Την Κυριακή 28 Ιανουαρίου η Λέσχη Ανάγνωσης του 2ου ΓΕΛ Κω αφού
διάβασε και συζήτησε το βιβλίο του κ.Μιχάλη Μαλανδράκη συναντήθηκε μαζί του
διαδικτυακά και τα παιδιά έλυσαν όλε στις
απορίες τους σχετικά με το βιβλίο – και όχι μόνο, όπως θα διαπιστώσετε
διαβάζοντας τις σημειώσεις της συνάντησης. Ευχαριστούμε θερμά τον κ.Μαλανδράκη
που διέθεσε το χρόνο του για να συνομιλήσει με τ@ς μαθητ@ς μας. Ήταν μια καλή
ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με ένα συγγραφέα και να γνωρίσουν τα μυστικά της συγγραφικής
κουζίνας!
Αρχικά έγινε η κλασσική μας συζήτηση για το βιβλίο και όλα τα παιδιά
τοποθετήθηκαν σχετικά. Η Ευγενία το διάβασε πολύ εύκολα και δεν την κούρασε
καθόλου η ανάγνωσή του, ενώ στη Βάλια θύμισε τη σειρά Μαύρα Μεσάνυχτα- ειδικά ο
Αντρίκος- και το τελείωσε πολύ γρήγορα. Στην Παρασκευή άρεσε πολύ το βιβλίο –
όπως είπε είχε σασπένς και ο κινηματογραφικός τρόπος γραφής την κράτησε σε
εγρήγορση. Και στην Ελένη άρεσε πολύ το βιβλίο
και της θύμισε σχετικές ταινίες που έχουν να κάνουν με τον κόσμο της
νύχτας. Το τέλος το περίμενε! Η Ραλλία το βρήκε πολύ ενδιαφέρον εξαιτίας της
κινηματογραφικής ματιάς του συγγραφέα, αν και το τέλος δεν το περίμενε- μάλλον
κάποια άλλη εξέλιξη είχε στο μυαλό της. Στη Διονυσία φάνηκε ενδιαφέρον ακριβώς
επειδή έθιγε το θέμα της ξενοφοβίας, αλλά δεν ήταν κάτι που τη συγκίνησε πολύ. Θα
ήθελε μεγαλύτερο λογοτεχνικό βάθος. Η Σεντά το θεώρησε ευκολοδιάβαστο, όπως και η Σεμά, που εστίασε στο θέμα του ρατσισμού που
εξακολουθεί να υπάρχει και αναγκάζει τους ανθρώπους να κρύβουν την ταυτότητά
τους. Και η Ουλφέτ στάθηκε στο πόσο εύκολα διαβαζόταν και στο ότι το νόημα του
είναι εύκολα αντιληπτό από τον καθένα.
Η Γκιουλσέν το βρήκε συμπαθητικό κυρίως γιατί ο συγγραφέας ασχολείται με πραγματικά γεγονότα , με τους ανθρώπους που κρύβουν την ταυτότητά τους προκειμένου να επιβιώσουν. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν ότι ο ίδιος ο ήρωας, αν και Αλβανός και αυτός, θεωρούσε ότι ήταν καλύτερος από τους συντρόφους του – μιλούσε καλύτερα τα ελληνικά και δε γινόταν αντιληπτή η διαφορετική του καταγωγή- αλλά και η σεξιστική στάση των αντρών του βιβλίου απέναντι σε όλες τις γυναίκες. Η Κατερίνα μας είπε ότι τα συναισθήματα της ήταν ανάμεικτα απέναντι στο βιβλίο. Ο τίτλος ήταν έξυπνος- ειρωνικός και μεταφορικός συγχρόνως, αλλά η υπόθεση δεν είχε βάθος και εκνευρίστηκε από τη στάση των ηρώων απέναντι στο γυναικείο φύλο. Και η Παρασκευή δήλωσε ότι ήταν αμφίθυμη απέναντι στο βιβλίο: της άρεσε το θέμα που άγγιζε τοα προβλήματα των μεταναστών και δεν περίμενε το τέλος καθώς και το ότι θίγονται και άλλα θέματα μέσα στο βιβλίο (σεξισμός) αλλά θύμωσε με τη στάση των αντρών ηρώων.
Η Μαριαλένα βρήκε πρωτότυπο το θέμα, αλλά θεωρεί ότι δεν είχε το απαραίτητο
λογοτεχνικό βάθος και βρήκε αναμενόμενο το τέλος. Η Σταυριάννα το διάβασε πολύ
εύκολα , δεν το βαρέθηκε και γενικά το θεωρεί ένα τίμιο βιβλίο. Στο Νίκο άρεσε
το θέμα, αλλά δεν του άρεσε που ο ήρωας
απαρνήθηκε εύκολα το ποιος ήταν για να κερδίσει χρήματα και να αλλάξει την τύχη
του και δεν περίμενε το τέλος αυτό. Ο
Θοδωρής το βρήκε πολύ ενδιαφέρον, δεν κουράστηκε στην ανάγνωση και το θέμα του
τον κέρδισε. Η Ειρήνη το διάβασε γρήγορα και συμφώνησε με τα υπόλοιπα κορίτσια
σχετικά με την υποτίμηση της γυναίκας από τους ήρωες του. Στην Μαρία άρεσαν
πολύ οι περιγραφές του βιβλίου που τους έδωσαν μεγάλη ζωντάνια και είχε μια
ελπίδα το τέλος να μην είναι αυτό – δεν κάνουμε σπόιλερ!
Στη συνέχεια συνδεθήκαμε με το συγγραφέα κ. Μαλανδράκη και απάντησε σε
όλες τις ερωτήσεις που είχαμε ετοιμάσει. Αναφέρθηκε στην έμπνευση για το βιβλίο
του – την ξενοφοβία που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία , αν και θεωρεί ότι έχει
μετριαστεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Οι φίλοι του έχουν βιώσει το ρατσισμό-
ειδικά όσοι είναι από την Αλβανία- και πολλοί δεν φαίνεται να τους θεωρούν
κατάλληλους για δουλειές , αφού τους θεωρούν ξένους.
Στην ερώτηση μας για το πόσο κινηματογραφική είναι η γραφή του μας είπε
ότι σπούδασε κινηματόγραφο και το ότι έχει μάθει να σκέφτεται με εικόνες τον
βοήθησε στη συγγραφή του βιβλίου. Λογοτεχνικές επιρροές δεν έχει στο γράψιμό
του αν και αναφέρθηκε σε βιβλία που του αρέσουν και χρησιμοποιούν ωμή γλώσσα
(π.χ το Γκιάκ του Δημοσθένη Παπαμάρκου ) αλλά και σε σκηνοθέτες και ταινίες -Κεν
Λόουτς για τον ρεαλισμό του και Νίκος Γραμματικός με την ταινία «Ο βασιλιάς» που
αναφέρεται στο ρατσισμό, την κοινωνική απομόνωση.
Δεν είχε σκεφτεί να γίνει συγγραφέας όσο ήταν στο σχολείο, αλλά του άρεσαν πάντα τα θεωρητικά μαθήματα
και ειδικά η Λογοτεχνία και η Έκθεση. Ήταν σημαντικό για τον ίδιο ότι υπήρξαν
καθηγητές που ασχολήθηκαν με βιβλία και ταινίες , και έδωσαν στους μαθητές
ερεθίσματα εκτός του σχολείου. Θυμάται
χαρακτηριστικά τον καθηγητή που τους έκανε Φιλοσοφία και πρόβαλλε ταινίες – το Κύμα, Το μίσος- και
έκαναν συζητήσεις για όλα αυτά τα θέματα. Ίσως εκεί φυτεύτηκε και ο σπόρος του
κινηματογράφου. Παράλληλα μας είπε ότι ένα από τα πρώτα βιβλία που διάβασε στην
εφηβεία του ήταν «Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» αλλά και το «Ένα παιδί μετράει τα άστρα»
του Μενέλαου Λουντέμη.
Φυσικά και θα ήθελε το βιβλίο του να γίνει ταινία, αλλά παίρνει αρκετό
χρόνο να συμβεί κάτι τέτοιο στη χώρα μας προκειμένου να βρεθούνε τα κατάλληλα
κονδύλια.
Στην ερώτηση των παιδιών, αν οι ήρωες θα μπορούσαν να έχουν μια άλλη εξέλιξη, επισήμανε πως αυτό θα μπορούσε να έχει γίνει αν επέλεγαν να φύγουν από αυτό το περιβάλλον . Αλλά πως να πάρει μια τέτοια απόφαση ένας άνθρωπος όταν έχει μεγάλη ανάγκη τη δουλειά και εργάζεται σε ένα περιβάλλον όπως αυτό του βιβλίου; Το πώς το διαχειρίζεται αυτό καθένας είναι δύσκολο. Όμως ο άνθρωπος πρέπει να πάρει το ρίσκο να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και τους άλλους , να είναι ειλικρινής.
Στο ερώτημα αν θα ήθελα να διαβάσουν και νέοι άνθρωποι το βιβλίο του μας
είπε ότι σαφώς και θα το ήθελε. Οι νέοι άνθρωποι είναι ζητούμενο να διαβάζουν.
Και μάλιστα αναφέρθηκε στο ότι προσπάθησε το βιβλίο του να είναι αληθοφανές και
ρεαλιστικό για αυτό και χρησιμοποίησε υβρεολόγιο και τη γλώσσα του δρόμου,
λαϊκό λεξιλόγιο. Γενικά έκανε αρκετή
έρευνα προκειμένου να το γράψει – και ήθελε να ταιριάζουν όλα – τραγούδια της
πίστας αλλά και παραδοσιακά.
Στην παρατήρηση σχετικά με την υποτιμητική στάση του ήρωα απέναντι στους
συντοπίτες του μας είπε ότι αυτή είναι η στάση των περισσότερων ανθρώπων καθώς
πάντα ταυτίζονται με το θύτη και όχι με τα θύματα. Ο ήρωας ακούει το ρατσιστικό λόγο των Ελλήνων , τον
αποφεύγει εξαιτίας της απόφασης του να υποδυθεί κάποιον άλλον και για να νιώσει ότι ανήκει κάπου αλλού
υποβιβάζει τους φίλους του.
Η συγγραφή του βιβλίου δεν τον κούρασε γιατί είναι μικρό σε έκταση. Όμως
είχε τις αμφιβολίες του όσο το έγραφε . Απογοητευόταν , έκανε δοκιμές αλλά η
ανάγκη του να μιλήσει για το θέμα αυτό ήταν πολύ μεγάλη και επέμενε μέχρι αν το
ολοκληρώσει. Εξάλλου η συγγραφή δεν είναι κάτι εύκολο. Και πολύ συχνά οι ίδιοι
οι συγγραφείς αμφισβητούν όσα οι ίδιοι γράφουν – αν και ο ίδιος δεν ξέρει αν
είναι συγγραφέας. Τέλος , αναφέρθηκε και στο καινούριο του βιβλίο που
κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο και ο τίτλος του είναι «Δυναμώστε τη
μουσική, παρακαλώ».
Ευχαριστούμε πολύ τον κ.Μαλανδράκη για το χρόνο και την ωραία συζήτηση
που είχαμε !