιαγιά του. Είναι σαν τις εποχές. Δε θες να μείνεις ίδιος όλη σου τη ζωή και να πιάσουν μούχλα τα δάχτυλα των ποδιών σου. 

 Αλλά που βρίσκονταν εκείνοι οι μαύροι που ήταν ίδιοι με μας, που ήταν ίσοι με μας; Γιατί δεν έρχονταν σπίτι μας για φαγητό; Γιατί δεν έπαιζαν γκόλφ με το μπαμπά τα Σάββατα, γιατί δεν έφτιαχναν χειροποίητα καπιτονέ καλύμματα με τη Μάριον τα βράδια της Πέμπτης; Γιατί δεν ήταν στον κόσμο μας, γιατί δε βρίσκονταν γύρω μας, γιατί δεν αποτελούσαν κομμάτι της ζωής μας;

Νομίζω πως μόνο μια φορά στη ζωή σου βρίσκεις κάποιον για τον οποίο λες: " Ε, αυτός είναι ο άνθρωπος με τον οποίο θέλω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου πάνω στη γη." Και να χάσεις αυτή τη στιγμή ή αν απομακρυνθείς απ αυτήν ή αν ανοιγοκλείσεις έστω τα μάτια σου- τότε πάει, περνάει και χάνεται.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Το κουτί της Πανδώρας

 

Don;t waste your tears

Και κάθομαι στην μαύρη καρέκλα

Μου έχει σηκωθεί η τρίχα από το κρύο

Γύρω μου σκορπισμένα μύρια βιβλία

Ανοιχτά ,υπογραμμισμένα , γεμάτα σημειώσεις αλλά δεν έχω ιδέα τι λένε 

Και εκεί με το ένα χέρι να κρατά το κοπίδι

Το άλλο αναμένει την σφαγή

Αλλά η σφαγή δε  γίνεται ποτέ

Το κοπίδι γυρίζει πίσω στο συρτάρι του και η καρέκλα γυρνά 180 μοίρες

Τα βιβλία επιστρέφουν στο γραφείο

Τα δάκρυα μου στα μάτια μου

Το αίμα στις φλέβες μου

Και τα συναισθήματα μου στο κουτί της Πανδώρας

  

Ειρήνη Μπακρατσά, Α2 2ου ΓΕΛ Κω