Εδώ και πολύ καρό, κάθε απόγευμα, παίρνω τη Μιχαέλα
μια βόλτα στη γειτονιά, έτσι για να ξεκολλήσει λίγο από την καθημερινότητα. Το
ίδιο κάναμε και χτες το απόγευμα. Καθώς περπατούσαμε λοιπόν κάποια στιγμή μου
είπε να σταματήσουμε και να κάτσουμε σε ένα παγκάκι. Μου έλεγε παράξενα
πράγματα που τα περισσότερα δεν τα καταλάβαινα. Κάποια στιγμή μου είπε να της υποσχεθώ
κάτι. Δεν θα μπορούσα να της αρνηθώ τίποτα και έτσι της είπα πως ότι και να μου
ζητήσει εγώ θα της το κάνω. Μου είπε λοιπόν :
-Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα είσαι πάντα δίπλα
μου και θα με προστατεύεις. Και ότι δε θα με αφήσεις και δε θα με ξεχάσεις
ποτέ.
Κοιτώντας την έκπληκτη της υποσχέθηκα ότι θα την
αγαπώ και θα την προστατεύω για πάντα .Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί μου
μιλούσε έτσι μέχρι που μου ζήτησε να την σηκώσω και να χορέψουμε. Εκεί! Χωρίς
να την ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος που ήταν γύρω μας.
Έτσι βάζοντας το αγαπημένο της τραγούδι να παίζει
στο κινητό μου σηκώθηκα και αρχίσαμε το χορό. Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά, ο
τρόπος που με αγκάλιαζε και με κρατούσε, δεν ξέρω , ήταν πολύ παράξενος και
τόσο τρυφερός! Την κοίταξα με απορία αλλά εκείνη χωρίς να μου πει τίποτα συνέχισε
να χορεύει. Μόλις τέλειωσε το τραγούδι την κατέβασα.
Είχε πια νυχτώσει όταν της είπα να γυρίσουμε στο
σπίτι. Η μαμά είχε μαγειρέψει το αγαπημένο της φαγητό και ο μπαμπάς της ετοίμαζε
μια έκπληξη. Εκείνη όμως δεν ήθελε να πάει, μου ζήτησε μόνο να την αφήσω να
κάνει μια βόλτα μόνη της! Θα ήταν η πρώτη φορά που θα βρισκόταν μόνη της. Δεν
ήθελα να την αφήσω, φοβόμουνα, αλλά ο τρόπος που με κοίταζε….. Την έβαλα στο
καροτσάκι της και μου έδωσε ένα φιλί και μια αγκαλιά σαν αυτή που δίνουν στους συγγενείς
τους, αυτοί που ετοιμάζονται να φύγουν για ένα μακρινό ταξίδι.
Την άφησα και λίγα δευτερόλεπτα μετά χτύπησε το
κινητό. Την άφησα λίγο από τα μάτια μου . Ήταν η μαμά .Η Μιχαέλα τους είχε
αφήσει ένα σημείωμα που έλεγε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει μέσα στην
απομόνωση και τη λύπηση.. Οι τελευταίες τέσσερις λέξεις της :Σας αγαπώ και
συγγνώμη ……. Ήταν οι ίδιες με αυτές που είχε ψιθυρίσει η Μιχαέλα καθώς βγαίναμε
από το σπίτι .Κοίταξα ευθεία και ..την είδα να με κοιτάει ενώ στεκόταν στην
άκρη του πεζοδρομίου περιμένοντας..ένα φορτηγό κατευθυνόταν προς τα εκεί. Έτρεξα….
μα ήταν πια αργά. Η αδερφή που τόσο αγαπούσα, η αδερφή που τόσο λάτρευα , είχε
φύγει από κοντά μου… Της υποσχέθηκα να μην την αφήσω ποτέ και την άφησα. Δάκρυα
γέμισαν το πρόσωπο μου.
Γύρισα σπίτι και πήγα στο δωμάτιο της .Το δωμάτιο της
που ήταν γεμάτο ζωντάνια πριν λίγες ώρες. Άνοιξα το συρτάρι που άκουγα να
ανοίγει και να κλείνει κάθε βράδυ. Ένα γράμμα σταμπωμένο από σταγόνες δάκρυα
ξεχώριζε. Πάνω έγραφε «στην αγαπημένη μου αδερφή». Πρώτη φορά κατάλαβα πως
ένιωθε για μένα , πόσο πολύ με αγαπούσε, πόσο με λάτρευε..Η αδερφή μου έφυγε
γιατί δεν άντεχε την απομόνωση,. Δεν άντεχε να την κοροϊδεύουν, δεν άντεχε να τη
λυπούνται. Στο τέλος του γράμματος της με αχνά γράμματα έγραφε : δεν με άφησες εσύ,
εγώ ήθελα να φύγω. Θα σε αγαπώ και θα σε προστατεύω όπως εσύ. Ήσουν η καλύτερη
αδερφή που θα μπορούσα να έχω…..
Θεοδοσία Διακογιάννη, Γ1
1 σχόλιο:
Μια ευαίσθητη γραφή που αναδεικνύει ένα τόσο δύσκολο θέμα..
Ευχές στη θεοδοσία να κρατάει πάντα την αγκαλιά της για το συνάνθρωπο και τη γραφή της σε ετοιμότητα.
Δημοσίευση σχολίου