Lonely boy, Jacquelyn Dantonio |
Εγώ: Την
έχεις δει;
Κωνσταντής: Ναι, ωραία ταινία.
Εγώ: Περί τίνος πρόκειται; Ρώτησα γεμάτος ενδιαφέρον.
Κωνσταντής: Δεν νομίζω να αρέσει σε κάποιον σαν εσένα. Είπε και με
κοιτάξε από πάνω μέχρι κάτω.
Εγώ: Κάποιον σαν εμένα; ρώτησα θιγμένος. Γιατί;
Κωνσταντής: Είναι για ένα έφηβο αγόρι που φοβάται να πει στον κόσμο πως είναι
ομοφυλόφιλος.
Εγώ: Ααα.. Κατάλαβα. Είπα γελώντας
Κωνσταντής: Δεν νομίζω πως είναι αστείο. Μου απάντησε φανερά
εκνευρισμένος.
Εγώ: Όχι, δεν το εννοούσα έτσι. Δεν ξέρω γιατί γέλασα, ήταν χαζό εκ μέρους
μου. Απολογήθηκα αφού τα γυναικωτά χαρακτηριστικά του μου φανέρωναν πως ίσως
να ανήκα στην κοινότητα αυτή.
Εγώ: Δεν μπορώ να πω πως καταλαβαίνω αυτούς τους ανθρώπους αλλά όταν ήμουν
έφηβος, είχα υποψίες ότι ίσως με έλκυαν τα αγόρια.
Κωνσταντής: Και ; Φάνηκε να ενδιαφέρεται.
Εγώ: Είπα τις σκέψεις μου στον πατέρα μου και είπε ότι είναι πολύ νωρίς για
να ξέρω, αλλά και πως και να είμαι, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Κωνσταντής: Αλήθεια; Ο άντρας που ακόμα δεν γνώριζα το όνομα του, φάνηκε
σοκαρισμένος από την απάντηση του πατέρα μου.
Κωνσταντής: Είσαι τυχερός που ο πατέρας σου ήταν τόσο δεκτικός γι' αυτό το
θέμα. Μακάρι να είχα λάβει και εγώ την ίδια υποστήριξη. Το να σε υποστηρίζει η
οικογένεια σου είναι το σημαντικότερο. Πρέπει να είσαι περήφανος.
Πράγματι, ήμουν περήφανος για τον πατέρα μου. Αν δεν είχα λάβει την
υποστήριξη που μου είχε δώσει δεν θα ήμουν ποτέ αυτός που είμαι.
Εγώ: Εύχομαι να είχαν όλοι τον πατέρα μου. Θα σου μεταφέρω τα λόγια που με
είχαν ανακουφίσει τότε, με την ελπίδα ότι θα φτιάξω έστω και λίγο την ημέρα
σου. «Το χειρότερο στη ζωή είναι να μην είσαι αυτό που είσαι, διότι δεν πρέπει
κανείς να εναντιώνεται στη φύση με την οποία είχε γεννηθεί, όποια κι αν ήταν
αυτή.»
Εκείνος δάκρυσε και έγνεψε
καταφατικά. Δεν ξέρω τι είχε περάσει, και δεν θέλω να γίνω αδιάκριτος, αλλά
μπορώ να πω ότι μάλλον είχε ζήσει πολλά.
Κωνσταντής: Και τελικά; Είσαι και εσύ;
*Του δείχνω το δαχτυλίδι μου*
Εγώ: Ναι, παντρεμένος 2 χρόνια.
Κωνσταντής: Είμαι σίγουρος ο πατέρας σου είναι περήφανος για εσένα.
Εγώ: Δεν ξέρω, δεν μπόρεσε να έρθει. Πέθανε από καρκίνο 3 χρόνια πριν. Αλλά
είμαι σίγουρος ότι είναι τόσο περήφανος για εμένα, όσο είμαι εγώ γι'αυτόν.
Εκείνος χαμογέλασε.
Κωνσταντής: Τι λες λοιπόν; Πάμε να δούμε αυτή τη ταινία;
Χαμογέλασα πίσω και αγοράσαμε 2 εισιτήρια.
Ε.Σ
Το μπαρ ήταν γεμάτο. Ο κόσμος χόρευε και έπινε από αμηχανία μη ξέροντας τι άλλο να κάνει. Άντρες και γυναίκες ντυμένοι με πολυ όμορφα ρούχα και ας μην μπορουσα να διακρινω ολα τα χρώματα. Κυριαρχούσε το συνεχως μεταβαλλόμενο φως που έριχναν πάνω στα σώματα μας οι προβολείς του μαγαζιου. Η μουσικη ηταν τοσο δυνατη που εκανε ολο το κορμι μου να δονείται, οι παλμοι μου συγχρονιστηκαν με τους παλμους του τραγουδιου. Τα ματια μου κουραστηκαν και βρηκαν να σταθούν στην ασπρη μπλουζα και το μπεζ παντελόνι εκεινου του αγοριού που παραδοξως ηταν μονος του και έπινε αμέριμνος το ποτο του. Τον κοιταζα εδω και ωρα, οι κινησεις του ηταν προσεγμενες και φαινοταν αφοσιωμενος στο ποτο του και δεν επαιρνε τα ματια του απο αυτο παρα μονο αν τον ρωταγε κατι η barwoman. Πηγα προς το μερος του και εκεινος νιώθοντας καποια σκια να τον πλησιαζει, γυρισε το κεφαλι του.
‘Γειά’ είπα πρωτος και εκεινος φαινεται να αιφνιδιαστηκε.
‘Έκτορας’ μιλησα βιαστηκα δινοντας του το χερι μου.
‘Κωνσταντής’ απάντησε εξίσου γρηγορά σφίγγοντας το χέρι
μου. ‘Χάρηκα’ και γύρισε πίσω στο ποτήρι του.
‘ Πως και μόνος τόση ώρα στο μπαρ’
‘Σήμερα δεν είχα όρεξη, ετσι και αλλιώς σε κανένα μισάωρο
φευγω’ ειπε μέσα απο τα δοντια του. Έβγαζε ένα
μυστηριώδες προφιλ με αυτα τα λεπτα χαρακτηριστικα προσωπου και αυτα τα
φωτεινα ρουχα που φορουσε σε συνδυασμο με τον απομακρο τονο της φωνης του. ‘
Εσυ μονος ή με παρεα;’ με ρωτησε
κοιτωντας οχι εμενα αλλα τον οχλο πισω μου. ‘Μόνος και εχω βαρεθει ισως να μην ηταν η καλυτερη
ιδεα να ερθω Σαββατοβραδο με τοσο κοσμο.’
‘Μπορει’ απάντησε κοιτώντας με εκεινη την φορα στα μάτια.
‘Έχεις ξανά έρθει εδώ;’ ’ με ρωτησε. ‘Όχι , δεν ειμαι απο εδω απλα ο πατερας
μου ειχε ενα χειρουργειο και δεν θελαμε να κανει μονος του Χριστουγεννα’
Με κοιταξε με σηκωμενο φρυδι λες και μιλαω αλλη γλωσσα.
Μας πλησιασε η barwoman και μας ρωτησε
αν θα θελαμε κατι. Το κλιμα το σηκωνε οποτε ζητησαμε και οι δυο μια ιδια. Τον
ρωτησα αν αυτος ειναι απο δω. ‘Απο την Χιο πριν τεσσερα χρονια εγκατασταθηκα
στην Αθηνα. Δεν με επαιρνε να μείνω άλλο εκεί’.
‘Λυπαμαι’ τα ποτα ηρθαν και το μυαλο του αισθανθηκα μπηκε
σε περιεργα σκοταδια. ‘Δεν χρειαζεται’ απαντησε ο Κωνσταντης πινοντας μια
γουλια. ‘Δεν ειχες κανεναν;’
‘Να βλεπεις τον πατέρα μου δεν τον θυμαμαι,πεθανε νεος,
και μετα το χαμο της μητερας μου δεν ειχα καποιον να με προστατέψει, τα
πραγματα χειροτερεψαν και πηρα την αποφαση να φυγω’ σουφρωσα τα φρυδια μου και
ηπια το σφηνάκι. ‘Και γιατι χρειαζεσαι προστασια;’
‘Εσυ γιατι αγαπας τον πατερα σου τοσο ωστε να μην το
αφησεις να ερθει μονος του εδω;’ απορησε. Μα πως να μην τον αγαπαω πατερα μου
ειναι και μαλιστα ο καλυτερος, τοσο παραξενο του φανηκε που ηρθα στην Αθηνα για
εκεινον;‘Τον αγαπαω για να τον αγαπαω, γιατι νιωθω ζεστασια, ασφαλεια και
ευτυχια που εχω τον πατερα που εχω. Αυτο ομως δεν καταλαβαινω που κολλαει.’
Με κοίταξε και σχηματίστηκε ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό
του, σχεδόν ειρωνικό. ‘ Κολλάει στο οτι όπως εσύ χρειάζεσαι την ζεστασιά και
την ασφάλεια του πατέρα σου έτσι και εγώ χρειάζομαι μία προστασία,αυτό μου
έμαθαν, την οποία την έπαιρνα από τη μητέρα μου και ήμουνα ευτυχισμένος…
Κάποιες φορές.’ Έκανε νεύμα στην κοπέλα να φέρει άλλα δύο από τα ίδια και εγώ
απλά συμφώνησα χωρίς να μιλήσω. ‘ Βλέπεις εγώ δεν είμαι ο οποιοσδήποτε, είμαι ο
διεστραμμένος, ο εξαποδώ, ο ανώμαλος, γυναικωτός της Χίου’ είπε με έμφαση όχι
στα επίθετα αλλά στο άρθρο. ‘ Δεν είχα ούτε τέλεια ζωή, ούτε τέλεια οικογένεια,
ούτε φίλους, ούτε τέλειο σπίτι αν θεωρείται σπίτι εκεί που ζούσα. Έφαγα πόλεμο
σε όλα μέχρι που δεν άντεξα άλλο τους τείχους γύρω από το Κάστρο της Χίου και
έφυγα ώστε να ξεβρωμίσει ο τόπος που από ότι φαίνεται ντρόπιαζα’ δεν μίλησα τον
κοίταξα. Τα σφηνάκια ήρθαν τα ήπιαμε ταυτόχρονα. Είπα το όνομα του και αυτός λες και δεν το είχε
ξανακούσει γύρισε να με δει. ‘Πάμε’ του ειπα και αυτός χωρίς καν να το επεξεργαστεί
σηκώθηκε και τον ακολούθησα μέχρι την έξοδο.
‘Που;’ ρώτησα λες και δεν ήταν δική μου ιδέα να φύγουμε.
‘Διάλεξε εσυ, εγώ ποτέ δε φτάνω εκεί όπου πάω.’ μου απάντησε ο Κωνσταντης.
‘Δηλαδή;’ τον ρώτησα μαντεύοντας αν θα μου απαντούσε με
τρόπο που να μην αφηνε αλλά ερωτηματικά. ‘Ότι βαρέθηκα να ψάχνω δουλειά,
κουράστηκα να ονειρεύομαι, να ελπίζω, να σέρνομαι, να θυμώνω, να πηγαίνω και
όλο να γυρίζω πίσω.’ Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα τι να του πω, όποτε ειπα το
συνηθισμένο ποίημα.
‘Μην το βάζεις κάτω.’ γέλασε και με κοίταξε
‘ Ασ’το έτσι μιλούν οι βολεμένοι’ μου απάντησε όχι βέβαια
ότι προσβλήθηκα αλλά είπα να του απαντήσω και εγώ χαμογελαστά. ‘Το βόλεμα έχει
πολλά πρόσωπα’ το σκέφτηκε. Δεν ξέρω τι ακριβώς σκέφτηκε αλλά είπε μετά από
λίγο ότι ξέρει ένα ήσυχο, γραφικό καφενεδάκι εδώ κοντά που μπορεί να είναι
ανοιχτό.
Οντως ηταν πολυ κοντα μετα απο δεκα λεπτα αργο περπατημα
φτασαμε. Στην διαδρομη δεν ειπαμε πολλα, εκανα δυο τσιγαρα και με ρωτησε λιγα
για μενα αλλα η συζητηση πηγαινε προς την δουλειά μου, μπορει και εγω να την
πηγα δηλαδη, οποτε επικρατησε σιωπη για λιγο μεχρι που φτασαμε.Το τελευταίο που
ήθελα να σκέφτομαι ήταν προθεσμίες και άρθρα. ‘ Αρα ο πατερας σου ανεβαινει
συχνα στην Αθηνα;’
‘ Ναι, απο μικρος τον θυμαμαι να πηγαινοερχεται και ειδικα
οταν ημουν πιο μικρος με επαιρνε απο κατω οταν εφευγε, οχι οτι δεν αγαπω την
μητερα μου αλλα δεν μπορουσα να κοιμηθω αν δεν ηταν αυτος εκει.’ του απάντησα
και αυτος εδω και τεσσερα λεπτα φαινεται να συνηθισε το χρωμα των ματιων μου
αφου τα κοίταζε και δεν τα απεφευγε πια ντροπαλα κοιτωντας πισω μου η κατω.
Μπηκαμε στο καφενεδακι που ηταν οντως πολυ ομορφο και δεν ειχε κοσμο. ‘Καλα και
την μητερα σου δεν την ενοχλουσε αυτη η τοσο μεγαλη αδυναμια σου στον πατερα
σου;’
Το σκεφτηκα λιγο… ‘Οχι ή τουλαχιστον δεν μου εδειξε ποτε
κατι, δεν ξερω αν ηταν που δεν την ενοιαζε η απλα δεν την πειράζει, οι αλλοι
ειχαν τα κολληματα.’ ειδα μια περιεργεια να εμφανίζεται στα ματια του και χωρις
να το εξωτερικευσει παραπανω, του ελυσα την απορια. ‘Να βλεπεις ηταν παντα ο
πατερας μου που με πηγαινε σχολειο και με αγκαλιαζε και με φιλαγε και με
πηγαινε βολτες και παιζαμε στο παρκο. Ο πατερας μου με ηθελε οσο ευτυχισμενο
τον ηθελα και εγω και εκει εστιαζε παντα. Τωρα οι αλλοι που δεν εχουν ιδεα για
αυτα και επιλεγουν να ζησουν μια ζωη με προκαταληψεις, προσπαθουν να προβαλλουν
το καθετι διαφορετικο ως κακο για να λυσουν υπαρξιακα θεματα τους και κόμπλεξ. Ειναι
ολοι τους υποκριτες και δεν υπαρχει μεγαλυτερη τιμωρια απο αυτή που επιβαλλουν
οι ιδιοι στον εαυτο τους.’
Με κοιτουσε λες
και ελεγα σοφιες ζωης,ομως δεν συνεβαινε κατι τετοιο. Κοιταξε κατω μα βρηκε το
κουραγιο να ξανα σηκωσει τα ματια του. ‘Λες;’
‘Λεω.’ ξεροβηξε μολις ηρθε το γκαρσον .
«Κωνσταντη δεν εισαι στην Χιο, αλλα στην Αθηνα με εναν
αγνωστο 11 το βραδυ μετα απο δε ξερω και εγω ποσα σφηνακια.Ο κοσμος δεν θα
αλλαξει αν δεν μοιραστείς τις σκεψεις σου.’
Το μυαλο του ηταν καπου σκοτεινα. Κοιταξε επανω και μετα
εμενα. ‘Μου λειπει , Εκτορα.’
‘Η μητερα σου;’ ρωτησα. ‘Οχι, η ζωη που απο παιδι
παραμυθιαζα τον εαυτο μου πως θα μπορουσα να εχω. Που ειχα στα ονειρα μου, που
ειχε ο αλλος εαυτος μου, εκεινος που θα μπορουσα να συναντησω και παντα οταν
εκλεινα τα ματια μου ευχόμουν να μην αργουσε αυτη η συναντηση με την ζωη αυτη.
Τωρα εχω ξεχασει πως να ευχομαι γιατι δεν υπαρχει αυτη η ζωη που ονειρευόμουν
πως θα μπορουσα να εχω, ουτε αυτος ο εαυτος που θα μπορουσα να ημουν αν δεν
ηταν η Χιος, αν δεν ηταν η μανα μου και αν δεν ηταν τα ματζουνια της κυρα Φανης
και η ιδια η κυρα Φανη που με ξεγεννησε.Δεν εζησα την στοργη, την βαθια οχι
αυτη την επιφανειακη, ουτε την ζεστασια μιας αγκαλιας. Η μητερα μου μπορει να
με αγαπουσε αλλα ηταν δυστυχισμενη γυναικα και τι μπορει να προσφερει μια
τετοια γυναικα σε ενα “προβληματικο” παιδι οπως ημουν για τους αλλους. Επεισα
τον εαυτο μου πως τελικα αυτο που δεν ειχα εγω, μαλλον δεν υπηρχε για να το βρω
αρα δεν θα το εχει και κανεις. Αλλα μεσα σε μια ωρα φαινεται να μου αλλαξες
γνωμη γιατι ειχες αυτο που παντοτε εψαχνα. Μια αληθινη, ζεστη, ασφαλη αγκαλια
χωρις κατω ή πίσω κείμενο. Οποτε ενας απο τους πολλους κοσμους που ειχα
δημιουργησει οχι μονο αλλαξε αλλα καταστράφηκε.’ βουρκωσε και μαζι του και εγω.
Αισθανθηκα οτι επρεπε να γινω ο πατερας που εγινε καποτε ο δικος μου και μου
εξηγησε κατι πολυ απλο που ομως κανεις δεν βοηθησε αυτον νεαρο αν δει και να
καταλαβει.
‘Αυτοι που σου στέρησαν αυτη την αγκαλια δεν ηταν
ανθρωποι, ηταν ανθρωπακια. Φοβουνται να δεχτούν τη διαφορετικότητα, φοβουνται
τη σύγκριση και την κριτική, την απόρριψη και ψάχνουν την αποδοχή με επιθετική
άμυνα.Μπορεί να είναι και ανασφάλεια, ή και ζήλια, ή μπορεί να θέλουν απλά να περάσουν την ώρα τους. Τις περισσότερες όμως φορές
είναι η δική τους σκοτεινή πλευρά που δεν μπορουν να δεχτουν, οι δικοί τους
δαίμονες που δε θέλουν να παραδεχτούν ότι υπάρχουν μέσα τους. Εσύ ας είσαι
αληθινός με τον εαυτό σου. Αν θέλουν οι άλλοι να σε δουν ως καλό άνθρωπο, θα το
κάνουν. Αν όχι, θα βρουν χίλιους τρόπους, χίλια πατήματα για να αποδείξουν ότι
δεν είσαι. Κωνσταντη, ο κόσμος μια μέρα θα φύγει και μετά θα μείνεις μόνος με
τον εαυτό σου. Όλα τα απωθημένα θα πέσουν βροχή. Θα μπορείς να τα
αντιμετωπίσεις; Θα είσαι σε θέση; Ο κόσμος πάντα λέει και πάντα θα μιλάει, πότε
δεν θα σωπάσει. Θα ψιθυρίζει στα αυτιά σου
μέχρι να σε δουν να σέρνεσαι .Η ζωη ισως να θελει παραπανω χιουμορ απο
οτι της δινεις.Μην γίνεις σαν αυτους, ενας υποκριτης που καταπιεστηκε και δεν
μπορουσε να κανει αλλιως. Μην κανεις ενα τετοιο λαθος.’
‘Να ονειρευομαι;’ ειπε ο Κωνσταντης προσπαθωντας να
απαντήσει σε κατι που και ο ιδιος καταλαβε πως ηταν πολυ μεγαλο για βραδυ μετα
απο μεθυσι. ‘Κυνηγοί ονείρων άπιαστων και φιλοδοξιών ειμαστε, ξεχνάμε πως ο
χρόνος που φεύγει,φεύγει ανεπιστρεπτί. Απλά επιβιώνουμε,δίχως να ζούμε
ουσιαστικά.Ακροβατούμε σε σχοινί,χωρίς δίχτυ προστασίας. Στον αγώνα της
επιβίωσης ξεχνάμε πως είμαστε περαστικοί
από αυτόν τον κόσμο.’
‘Η ζωή μας είναι ένα παζλ από στιγμές. Στιγμές πίκρας,
θλίψης, απελπισίας. Τα κομματια της χαρας, της ελπιδας της ηρεμιας, αυτα
ονειρευομαι. Που τα βρισκω;’ με ρωτησα σαν ενα παιδι μου εχασε το παιχνιδι του
και βρισκεται σε αδιεξοδο.
‘Με πυξίδα την αγάπη μπορούμε να δουλεύουμε για να
ζούμε,προσπαθώντας να αντλούμε εμπειρίες,γνώση και χαρά μέχρι να έρθει η στιγμή
να τελειώσει αυτό το δύσκολο, μα και υπέροχο ταξίδι ,που ονομάζεται ζωή.
Κινείσαι σ’ ένα πλάνο υποχρεώσεων,άγχους,φόβου,απομόνωσης και αποξένωσης ακόμη
και από τον ίδιο σου τον εαυτό,αποφεύγοντας συστηματικά να βυθιστεις σε μια
λυτρωτική προσπάθεια αυτογνωσίας’ χαμογελασε και για την ωρα μου αρκούσε. ‘Εσυ
απο ποτε εγινες τοσο σοφος;’ ρωτησε και γελασα. ‘Α μην με βλεπεις ετσι. Το
αλκοολ φταιει ασε που μεχρι να φτασω στο αεροπλανο δεν θα θυμαμαι τα μισα.’με
κοιταξε και ένα μέρος από τη λάμψη του χαμόγελου του έφυγε. ‘ Φεύγεις κιόλας;’
‘Ναι είχα κάποιες ώρες πριν την πτήση που έπρεπε να
σκοτώσω δεν περίμενα βέβαια ότι θα εξελίσσονταν τόσο όμορφα μια σύντομη
γνωριμία που θα θύμιζε σκηνή από ταινίας.’ του ειπα και πράγματι το πίστευα.
Τον αποχαιρέτησα και τολμώ να πω πως δείλιασα στο πως να το κάνω αυτό. Δεν ήταν απλός αποχαιρετισμός, ούτε τυπικός ούτε ανεπίσημος. Ήταν ο αποχαιρετισμός αληθινός με συναισθήματα από τις καρδιές και των δύο μας και ας γνωριζόμασταν μόνο κάτι ώρες. Αγκαλιαστήκαμε, δώσαμε τα χέρια ευχηθήκαμε καλή τύχη ο ένας στον άλλον και τραβήξαμε διαφορετικούς δρόμους. Εγώ για το αεροδρόμιο και εκείνος μακάρι να’ξερα. …
Ε.Χ.