Κυριακή 15 Δεκεμβρίου και στη βιβλιοθήκη του 2ου ΓΕΛ Κω τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης μαζεύτηκαν να συζητήσουν για το τελευταίο βιβλίο του Εντουάρ Λουί «Η Μονίκ δραπετεύει». Στο νέο του βιβλίο, η μαμά του η Μονίκ δραπετεύει από τη συμβίωσή της στο Παρίσι με το νέο της σύντροφο που καταλήγει κι αυτή εφιαλτική και κακοποιητική. Τη δραπέτευσή της ενορχηστρώνει ο Λουί από την Αθήνα, όπου βρισκόταν τότε κι έγραφε το νέο του βιβλίο για τον αδερφό του, που δεν έχει ακόμα κυκλοφορήσει στη χώρα μας. Η μητέρα του καταφεύγει στο άδειο του διαμέρισμα και ξεκινά η αναζήτηση νέου σπιτιού αλλά και νέας ταυτότητας, νέας ζωής, της νέας Μονίκ.Η Ραλία και η Αντωνία συμφώνησαν πως το βιβλίο ήταν ενδιαφέρον αλλά ο συγγραφέας υπερανάλυσε κάποια γεγονότα σε σημείο που έγινε βαρετό. Ωστόσο, τους άρεσε που η μητέρα του συγγραφέα έκανε ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή της και σε αυτό ήταν αρωγός ο γιος της. Η Εύα το διάβασε πολύ γρήγορα, αφού ήταν ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο και σοκαρίστηκε όταν κατάλαβε ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία και όχι για κάποιο συγγραφικό εύρημα. Γι αυτό και επιθυμούσε η ιστορία να έχει ένα καλό τέλος.
Και η Μαρία Γ. το βρήκε ευκολοδιάβαστο και της άρεσε πως προβλήθηκε η
φιλία των δύο ηρώων – του Εντουάρ και του Ντιντιέ- και η οποία συνέβαλε στην
ανεξαρτητοποίηση της μητέρας του συγγραφέα.
Η Αναστασία επίσης είπε ότι το διάβασε γρήγορα και τη βοήθησε σε αυτό η λιτότητα
και η απλότητα της συγγραφής. Ξεχώρισε τη δύναμη της Μονικ η οποία γύρισε να
πάρει τα πράγματά της από τον πρώην σύντροφό της και θέλησε να τον
αντιμετωπίσει μόνη της, ενώ κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και να δημιουργήσει
μια νέα ζωή.
Η ιστορία άγγιξε τη Σμαράγδα καθώς ήταν αληθινό το κεντρικό θέμα του – η μεταμόρφωση της μητέρας του συγγραφέα- και συγκινήθηκε πολύ από τη στάση που κράτησε ο γιος και συγγραφέας απέναντι της. Τη Σιδικά την εξέπληξε το γεγονός πως η γυναίκα αυτή είχε επιλέξει τρεις ίδιους άντρες στη ζωή της- αλκοολικούς και βίαιους- και παρόλα αυτά κατάφερε να ξεφύγει.
Η Ελένη συγκινήθηκε πολύ από το ότι η ζωή της Μονίκ έγινε θεατρική
παράσταση και η ίδια δέχτηκε να ανέβει στη σκηνή και να υποκλιθεί στο κοινό. Η
γραφή ήταν ποιητική και ρεαλιστική συγχρόνως και δεν άφηνε τον αναγνώστη να βαρεθεί. Η Δήμητρα ξεχώρισε τη
συμπαράσταση του γιου στη μητέρα , το πώς δεν την άφησε μόνη της και προσπάθησε
να τη στηρίξει με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά στενοχωρήθηκε με τη σχέση που είχε ο
συγγραφέας με την αδερφή του. Αντίθετα, η φιλία του με τον Ντιντιέ ήταν εκείνη
που της εντυπώθηκε περισσότερο.
Ο Χρήστος είπε ότι το βιβλίο αφορά το κυνήγι της ελευθερίας και πώς αυτό θέλει θυσίες για να υλοποιηθεί, ενώ ο Κώστας ξεχώρισε τη σχέση του συγγραφέα με τη μητέρα του και το πόσο τη βοήθησε με κάθε δυνατό τρόπο να σταθεί στα δικά της πόδια: να της δώσει χρήματα, να έχει στέγη, να μάθει τη χρήση του υπολογιστή. Και ο Κια Χονγκ αναφέρθηκε στο ίδιο θέμα: πώς αυτός ο γιος αν και χιλιόμετρα μακριά της πρόσφερε ό,τι ζητούσε – χρήματα, παρέα, βοήθεια να βρει στέγη- και ότι τελικά η Μονίκ κατάφερε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή της.
Στην Ίριδα δεν άρεσε το βιβλίο γιατί της θύμισε ημερολόγιο, αλλά αυτό που
θα θυμάται από αυτό είναι ότι τα χρήματα φέρνουν την ευτυχία, συνδέονται με
αυτή. Η Άννα πάλι δήλωσε πως της άρεσε
ακριβώς γιατί ήταν αληθινή ιστορία και παρακολουθούμε την καθημερινή εξέλιξη της
μέσα από τα μάτια του συγγραφέα.
Στην Ιφιγένεια άρεσε πολύ που έφυγε η μαμά του συγγραφέα. Και όχι μόνο έφυγε, αλλά και άρχισε μια νέα ζωή πιο αισιόδοξη , παρά τα τραύματα που σίγουρα την είχαν στιγματίσει από τις προηγούμενες σχέσεις της. Στενοχώρια τη προκάλεσε η αποξένωση των δύο αδερφιών ενώ το αγαπημένο της σημείο ήταν το τέλος του βιβλίου- η αποδοχή και το χειροκρότημα της μητέρας από το θεατρικό κοινό στη Γερμανία.
Στην Παρασκευή άρεσε που το βιβλίο πραγματεύεται μια κατάσταση που αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα,
μια καθημερινότητα άσχημη για πολλές γυναίκες. Θεώρησε αξιοθαύμαστο το πώς ο
γιος βοήθησε τη μητέρα να χτίσει μια καινούρια ζωή, καθώς πιστεύει ότι κάτι
τέτοιο δεν είναι αυτονόητο.
Η Μιχαέλα πάλι αναφέρθηκε στην ποιότητα της σχέσης του συγγραφέα με τη
μητέρα του καθώς την παρουσιάζει πια ως μια φίλη πέρα από μητέρα , ενώ θύμωσε
στα σημεία που περιγραφόταν η ζωή με το βίαιο , αλκοολικό σύντροφο.
Η Μαρία Κ. βρήκε καταπληκτικό το βιβλίο καθώς ο συγγραφέας περιέγραφε λεπτομερώς κάθε μέρα πώς εξελισσόταν η κατάσταση και έδωσε έτσι έμφαση στο πώς η μπόρεσε σταδιακά η μητέρα του να απεγκλωβιστεί από την άθλια σχέση που είχε. Η γυναίκα αυτή αποτελεί ένα σύμβολο για τις άλλες γυναίκες , αφού κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία της. Θεωρεί ότι η αδερφή του δε μπόρεσε να βοηθήσει το ίδιο με εκείνον καθώς δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε την οικονομική δυνατότητα, αλλά έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της να στηρίξει τη μητέρα της.
Ο κ.Χαραλαμπάκης δήλωσε πως ήταν ένα από τα πιο συγκινητικά βιβλία που έχει διαβάσει. Ο συγγραφέας ξεκινά από μια κατάσταση μαύρη, άσχημη αλλά όταν κλείνει το βιβλίο έχει φτάσει στο φως, έχει αισιοδοξία το τέλος. Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει πως η δυνατότητα της φυγής από μια τέτοια κατάσταση αποτελεί ταξικό ζήτημα : χρειάζεται να έχεις χρήματα και μόρφωση για να αλλάξεις τη ζωή σου. Επίσης εστίασε στη σχέση του συγγραφέα με την αδερφή του που , ενώ είχε ξεκινήσει ως μια στενή σχέση στην εφηβική τους ηλικία (μοιράζονταν μυστικά, άκουγαν μουσική, πήγαιναν μαζί στο σούπερ μάρκετ), τελικά χάθηκε και εδώ πάλι εμφανίζεται η ταξική διαφορά: η αδερφή έμεινε στα ίδια, ο συγγραφέας μορφώθηκε, άλλαξε τη ζωή του.
Στη γενικότερη συζήτηση που ακολούθησε τα θέματα που θίχτηκαν αφορούσαν
τη μεταμορφωτική δύναμη της γνώσης/της μόρφωσης στη ζωή του ανθρώπου, το πώς τα
χρήματα μπορούν να αλλάξουν ή να βοηθήσουν το άτομο να μεταμορφωθεί και να αλλάξει
τη ζωή του (όπως η Μονικ) καθώς και το φαινόμενο πολλές γυναίκες να παραμένουν
σε κακοποιητικές σχέσεις αφού δεν έχουν στήριξη από κανέναν για να μπορέσουν να
ενδυναμωθούν και να κάνουν το βήμα της αλλαγής.
Τα αποσπάσματα που ξεχωρίσαμε ήταν τα ακόλουθα:
«Στη ζωή της , η μητέρα μου έδινε μεγάλη σημασία στις φιλοφρονήσεις που της
έκαναν ΄ της έδιναν και εξακολουθούν να της δίνουν την αίσθηση πώς επιτέλους τη
βλέπουν , πως υπάρχει στα μάτια και στα λόγια των άλλων, και πως επιτέλους
έσπασε την αορατότητα που της είχαν επιβάλει η φτώχεια και η ζωή με άντρες που
ήταν αποφασισμένοι να τη συντρίψουν. (σελ.26)
«ήθελα πολύ να φύγω , αλλά να πάω πού; Και πώς θα τα έβγαζα πέρα; «(
σελ. 33)
«Ήθελα να φύγω προτού με κάνει κακιά, όπως με έκανε κακιά ο πατέρας σου»,
(σελ 43)
«Για πρώτη φορά αντιλαμβανόμουν τη σημασία της φράσης ζω κάπου, και όχι
μόνο κατοικώ, βρίσκω ένα μέρος στο οποίο η ζωή είναι βιώσιμη, και όχι μόνο μια
σκεπή πάνω απ το κεφάλι σου ή ένα καταφύγιο. (σελ. 48)
Αν η ελευθερία δεν είναι εκδίκηση, τότε δεν είναι ελευθερία, να τι πιστεύω.
(σελ 125)
Μια τελευταία παρατήρηση: η ιστορία που διηγούμαι δεν είναι ένα εγκώμιο
στη φυγή .
Βλέπω ήδη να λέτε: Μα τι όμορφο πράγμα η φυγή! Τι γενναία γυναίκα!
Όμως κάνετε λάθος.
Γιατί αυτό δεν αρκεί.
Διαβάζοντας αυτή την ιστορία θα πρέπει επίσης να αναρωτηθείτε: Γιατί
ορισμένοι φεύγουν ενώ άλλοι δε χρειάζεται να φύγουν;
Γιατί ορισμένοι πρέπει πάντα να τρέχουν ενώ άλλοι μπορούν να κοιμούνται;
Γιατί ορισμένοι πρέπει πάντα να αγωνίζονται ενώ άλλοι μπορούν να
επωφελούνται;
Θα πρέπει επίσης να αναρωτηθείτε: Πόσες απογοητεύσεις για κάθε απόδραση;
Πόσες ζωές θυσιάζονται για κάθε ζωή που σώζεται;
Γιατί η φυγή είναι βάρος
Γιατί η φυγή είναι ένα βάρος
Και πολύ αργότερα ίσως
Γεννά το Ωραίο
Εντουάρ Λουί, Η Μονίκ δραπετεύει, σελ 92,