Με αφορμή το απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, που υπάρχει στο σχολικό βιβλίο της Γ Γυμνασίου, μελετήσαμε με τους μαθητές του Γ6 κείμενα που μας μιλούν για τη γυναίκα και τη θέση που είχε στην ελληνική οικογένεια και κοινωνία την περίοδο της νεώτερης ιστορίας μας .Τα κείμενα καλύπτουν μια μεγάλη χρονική περίοδο (1800-1950) και καταδεικνύουν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η γυναίκα καθώς και την απουσία ισοτιμίας με τον άντρα. Η εργασία αυτή θα μπορούσε να γίνει και με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών αλλά, επειδή δεν είχαμε αυτή τη δυνατότητα, οι μαθητές δούλεψαν ομαδοσυνεργατικά στην αίθουσα τους μόνο με τα κείμενα και με προβολή βίντεο. Ακολουθούν τα κείμενα, τα βίντεο καθώς και οι εργασίες των μαθητών που έγιναν σε σχολικό χρόνο και όχι στο σπίτι τους.
Α ΟΜΑΔΑ (Ανδρονίκη, Χρυσάνθη, Διονυσία, Ένι, Κώστας)
Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) Κ.ΘΕΟΤΟΚΗΣ
Ο Θεοτόκης στο
κείμενό του αναφέρεται στο τρυφερό ειδύλλιο της Ρήνης και του Αντρέα ,δύο νέων
από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις αλλά τονίζει επίσης ιδιαίτερα την εξάρτηση
των ανθρώπων από το χρήμα. Ο Αντρέας σκέφτεται να ζητήσει την Ρήνη σε γάμο.Όταν
όμως επιστρέφει η κυρά Επιστήμη στο σπίτι και βλέπει τους δύο νέους να μένουν
μαζί αστεφάνωτοι , θεωρεί πως η τιμή της κόρης της διαφθείρεται.
«Ήρθε η Ρήνη σου;» «Δεν τη γλέπω.» «Να ζήσεις, σιόρα
Επιστήμη, κάτι καλό ακούσαμε· είναι αλήθεια;» «Τι;» «Μα κάτι για τον Αντρέα τον
Ξη.» «Α, εμείς είμαστε» είπε η κυρά Επιστήμη κλειώντας τα μάτια, «μικροί
αθρώποι, κι αυτός από οικογένεια. Πού ν' απλώσουμε τόσο ψηλά. Και πάλε, αν τση
το γράφει η τύχη της...» «Δίκιο! Δίκιο!» είπαν πολλές. «Μα τι νέος!» «Κρίμας»
είπε η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους, «που εφτωχύνανε τώρα κομμάτι κι
αυτοί οι Ξήδες. Μα είναι αθρώποι που δε χάνονται. Έχουνε τόσες γνώρες
(γνωριμίες)! Μονάχα, κοίταξέ σου καλά, σιόρα Επιστήμη μη... μη σας γελάσει. Τά
'καμε τα ίδια κι ο μαγαρισμένος ο πατέρας του· και εκακομοίριασε, ανάθεμά το,
μία δύο εδώ στο μπόργο (γειτονιά).» «Τά 'καμε εκεί που του περνούσε! Μα ξέρεις
τι κοπέλα είναι η Ρήνη μου;» «Το μήλο πού θα πέσει;» είπε κάποια. «Αποκάτου από
τη μηλιά» αποτέλειωσε μία άλλη. «Ούτε για όλο το βιος των Κορφώνε, μάτια μου,
δεν το κάνει» είπε μία τρίτη. «Γι' αυτό και γω αφήνω» είπε με υπερηφάνεια η
Επιστήμη· «παιδί δικό μας είναι, από δω από το μπόργο. Καμία φορά
κουβεντιάζουνε και τσ' αφήνω. Τα λόγια ξέρεις μπότα δεν κάνουνε. Μοναχά στο
δρόμο όμως. Δε θέλω να τση κόψω την τύχη τση, αν τση γράφει να τόνε πάρει.»
«Καλώς τα κουβεντιάζετε, νοικοκυρές» είπε μία μισόκοπη συμπαθητική γυναίκα που
ήρθε με την καρέκλα της κ' εντρυμώθηκε ανάμεσα στες άλλες. «Ε, για τη Ρήνη μιλείται;
το ξέρει λοιπόν η σιόρα Επιστήμη;» «Να ξέρω τι, Κωνσταντίνα;» είπε με σοβαρό
ύφος. «Τό 'χει κρουφό καμάρι» είπε η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους·
«είναι, πες, όλα τελειωμένα· γι' αυτό και δεν τη γνοιάζει.» «Χαρά σ' εσάς» είπε
η νιόφερτη. «Από τη γειτονιά
μας έρχομαι. Εκουβεντιάζανε τα παιδιά πολληώρα στο δρόμο και δεν εσκιαζόντανε
που τα βλέπαμε. Μα τι να σου πω, είναι κομμάτι σαν άπρεπο... τον έμπασε τώρα
μέσα.»
Η κυρά Επιστήμη ανατινάχτηκε με μιας κ' εβρέθηκε ορθή.
«Τι λες, Κωνσταντίνα» είπε πασκίζοντας να φαίνεται ήσυχη· «μπα, μπα, η Ρήνη μου
αυτό το πράμα! Θα τον έκραξε μέσα ο γέροντάς μου· τον άφηκα στο κρεβάτι· μού
'χε πει πως δε θά 'φευγε παρά το βράδι.»
Μα τα λόγια της δεν τα πίστευε ούτε η ίδια· ο νους της
εδούλευε αλλιώς: «Χάλευε πού είναι αυτός ο μεθύστακας. Κυριακή και να μείνει
σπίτι. Μα κι αυτή η Ρήνη να τόνε μπάσει μέσα! Δεν ήξερε που ο κόσμος έχει μάτια
για να βλέπει;» Και δυνατά ξακολούθησε: «Πάω να δω τι γένεται· θα σας τήνε φέρω
εδώ τη Ρήνη να σας πει η ίδια τι εστάθηκε. Μυστικά η κοπέλα μου δεν έχει, ούτε
ψεγάδι κανένα.» Οι γυναίκες εχαμογέλασαν. Ένα άλλο αυτοκίνητο εδιάβηκε μ' όλη
του τη γληγοράδα και η κυρά Χριστίνα ξανάρχισε την καταλαλιά της. Βιαστικιά η
Επιστήμη επήγαινε τώρα σπίτι της.
Κι όταν έφτασε είδε πως όλα είταν αλήθεια. Η γειτόνισσα είχε πει την
αλήθεια. Ναι η πόρτα του σπιτιού δεν είταν κλεισμένη, μα στην μπασιά, που
εχρησίμευε για τραπεζαρία και για σαλόνι, όπου κιόλας είταν ο περίφημος κομός,
ο Αντρέας και η θυγατέρα της, ορθοί και οι δύο και γιορτιάτικα ντυμένοι,
εκουβέντιαζαν χαμογελώντας ο ένας τ' άλλου. Και η Επιστήμη, που ερχότουν με
χτυποκάρδι στο σπίτι της, έμεινε μία στιγμή στο δρόμο και τους επαρατήρησε. Και
ενώ από ένα μέρος γρικούσε μίαν άγρια στεναχώρια να της σφίγγει την τίμια
καρδιά της, και ενώ κρύος ίδρος ντροπής τής περίβρεχε τα χέρια και το μέτωπο,
εκείνην τη στιγμή τής εκάστηκε ακόμα πλιο ωραία η θυγατέρα της, στ' άνθι της
νιότης, κι άλλο τόσο ωραίος κι ο Αντρέας και σαν καμωμένος για νά 'ναι το ταίρι
της κόρης της. Κ' η μάνα είπε αθέλητα με το νου της: «Ω να την έπαιρνε.» Και η
σκέψη της αποτέλειωσε το λόγο που της έβγαινε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της:
«Θα εκλειούσαν έτσι κι όλα τα στόματα! Να μην είναι σπίτι αυτός ο μεθύστακας!
Τι ξαφόρμιση νά 'βρω τώρα για την υπόληψή μας;» Κι όρμησε στο σπίτι κ' έκλεισε με το συρτάρι την πόρτα.
«Αντρέα» είπε με
σιγαλή μα σταθερή φωνή. «εβάρθηκες να ντροπιάσεις το φτωχικό μου;» «Ω μάνα»
είπε η Ρήνη ξεσπώντας σε δάκρυα, «ω μάνα!» «Όχι» είπε ο Αντρέας γενόμενος πλιο
κόκκινος. «Δεν εσκέφτηκες»
ξακολούθησε πικρά, «πως είμαστε φτωχοί αθρώποι, αδύνατο μέρος, πως δεν έχουμε
παρά του θεού την ολπίδα και την υπόληψή μας, και το μοναχό αποκούμπι τση
φαμίλιας μου δεν είμαι παρά εγώ, μία καημένη γυναίκα, σαν έρμη, γιατί τον άντρα
πόχω είναι σα να μην τον είχα; Κ' εβάλθηκε να κλαίει. «Ω μάνα!» ξανάπε
αναστενάζοντας η Ρήνη, «θα σου πει· η καρδιά του είναι χρυσή· δεν καταδέχεται
την ατιμία.» «Γιατί τον έμπασες μέσα; Γιατί ήρθες μέσα, Αντρέα; Η γειτόνισσα
στο φόρο το βουκινίζει· κ' έχει δίκιο· ποιος θα τήνε πάρει τη δυστυχισμένη τώρα
που της έκαμες αυτό το κακό;» «Άκου» είπε ο Αντρέας πειραγμένος, «όλο το μπόργο
(γειτονιά) μ' εγνώρισε τίμιονε, και η ίδια με ξέρεις. Τι να σου κάμω; Η αγάπη
δεν παίρνει το θέλημα τω γονιώνε· γεννιέται μοναχή τση. Τη Ρήνη σου εγώ τήνε
παίρνω.» «Δε μένει άλλο» είπε η μάνα μ' έναν αναστεναγμό παρηγορητικό, «έτσι
μόνο θα γλυτωθεί η τιμή μας.»
Κεντρικό θέμα του αποσπάσματος
Εκείνη την εποχή ήταν πολύ σημαντικό για μια κοπέλα να έχει καλή
υπόληψη, δηλαδή να μην έχει χάσει την παρθενιά της μέχρι το γάμο. Στις μικρές
κοινωνίες όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και το κουτσομπολιό ήταν πολύ έντονο.
Οπότε να η κοπέλα έχανε την υπόληψη της από κάποιον άντρα , αυτός ήταν
υποχρεωμένος να την αποκαταστήσει με γάμο αλλιώς ο κόσμος θα τη σχολίαζε
αρνητικά και θα έμενε μόνη της για την υπόλοιπη ζωή της. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση αφού ο πατέρας ήταν αλκοολικός το σπίτι φρόντιζε και συντηρούσε μόνο
η μάνα. Η μητέρα λοιπόν της Ρήνης στο άκουσμα της είδησης ότι η Ρήνη έχει βάλει
τον Αντρέα στο σπίτι τρέχει να προφτάσει το κακό.
(Τα παιδιά της ομάδας
συνέχισαν το διάλογο ανάμεσα στην κυρά Επιστήμη, τη Ρήνη, τον Αντρέα και τον
πατέρα της Ρήνης).
Κυρά Επιστήμη: Μαρή Ρήνη, δε ντράπηκες να μπάσεις ξένον
άντρα μες στο σπίτι;
Ρήνη: Μάνα δεν έκαν κάτι ατιμωτικό για να ντροπιάσω το σπιτικό μας!
Κυρά Επιστήμη: Πώς δεν έκαμες; Έμπασες μέσα ξένον άνθρωπο την ώρα που έλειπε ο μεθύστακας ο
πατέρας σου! Τώρα ντροπιάστηκε η τιμή μας!
Αντρέας: Δεν αμαυρώθηκε η τιμή σας κυρά Επιστήμη! Εγώ
την κόρη σου την αγαπώ και θα την πάρω με παπά και με κουμπάρο!
Κυρά Επιστήμη: Να την πάρεις , γιατί μόνο έτσι θα γλυτώσετε
από τα στόματα της γειτονιάς!
Αντρέας: Θα την παντρευτώ! Εσύ όμως τι θα μου
δώσεις;
Κυρά Επιστήμη: Δε φτάνει πού μας ντρόπιασες; Ζητάς κι άλλα;
Τι να σου δώσω; Τον άνθρωπο μου θα σου δώσω!
Ρήνη: Αντρέα, αν μ αγαπούσες πραγματικά , δε θα
ζητούσες προίκα!
Αντρέας: Ρήνη, μη θυμώνεις! Και δεν το πα για
κακό!Εγώ την προίκα σου δεν τη χρειάζομαι! Μόνο εσένα θέλω!
Κυρά Επιστήμη: Παιδια μου, τότε, σας δίνω…..
(μπαίνει ο πατέρας
μέσα στο σπίτι)
Πατέρας: Ίντα πού θέλει αυτός δωνά μέσα; Γιατί τον
έμπασες μέσα στο σπίτι μας αυτόνανε; Όλη η γειτονιά είναι μαζεμένη απ; Όξω και μας
κακολογεί. Και τι είναι αυτά που ακούω για γάμους;
Κυρά Επιστήμη: Ο Αντρέας μας ζήτησε τη Ρήνη σε γάμο και δε ζητά προίκα.
Πατέρας: Την αγαπάς μωρέ;
Αντρέας: Την αγαπώ και ό,τι και να μου πείτε εγώ θα
την πάρω.
Ρήνη: Πατέρα, σε παρακαλώ, δώσε μας την ευχή σου!
Πατέρας: Την έχετε την ευχή μου , παιδιά μου.
Β ΟΜΑΔΑ (Κωνσταντίνα, Λέντια, Καλομοίρα, Καλλιόπη)
Στέλλα Βιολάντη (απόσπασμα) Γρηγόριος Ξενόπουλος
Ο ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΖΑΜΑΝΟΣ υπηρετούσε ως υπάλληλος στο αγγλικό τυπογραφείο
της Ζακύνθου, όπου και γνώρισε τη Στέλλα, την κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορου
Παναγή Βιολάντη. Μην έχοντας πώς να της εκμυστηρευτεί τον ερωτά τον της έστειλε
ένα γράμμα και με τον ίδιο τρόπο του απάντησε θετικά n εκείνη. Παίρνοντας το
ανέλπιστο γράμμα ο καυχησιάρης νέος δεν κρατήθηκε και έσπευσε να ανακοινώσει
το περιεχόμενο του· η είδηση όμως έφτασε κι ως τ' αυτιά του πατέρα της, ο
οποίος θεώρησε προσβολή τη σύνδεση του ονόματος της κόρης του με το όνομα ενός
παρακατιανού του. Πλημμυρισμένος από οργή, αφού της έκανε αυστηρότατες
παρατηρήσεις, την έδειρε και την έριξε στη σοφίτα του αρχοντικού του, όπου και
την εγκατέλειψε· στο μεταξύ ο Χρηστάκης Ζαμάνος είχε παντρευτεί άλλη, ενώ η
ανυποψίαστη Στέλλα μαράζωνε από τον καημό της.
Ήταν παραμονές της Παναγίας. Μεθαύριο το σπίτι είχε διπλογιόρτι -Μαρία
έλεγαν τη Βιολάνταινα- και τι καλά αν μπορούσε να γίνει καμιά οικονομία, να
έλθει η συμφιλίωση, να κατεβεί και η Στέλλα, να καθίσει στο τραπέζι, να φανεί
στον κόσμο...
-Ήλθα να σου πω δυο λόγια, της είπε η Βιολάνταινα χαρούμενη.
Η Στέλλα, καθώς κρατούσε το μέτωπο με τα δύο χέρια, εσήκωσε τα
μάτια κι εκοίταξε τη μητέρα της έκπληκτη. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιο ύφος.
-Ακούς;
-Τι είναι; ψιθύρισε η Στέλλα.
Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα διατύπωσε την πρόταση της: Να πέσει στα πόδια
του πατέρα της και να του γυρέψει συχώρεση· να του πει πως μετανόησε για το
κίνημα της· να του υποσχεθεί πως στο εξής δε θα έκανε τίποτα χωρίς το θέλημα
του· να τον βεβαιώσει πως έπαυσε πια να συλλογίζεται το Χρηστάκη, κι εκείνος
ήταν πρόθυμος να τη συχωρέσει, και μέρα που ξημέρωνε μεθαύριο, να τη δεχθεί
στην αγκαλιά του, και γρήγορα να φροντίσει να την παντρέψει, όπως της πρέπει,
μ' ένα καλό και άξιο... αμή τι;
Η Στέλλα την άκουσε χωρίς να την διακόψει, με το ίδιος ύφος που έπαιρνε
και όταν την εκτυπούσαν. Έπειτα κατέβασε τα χέρια από το κεφάλι, κοίταξε τη
μητέρα της κατάματα, και με όλη την ηρεμία, με όλη τη γαλήνη της σταθερότητας,
επρόφερε:
-Όχι!
Η Βιολάνταινα εσκίρτησε τρομαγμένη· έπλεξε τα χέρια, και με φωνή υπόκωφη,
σε τόνο μομφής υπέρτατης, το ξαναείπε:
-Όχι!
-Όχι! είπε η Στέλλα· και τη φορά αυτή ένα κύμα ετάραζε την πρώτη γαλήνη,
και η άρνηση εβγήκε από τα χείλη της με πείσμα μαζί και περιφρόνηση.
-Μα, παιδί μου, συλλογίζεσαι τι λες; συλλογίζεσαι τι κάνεις; ερώτησε η
Βιολάνταινα- κι εγύρισε πίσω της, κι εκλείδωσε από φόβο τη θύρα.
-Όχι! είπε η Στέλλα και εκ τρίτου- και τώρα ήταν ολόκληρη τρικυμία
αγανακτήσεως, και μαζί με τη φωνή, εσηκώθη και αυτή ορθή, υψηλή, αγέρωχη.
Κι εμίλησε:
-Όχι, χίλιες φορές όχι! Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώρα.
Του έγραψα «είμαι δική σου», και θα είμαι για πάντα. Ναι, να πέσω στα πόδια του
πατέρα μου, και να του φιλήσω τα χέρια, και να του γυρέψω συχώρεση γι' αυτό
που έκαμα, έτσι χωρίς να θέλω, σε μια στιγμή τρέλας, αδυναμίας... Μα να με
συχωρέσει κι εκείνος και να μου δώσει το Χρηστάκη... Α, μη σου κακοφαίνεται και
σώπα! Καλός, κακός, αυτός είναι τώρα για μένα. Ακούστηκα μαζί του, και αυτό
μου φθάνει. Έπειτα, τι σας μέλει εσάς; Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη, εμένα μ'
αρέσει. Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια
σας... Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω!
-Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; επρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.
-Τον ορίζω!
-Όχι· ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα και το Νταντή,
και τη Νιόνια και όλους.
-Δεν ξέρω για σας, μα εμένα δε με ορίζει. Εγώ, εγώ ορίζω τον εαυτό μου· να,
κοίταξε, τον ορίζω!... τον ορίζω!...
Κι έκαμψε το δάχτυλο της, και το εδάγκασε στον κόμπο με λύσσα, καθώς
μιλούσε. Και ο πόνος έδωσε στη φωνή της κάτι το απείρως τραγικό· και η
Βιολάνταινα, και αυτή ακόμη, αισθάνθη ότι ήταν μεγάλη η στιγμή εκείνη.
-Τι θέλεις να πεις μ' αυτό; ρώτησε με τρόμο.
-Να, ότι τον εαυτό
μου τον κάνω ό,τι θέλω... Μπορώ να κόψω τώρα το χέρι μου και να το πετάξω από
το παράθυρο; Ε, ορίζω τον εαυτό μου. Ο πατέρας μου τίποτα δεν μπορεί να κάμει·
πως θα με δείρει; πως θα με κλείσει; πως θα με σκοτώσει; Τι με τούτο; Πάλι εγώ
κάνω ό,τι θέλω -τον εαυτό μου-και σα δε θέλω εγώ, άλλον άνθρωπο δεν παίρνω.
Όχι· ποτέ δε θα με δώσει σε όποιον θέλει εκείνος. Σας το λέω για να το ξέρετε
μια για πάντα, γιατί δεν θα το ξαναπώ: Ή το Χρηστάκη ή κανέναν. Εγώ είμαι η
Στέλλα του Βιολάντη!
Κεντρικό θέμα του
αποσπάσματος
Η μητέρα της Στέλλας προτείνει στην κόρη της να ζητήσει συγγνώμη από τον
πατέρα της , να του ζητήσει την προστασία του,
να την παντρέψει με έναν άξιο άντρα και να ξεχάσει για πάντα τον
Χρηστάκη , να κάνει ένα βήμα μπροστά. Η
Στέλλα απαντά αρνητικά και υποστηρίζει
την απόφαση της .
Η Στέλλα επαναστατεί απέναντι στην άσχημη συμπεριφορά της οικογένειας
της . Υποστηρίζει ότι δε θα ξεχάσει ποτέ
τον έρωτα της , διότι αυτόν τον
άντρα αγάπησε και αυτόν θέλει να
παντρευτεί. Ο εαυτός της είναι δικός της , δεν αποτελεί κτήμα του πατέρα της
.Θέλει να φτιάξει τη ζωή της όπως θέλει η ίδια και δεν θέλει να διαλέξει ο
πατέρας της τον άντρα που θα παντρευτεί.
Η ζωή είναι δική της.Την εποχή αυτή κουμάντο στο σπίτι κάνει ο πατέρας
.Αυτός ορίζει και τη μάνα και τις κόρες. Κανείς δεν τολμά να του αντιμιλήσει. Η
Στέλλα όμως επαναστατεί στρεφόμενη ενάντια στον πατέρα της και κρίνοντας τον.
(Οι μαθητές υποδυόμενοι τη Στέλλα
γράφουν ένα γράμμα στην καλύτερη της φίλη στο οποίο η διηγείται όσα συνέβησαν.)
Αγαπημένη μου Μαρία,
Περνάω δύσκολες μέρες. Χάος επικρατεί στο μυαλό μου και σου γράφω γιατί
χρειάζομαι κάποιον να με ακούσει και να με καταλάβει.
Αγάπησε έναν υπέροχο νέο, το Χρηστάκη και ανταποκρίθηκα στον έρωτα του
γράφοντας του ένα γράμμα. Όμως ο πατέρας μου το ανακάλυψε και αφού με χτύπησε βάναυσα
με έκλεισε στη σοφίτα για αν με τιμωρήσει. Όλες αυτές τις μέρες περνούσα άθλια.
Δεν μου έδιναν αρκετό φαγητό και νερό και ήμουν εγκαταλειμμένη.
Πριν λίγη ώρα η μητέρα ου με κάλεσε να μου μιλήσει και μου έκανε μια γελοία
πρόταση: να πέσω στα πόδια του πατέρα μου για να με συγχωρήσει, επειδή, σύμφωνα
με τα λεγόμενα της μητέρας μου, εκείνος μας ορίζει όλους: τη μητέρα μου, τον αδερφό
μου και μένα. Έτσι αν τον υπακούσω θα παντρευτώ όποιον θέλει αυτός.
Εγώ όμως όπως ήταν φυσικό αρνήθηκα. Διότι κανείς δεν μπορεί να μου
συμπεριφέρεται σαν να είμαι αντικείμενο και αν ορίζει τη ζωή μου. Κάθε άνθρωπος
έχει δικαιώματα και γω έχω το δικαίωμα να παντρευτώ όποιον θέλω και να
ευτυχήσω. Εάν δεν με αφήσουν να ζήσω όπως θέλω εγώ , θα βάλω τέλος στη ζωή μου,
Η φίλη σου Στέλλα Βιολάντη
«Αυτές που γίναν ένα με τη γη», Γεωργία Σκοπούλη
Η Σταμάτω από το Καβαλάρι, θυμάται ότι ο δάσκαλος δεν
τους έδινε καμιά σημασία. Ήταν σαράντα-πενήντα παιδιά κι έβγαιναν έξω στην αυλή
για να παίξουν. Αυτή μαζί με την αδερφή της κάθονταν και κοιτούσαν.
«Ντρεπόμασταν. Ζούσαμε έξω από το χωριό, μόνα μας, χωρίς άλλα παιδιά. Δεν μας έκαναν
παρέα. Μεγαλώσαμε. Πηγαίναμε στα γίδια, στα πρόβατα, σκαλίζαμε. Όλες τις
δουλειές τις αγροτικές. Πλέκαμε μάλλινα ρούχα, γιατί τέτοια φοράγαμε. Ζακέτες,
φούστες, φανέλες, κάλτσες. Τα γνέθαμε μόνες μας από οχτώ-εννιά χρονών. Τα
μαλλιά ήταν από τα δικά μας πρόβατα. Τα πλέναμε, τα πηγαίναμε στα Γιάννενα στο
λαναριστήριο, εκεί τα έκανε τουλούπες. Τα βάζαμε στη ρόκα, τα γνέθαμε, για να
γίνουν κλωστές, και πλέκαμε.
Στα δεκαεφτά
παντρεύτηκα. Ας πούμε από έρωτα. Προξενιό ήταν, από το
ίδιο χωριό. Ερχόταν κάθε μέρα. Απ' όταν ήμουν μικρή με είχε στο μυαλό του. Ήταν
πολύ όμορφος. Ήμουν κι εγώ μια ξανθιά... Πριν παντρευτούμε, συναντιόμασταν στα
γίδια. Αφού πηγαίναμε, δεν θα τα φτιάχναμε; Εμένα δεν με ήθελε η πεθερά, ήθελε
μια άλλη απ' το χωριό. Να με σκίσουν ήθελε, έβαζε τον άντρα μου να με δέρνει.
Και αφού παντρευτήκαμε, πάλι δεν με ήθελε, τσακωνόμασταν συνέχεια. Όλη την ώρα
έλεγε στον άντρα μου, διώξ' την από δω, διώξ' την...
Την είχε μάνα και την άκουγε. Ξύλο; Έτρωγα ξύλο! Μια φορά δεν άντεξα, πήρα την κοπέλα, την είχα μικρή, και πήγα στη μάνα. Φεύγα κόρη μ', φεύγα! Σύρε στον άντρα σου, μου είπε. Πήγαινε, δεν θα σε ξαναδείρει, μου είπαν. Μια μέρα ο πατέρας τον έσπασε στο ξύλο. Αλλά τίποτα δεν άλλαξε…………………………….
Την είχε μάνα και την άκουγε. Ξύλο; Έτρωγα ξύλο! Μια φορά δεν άντεξα, πήρα την κοπέλα, την είχα μικρή, και πήγα στη μάνα. Φεύγα κόρη μ', φεύγα! Σύρε στον άντρα σου, μου είπε. Πήγαινε, δεν θα σε ξαναδείρει, μου είπαν. Μια μέρα ο πατέρας τον έσπασε στο ξύλο. Αλλά τίποτα δεν άλλαξε…………………………….
Κεντρικό θέμα του αποσπάσματος
Στα παλιότερα χρόνια οι γυναίκες είχαν
κατώτερη θέση από τον άντρα και ήταν σαν να μην υπήρχαν. Από μικρές δούλευαν
διαρκώς είτε στο σπίτι είτε στα χωράφια και δεν μορφώνονταν. Παντρεύονταν από
προξενιό και σε μικρή ηλικία. Οι άντρες μπορούσαν να ασκούν βία στις γυναίκες
και κείνες ήταν απόλυτα υποταγμένες σε
αυτούς. Πριν παντρευτούν αρχηγός της οικογένειας ήταν ο πατέρας τους και όταν
παντρεύονταν γινόταν αρχηγός ο άντρας τους. Η κατάσταση λοιπόν παρέμεινε ίδια
και ποτέ οι γυναίκες δεν είχαν λόγο για τη ζωή τους. Όταν παντρεύονταν οι
γονείς δεν μπορούσαν να ανακατευτούν στη ζωή της κόρης τους , αφού όλη την
ευθύνη την είχε ο σύζυγος τους.
(Είστε δημοσιογράφοι και παίρνετε συνέντευξη
από τη γυναίκα αυτή.)
-Πώς σας λένε;
-
Με λένε Σταμάτω.
-
Από πού είστε;
-
Από το Καβαλάρι Ηπείρου
-
Έχετε πάει σχολείο;
-
Να πήγα, αλλά ήμασταν σαράντα με πενήντα παιδιά στην τάξη και γι αυτό δάσκαλος δεν μας έδινε πολλή
σημασία. Τα άλλα παιδιά βγαίνανε έξω στην αυλή για να παίξουν και γω με την
αδερφή μου καθόμασταν και κοιτούσαμε .Τα άλλα παιδιά δεν μας έκαναν παρέα γιατί
ζούσαμε έξω από το χωριό και δε μας γνωρίζανε. Ήμασταν διαφορετικοί από αυτούς.
-
Γιατί ήσασταν διαφορετικές;
-
Εμείς ασχολούμασταν με τις αγροτικές δουλειές , πηγαίναμε
στα γίδια , στα πρόβατα .
-
Τι ρούχα φορούσατε;
-
Φορούσαμε μάλλινα ρούχα τα οποία πλέκαμε μόνες μας από
οχτώ χρονών . Πλέκαμε ζακέτες, φούστες, κάλτσες και μπλούζες.
-
Το μαλλί το αγοράζατε;
-
Όχι, τότε δεν δίναμε χρήματα για να αγοράσουμε μαλλί. Μαλλί
είχαμε από τα δικά μας πρόβατα.
-
Σε ποια ηλικία παντρευτήκατε;
-
Παντρεύτηκα στα δεκαεφτά
-
Από έρωτα ή από προξενιό;
-
Ας πούμε από
έρωτα. Ο άντρας μου ήταν από το ίδιο χωριό.
-
Πώς γνωριστήκατε;
-
Συναντιόμασταν στα γίδια, εκεί στις βοσκές.
-
Ήταν όμορφος;
-
Ναι, αλλά και γω ήμουν μια ξανθιά…
-
Οι σχέσεις με την πεθερά σας πώς ήταν;
-
Η πεθερά μου δε με ήθελε. Ήθελε μια άλλη από το χωριό.
-
Πώς τα πηγαίνατε με τον άντρα σας;
-
Η πεθερά μου έβαζε τον άντρα μου να με δέρνει. Έτσι
τσακωνόμασταν συνέχεια.
-
Αυτό συνεχίστηκε και όταν παντρευτήκατε;
-
Ναι, πάλι δε με ήθελε. Πάντα έλεγε στον άντρα μου να με
διώξει.
-
Εσείς πως αντιδρούσατε σε αυτό το θέμα;
-
Εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Μια μέρα δεν άντεξα, πήρα
την κόρη μου και πήγα στη μάνα μου.
-
Και αυτή τι έκανε;
-
Μου είπε να φύγω. Αφού είχα παντρευτεί μαζί του οι
γονείς μου δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι.
-
Και σεις τι κάνατε τελικά;
-
Μου είπαν ότι δεν θα με ξαναδείρει ο άντρας μου και έτσι
γύρισα πίσω.
-
Συνέχισε να σας δέρνει ο άντρας σας;
-
Ναι, και μια μέρα ο πατέρας μου δεν άντεξε και πήγε τον
έπιασε και τον έσπασε στο ξύλο. Αλλά και πάλι δεν άλλαξε τίποτα. Αυτός συνέχισε
να με δέρνει.
-
Σας ευχαριστούμε που δεχτήκατε να μας δώσετε συνέντευξη.
-
Εγώ σας ευχαριστώ που θα ακουστεί η ιστορία μου.
Οι "Πρώτες
Ενθυμήσεις "είναι ένα κείμενο αυτοβιογραφικό.
Η Πηνελόπη Δέλτα
θυμάται αλλά και σχολιάζει τα παιδικά της χρόνια και τη σκληρή ανατροφή της.
Στις αυτοβιογραφικές Πρώτες Ενθυμήσεις – που καλύπτουν τα δεκαπέντε πρώτα
χρόνια της ζωής της Πηνελόπης, κόρης του Εμμανουήλ και της Βιργινίας Μπενάκη –
μας δίνεται η περιγραφή μιας εποχής και μιας ανερχόμενης αστικής οικογένειας
στην ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας (τέλη του 19ου αιώνα).
Γιατί οι γυναίκες
τότε δεν ήταν εκείνο πού είναι σήμερα. Ελευθερία δράσεως, θελήσεως, ακόμα και
σκέψεως δεν είχαν. Οι γυναίκες τότε ήταν υποταγμένες στον άντρα. Θέληση δική
τους δεν είχαν, ούτε γνώμη, ούτε σκέψη ανόμοια με τη σκέψη του αντρός. Και μια
φορά παντρεμένη, έπαυε να υπάρχει ως άτομο. Κινούνταν, δρούσε, μιλούσε,
φέρουνταν στον κόσμο όπως ήθελε ο αφέντης της. Αν ήταν κοσμικός, έπρεπε να
είναι και κείνη κοσμική, είτε της άρεζε ο κόσμος είτε όχι. Αν την ήθελε στο
σπίτι κλεισμένη ο άντρας της, έπρεπε να κλειστεί και ας τρελαίνουνταν τον κόσμο.
Επισκέψεις επιτρέπουνταν. Μα αυτές τις ανταλλαγές επισκέψεων, μόνο γυναίκες
τις έκαμναν. Άντρες δεν έβλεπε η γυναίκα παρά σε γεύματα (σπάνια τον καιρό
εκείνον), σε χορούς (σπανιότερους ακόμα), στον περίπατο ή στους δρόμους.
Η υποκρισία ήταν
επιβεβλημένη. Μια γυναίκα κοσμική λόγου χάρη που είχε άντρα μη κοσμικό, έπρεπε,
όχι μόνο να μην πηγαίνει στον κόσμο, άλλα και να λέγει πως δεν της αρέσει. Και
τανάπαλιν. «Αφού του αρέσει ο κόσμος, χρεωστεί να τον ακολουθεί και κείνη.»
Που να ταξιδέψει
γυναίκα μόνη, τότε! «Αφού τον αφήνει, καλά της κάνει και παίρνει φιληνάδα.»
Όλη η κοινωνία την αποδοκίμαζε και την αναθεμάτιζε.
Ούτε να πολυφροντίζει
το εξωτερικό της η γυναίκα δεν έπρεπε. Καμιά δεν ομολογούσε πως αγαπούσε το
λούσο, τα όμορφα φορέματα, τα διαμαντικά. «Μου τα έδωσαν, και τα φορώ γιατί μου
τα έδωσαν», έλεγε η μητέρα μου, όταν τύχαινε να φορέσει κανένα στολίδι.
— «Ναι! Φορέματα
τώρα!» έλεγε πάλι ή μητέρα, αν της έλεγε καμιά φιληνάδα να ράψει τούτη ή εκείνη
τη μόδα. «Όποια γυναίκα έχει άντρα και παιδιά, δεν έχει καιρό για μόδες.» Αυτά
ήταν για τις ξεμυαλισμένες, τις «παρίες» της κοινωνίας. Είχε και τέτοιες, και
τις έδειχναν με το δάχτυλο. Χαμένα ρούχα, σου έλεγαν. Τιποτένιες γυναίκες.
Κεντρικό θέμα του
αποσπάσματος
Η θέση της γυναίκας μιας αστικής οικογένειας παρομοιάζεται με αληθινή
σκλαβιά καθώς περιορίζονταν οι
προσωπικές της ελευθερίες. Η γυναίκα ήταν δυστυχισμένη και ψυχικά βασανισμένη,
δεν υπήρχε ως αυτόνομο άτομο .Ακόμα και σε αυτή την αστική κοινωνία ισχύουν τα
στερεότυπα και οι προκαταλήψεις που καθιστούν τον άντρα ισχυρότερο από τη
γυναίκα. Η γυναίκα πρότυπο εκείνης της εποχής ήταν η πιστή σύζυγος, η συνεπής
στις υποχρεώσεις της και στις φροντίδες των μελών της οικογένειας . Η γυναίκα
δεν ανέπτυσσε καμιά πρωτοβουλία, ούτε είχε δική της άποψη. Ο άντρας αποφάσιζε
για όλα. Όπως μπορούμε να δούμε και στο απόσπασμα ακόμα και μια γυναίκα που
προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια και είχε περιουσία δεν ήταν πιο
ευτυχισμένη από κάποια γυναίκα κατώτερης κοινωνικής τάξης.
(Είστε δημοσιογράφοι και παίρνετε συνέντευξη από τη γυναίκα αυτή.)
-
Καλησπέρα σας. Ευχαριστούμε για το χρόνο και την παρουσία
σας εδώ.
-
Καλησπέρα σας. Είναι τιμή μου που με καλέσατε!
-
Αρχικά θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε να αληθεύει ότι είστε
μέλος μιας πλούσιας και ευκατάστατης οικογένειας;
-
Ναι, είναι αλήθεια. Η οικογένεια Μπενάκη είναι γνωστή
στην καλή κοινωνία της Αλεξάνδρειας.
-
Όπως διαβάσαμε στη βιογραφία της κόρης σας, Πηνελόπης
Δέλτα, η ζωή μιας πλούσιας γυναίκας δεν είναι ευκολότερη από τη ζωή μιας
γυναίκας κατώτερης κοινωνικής τάξης. Τι έχετε να πείτε γι αυτό;
-
Δεν θα έλεγα ότι η ζωή μου είναι πιο εύκολη αφού πρώτα η
ζωή μου καθοριζόταν από τον πατέρα μου και τώρα πια από τον άντρα μου.
-
Δηλαδή ως γυναίκα δεν έχετε προσωπικές ελευθερίες;
-
Η ελευθερία σκέψης , δράσης και θέλησης αποτελούν για
μένα μόνο ιδέες και όχι την πραγματικότητα της ζωής μου.
-
Τώρα που είστε παντρεμένη δεν έχετε μεγαλύτερη ελευθερία,
περισσότερα δικαιώματα;
-
Στην ουσία δεν έχει αλλάξει τίποτα. Άλλαξε μόνο ο
ιδιοκτήτης μου.
-
Ποιες υποχρεώσεις έχετε ως σύζυγος και μητέρα;
-
Οι υποχρεώσεις που έχω είναι να είμαι πιστή σύζυγος, να
υπακούω απόλυτα τον άντρα μου, να φροντίζω τα μέλη της οικογένειας μου και να
είμαι συνεπής στις οικιακές εργασίες. Επιπλέον είμαι υποχρεωμένη να ακολουθώ
τον άντρα μου στις κοσμικές εξόδους-ακόμα κι αν δεν θέλω. Αυτός καθορίζει και
την κοινωνική μου ζωή.
-
Σας ευχαριστούμε πολύ για την παρουσία σας εδώ σήμερα.
-
Η Φυγή, Σώτη
Τριανταφύλλου (απόσπασμα)
Η φυγή είναι μια
ιστορία για έναν απαγορευμένο έρωτα που γίνεται πραγματικότητα μόνο και μόνο
επειδή τα δύο πρόσωπα δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Η Άννα και ο Αποστόλης
-δυο άνθρωποι που φαινομενικά ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους- αψηφούν τα
σκληρά ήθη της επαρχίας διεκδικώντας το δικαίωμά τους στην ευτυχία.
Η Άννα ζει στην
Άμφισσα, ενώ συνεχίζεται ο εμφύλιος
πόλεμος στη χώρα. Μένει με τους γονείς της – ο πατέρας της (ο Πέππας) είναι αγρότης, έχει ελαιόδεντρα και η μητέρα της η Τούλα είναι
νοικοκυρά.
Η Άννα μετά την
Κατοχή ήθελε να τελειώσει το σχολείο, να δώσει εξετάσεις στην Ακαδημία για να
σπουδάσει δασκάλα, αλλά με τούτα και μ εκείνα , την όγδοη δεν την έβγαλε. Της
είχε μείνει ο καημός κι όλο κάτι κουτσοδιάβαζε: περιοδικά, μυθιστορήματα, ότι διαβάζουν
τα κορίτσια προτού να βρούνε το γαμπρό….
…….Ο Πέππας είχε
αποκάμει. Ο πόλεμος συνεχιζόταν μες στο σπίτι του. Η Άννα δε μιλούσε διόλου,
της γυναίκας του όμως της Τούλας η γλώσσα πήγαινε ροδάνι, κι όλο τα έβαζε με τη
μικρή που δεν ήταν πια μικρή, αλλά της παντρειάς και βάλε: φοβότανε μπας κι η
Άννα μείνει στο ράφι, γιατί ούτε στο νυφοπάζαρο έβγαινε τις Κυριακές τα
απογεύματα, ούτε στην εκκλησία πατούσε ποτές-που θα την έβλεπε ο γαμπρός; Ο
Πέππας δεν τα πολυπρόσεχε αυτά, της είχε αδυναμία της Άννας, ήτανε κορίτσι
μάλαμα, ούτε αντιμιλούσε, ούτε με παρέες τριγύρναγε, μονάχα μια φιλενάδα είχε,
τη Μαρία Αγγελοπούλου, που σπούδαζε δασκάλα στην Αθήνα, στο Αρσάκειο. Λίγα ήταν
τα λόγια της, και στις δουλειές ήταν πάντα πρόθυμη. ……………………………………..
……………….Τα βράδια ,
η Άννα καθόταν στο δωμάτιο της και διάβαζε ποιος ξέρει τι, κι έγραφε γράμματα
στη Μαρία. Έ, έτσι περνάνε τα κορίτσια μέχρι να παντρευτούνε, τι άλλο να
κάνουνε: νοικοκυριό, όνειρα και αναμονή………. Ο Πέππας δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι
πάνω της-άλλες τις δέρνανε με τη λωρίδα, τις κρεμάγανε ανάποδα στο πατερο .Να,
τη Θοδώρα, ο πατέρας της την είχε ξεμαλλιάσει , του χε μείνει ολάκερη τούφα στο
χέρι- αλλά ο Πέππας δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι στην Άννα….
…Το 1947 όταν
πάτησε τα δεκαεννιά, η Τούλα ήθελε να την προξενέψουνε σε έναν υπάλληλο της
Αγροτικής, ένα παιδαρέλι από την Ιτέα. «Δημόσιος υπάλληλος¨ έλεγε και γέμιζε το
στόμα της , «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πέφτει το παραδάκι!...
Η Άννα έγραφε στη
Μαρία: « Η μάνα μου Μαρία θέλει να με παντρέψει, αλλά εγώ θέλω να αγαπήσω
κάποιον, να δω πως είναι. Κακό είναι αυτό; Δεν μπορώ να παντρευτώ σαν να μαι
φοράδα, ντρέπομαι. Πες μου εσύ που
είσαι στην Αθήνα, κακό είναι αυτό; Αχ, να ερχόσουνα εδώ να τα κουβεντιάζαμε
λιγάκι. Άλλη φιλενάδα δεν έχω , η Θοδώρα παντρεύτηκε , φαγώθηκε να πάρει το
Γιώργη τον καβαλάρη που καλοκοίταγε τη Σοφία(θυμάσαι;) κι η Σοφία τώρα είναι
έγκυος , σαν βαρέλι έχει γίνει. Δε θέλω να γίνω σαν βαρέλι. Ποτές.
Κεντρικό θέμα του
αποσπάσματος
Το κείμενο αντικατοπτρίζει με σαφήνεια τη θέση της γυναίκας εκείνης της
εποχής. Παρατηρούμε ότι η Άννα δεν σπουδάζει και παρατά τους στόχους και τα
όνειρα της. Καταπιέζεται – κυρίως- από τη μητέρα της , η οποία κάνει ότι μπορεί
να εξασφαλίσει το μέλλον της κόρης της και να την παντρέψει με κάποιον που θα
έχει μισθό, αδιαφορώντας για τα
συναισθήματα της κόρης της. Η Άννα ωστόσο θέλει να ερωτευτεί και να
παντρευτεί από αγάπη. Το παιδί της θέλει
να είναι προϊόν αγάπης και όχι προϊόν χρήματος. Η Άννα αναφέρεται και στον
πατέρα της και δηλώνει ότι δεν τη χτυπάει όπως κάνουν άλλοι πατεράδες , δεν τη
τυραννάει. Η αποκατάσταση της κοπέλας ήταν το μοναδικό πράγμα που απασχολούσε
την οικογένεια. Η κοπέλα δεν είχε να περιμένει κάτι άλλο στη ζωή της: μόνο τον
γαμπρό. Γι αυτό και η μητέρα της ανησυχεί που η Άννα δεν βγαίνει έξω και δεν
κυκλοφορεί για τη δουν οι γαμπροί.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η θέση της γυναίκας ήταν πολύ περιορισμένη και
η γυναίκα δεν μπορούσε να κάνει σχεδόν
τίποτα.
(Οι μαθητές της ομάδας
υποδυόμενοι την Άννα γράφουν ένα γράμμα
στην καλύτερη της φίλη στο οποίο η Άννα αποκαλύπτει τις σκέψεις της για το
γάμο, τον έρωτα και την αποκατάσταση της)
Αγαπημένη μου φίλη Μαρία,
Σου γράφω αυτό το γράμμα για αν σου περιγράψω την κατάσταση που
επικρατεί στο σπίτι μου, τα προβλήματα
που αντιμετωπίζω καθώς και την καταπίεση που υφίσταμαι από την μητέρα μου.
Καταρχάς, δεν έχω το δικαίωμα να αποφασίσω για τη ζωή μου καθώς και για
το τι θέλω να κάνω .Είμαι κλεισμένη όλη μέρα μέσα στο σπίτι μου , με τη θέληση
μου, διότι δεν έχω τι να κάνω και περνάω το χρόνο μου διαβάζοντας περιοδικά και
διάφορα μυθιστορήματα. Σύμφωνα με τον πατέρα μου αυτά κάνουν όλα τα κορίτσια
περιμένοντας τον γαμπρό. Όπως θυμάσαι δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα οι διασκεδάσεις
και οι έξοδοι και τώρα δεν έχω τι να κάνω.
Παρόλο που με τον πατέρα μου έχουμε μια πολύ καλή σχέση και περνούμε
χρόνο μαζί, η μητέρα μου με καταπιέζει να παντρευτώ όσο γίνεται το γρηγορότερο.
Θέλει να παντρευτώ κάποιον που δεν θα έχω αγαπήσει πραγματικά .Με προξένευε με κάποιον
υπάλληλο της Αγροτικής τράπεζας τον οποίο δεν γνωρίζω και μόνος σκοπός αυτού
του προξενιού είναι η οικονομική μου αποκατάσταση , αφού ο γαμπρός είναι
μισθωτός. Και σύμφωνα με τη μάνα μου «βρέξει
χιονίσει, κάθε μήνα θα πέφτει το
παραδάκι». Τέλος είμαι ενάντια στην ιδέα της γέννησης ενός παιδιού που θα
είναι προϊόν μιας σχέσης που βασίζεται στο χρήμα κι όχι στον έρωτα. Θέλω να
ερωτευτώ, να αγαπήσω κάποιον, να μην παντρευτώ σαν να είμαι ζώο που το
πούλησαν. Είναι σκληρή η καταπίεση που
δέχομαι και μακάρι να ήσουν εδώ να με συμβούλευες .
Η φίλη σου, Άννα
5 σχόλια:
Μπράβο και στη δασκάλα και στους μαθητές...
Καλή δουλειά από όλους μας
Καλή δουλειά από όλους μας.
Γιώτα μου ξέρω πως είναι παλιά ανάρτηση αλλά τώρα το βρήκα και εντυπωσιάστηκα! Μπράβο σας ! Ειλικρινά!
Μαρία μου, σε ευχαριστούμε πολύ! Είχαν όρεξη τα παιδάκια μου!!
Δημοσίευση σχολίου