Κεμάλ Ντονλού, Γ5 |
18η Μαΐου 1917
Είχε
μεγάλη αναστάτωση στο λιμάνι. Ήταν γεμάτο κόσμο και άνδρες με παράξενα καπέλα
και στολές. Βαβούρα. Πηγαινοφέρναν κάτι τεράστιες τσάντες και κούτες μέσα και
έξω από το πλοίο. Μας κοιτούσαν όλοι με απογοήτευση·
καλέ, γαϊδούρια δεν περιμένατε; Ένας από τους άνδρες ήρθε και μας κατέταξε το
ένα πίσω από το άλλο και μπροστά το καράβι. Ήμουν πρώτο.
Μου φορούν μία περίεργη σέλα -δεν είχα ξαναδεί
ποτέ τέτοια- και την γαντζώνουν με ένα σχοινί από πάνω μου. Ένα σύνθημα και
ξαφνικά ακούγονται παράξενοι ήχοι από σίδερα και γρανάζια που τρίζουν. Νιώθω
πίεση στο στομάχι μου από την σέλα· πανικοβάλλομαι, το
αίμα μου παγώνει. Από το πουθενά, βρίσκομαι στον αέρα και εκεί τα χάνω. Ουρλιάζω
και χτυπιέμαι καθώς με παρακολουθούν οι άνδρες από κάτω μου με μία αηδία και
φρίκη στα πρόσωπά τους. Φτάνω ακριβώς πάνω από το πλοίο και σιγά σιγά
κατεβαίνω. Με αφήνουν μέσα και βλέπω το ίδιο να ακολουθείται και για τους
υπόλοιπους από τους δικούς μου.
Όταν πλέον
μπήκαμε όλοι μέσα, το πλοίο άρχισε να απομακρύνεται από το λιμάνι. Όλοι
στρυμωγμένοι και δίπλα μας οι τσάντες που κουβαλούσαν οι άντρες πριν. Κάποιοι
από αυτούς κοιμόντουσαν πάνω στα κιβώτια και στις τσάντες. Ένιωθα κάτι παράξενο
όταν τους έβλεπα. Παρόλο που κοιμόντουσαν, δεν ήταν καθόλου ήρεμοι. Ήταν
σφιγμένοι και οι καρδίες τους χτυπούσαν δυνατά. Είχαν τον πόνο και τον φόβο
ζωγραφισμένο στις εκφράσεις τους. Παράξενα πλάσματα οι άνθρωποι..
19η
Μαΐου 1917
Το πλοίο
σταμάτησε και βρισκόμαστε πλέον σε άλλο λιμάνι. Ήταν ακόμα ξημέρωμα και είχαν
αρχίσει ήδη να ξεφορτώνουν το πλοίο. Τι πολύτιμο να είχαν μέσα αυτές οι τσάντες
για να χρειάζονται τόση φροντίδα και αγάπη; Με προσοχή τις βάλανε και με
προσοχή τις βγάλανε. Στο πλοίο μείναμε μόνο εμείς μαζί με κάποιους από τους
άντρες. Βλέπουμε το σχοινί από πάνω μας. Επικρατεί πανικός. Προσπαθήσαμε να
φύγουμε αλλά το πλοίο ήταν στενό ακόμα και χωρίς να κουνιόμασταν.
Ξαναζήσαμε
τον εφιάλτη λοιπόν για δεύτερη φορά, αλλά τουλάχιστον βρισκόμασταν πλέον και
πάλι στην στεριά. Μας φόρτωσαν με τις τσάντες. Δεν ξέρω ακόμα τι έχουν μέσα
αλλά σίγουρα είναι αρκετά βαρύ. Ανησυχητικό για εμάς. Από ό,τι φαίνεται το
ταξίδι μας δεν είχε τελειώσει ακόμα.
22η
Μαΐου 1917
Έχουμε
εξουθενωθεί. Οι τσάντες τελικά έχουν κάτι κλαδιά μέσα. Είναι όλα ίδια όμως· μακριά,
με λεπτή μύτη και πλατιά πίσω άκρη. Τόση φασαρία για αυτό; Απογοητεύομαι.
23η
Μαΐου 1917
Επιτέλους
σταματήσαμε. Μας ξεφόρτωσαν τις τσάντες και οργανωθήκαμε για να κάτσουμε κοντά
σε ένα μικρό χωριουδάκι. Θα μέναμε αρκετές μέρες εδώ, πάλι καλά..
Μας άφησαν
σε ένα κοντινό λιβάδι. Είχε και άλλα γαϊδούρια, ήταν σκέτος παράδεισος. Υπήρχε
μπόλικο χορτάρι και πολλά δέντρα. Η ανοιξιάτικη βροχή είχε ποτίσει το λιβάδι
και τώρα πλέον κυριαρχούσε η ζεστασιά του ήλιου και του καθαρού ουρανού. Οι
ηλιαχτίδες έβρισκαν τον δρόμο τους ανάμεσα από τα φυλλώματα των δέντρων και
φώτιζαν τις μαργαρίτες που μέχρι τότε ήταν κρυμμένες ανάμεσα στο καταπράσινο
χορτάρι. Τα περιστέρια και τα σπουργίτια
κελαηδούσαν σαν τρελά και άφηναν την μουσική τους να χρωματίσει κάθε γωνία του λιβαδιού·
όπως και εμείς, βέβαια. Δεν αντισταθήκαμε το κάλεσμα της ζωής και της φύσης. Οι
ύμνοι των ζώων άρχισαν να ακούγονται από παντού καθώς ο αέρας του έρωτα και της
άνοιξης μας χτυπούσε την πόρτα.
30η
Μαΐου 1917
Η ζωή
περνά ξένοιαστα στο λιβάδι όλες αυτές τις μέρες. Το κάλεσμα της φύσης και το
κλίμα της ευφορίας δεν έχουν ακόμα ετοιμαστεί για να φύγουν. Παρόλα αυτά όμως,
σήμερα οι άνδρες βρίσκονται πάλι αναστατωμένοι και είναι πάλι μέσα στις άσχημες
στολές τους. Έχουν μετακινηθεί από το χωριό σε ένα λάκκο κάτω από το χώμα και
κρύβονται ανιχνεύοντας κάθε δευτερόλεπτο της περιοχή. Τι περιμένουν; Παράξενα
πλάσματα, το είχα πει.
Ένας από
τους άνδρες τρέχει προς εμάς καθώς ένα παράξενο βουητό ακούγεται από ψηλά.
Έμοιαζε με πουλί; Έντομο; Ήταν πολύ ψηλά για να καταλάβουμε, γι’ αυτό και δεν
δώσαμε καθόλου σημασία. Ο άντρας ξανακοιτάει τρομοκρατημένος ψηλά και σταματάει
στον δρόμο του προς εμάς. Μεταβολή και πίσω! Το βουητό γίνεται πιο δυνατό και
καταλήγει σε σφύριγμα. Να το! Το κάλεσμα της ζωής.
Το σφύριγμα
χτυπά και σκάει στο έδαφος. Δεν άκουσα τίποτα. Χίλιοι άνεμοι ντυμένοι με φλόγες
τρυπούν, γδέρνουν, και μαχαιρώνουν το δέρμα μου. Τι έγινε; Η σκόνη είναι
παντού. Πού είναι το χορτάρι; Τα κελαηδήματα; Αρχίζω να πονάω αφόρητα. Η ανάσα
μου κόβεται. Κλαίω· σπαράζω.
Κοιτάω κάτω καθώς αίμα ρέει από τα σπλάχνα μου και ποτίζει το χώμα όπως η
βροχή. Όλα μαυρίζουν.
Αργύρης
Χαϊλης, Γ7
Ειρήνη Μπακρατσά, Γ5 |
Αγαπημένο μου
ημερολόγιο,
Πάνε
πενήντα δύσεις του ηλίου από τότε που μία ομάδα ανθρώπων με απομάκρυναν άγρια
από την πατρίδα μου. Κάθε βράδυ φαντάζομαι την επιστροφή μου στην φάρμα και
στον κυρ Γιώργη. Είναι η κρυφή μου ελπίδα, η μοναδική πηγή φωτός μέσα σε όλο
αυτό τον συσκοτισμό που καταπνίγει όλη μου την ύπαρξη. Μέσω αυτής της
φαντασίωσης βρίσκω παρηγοριά και κίνητρο να συνεχίσω να ζω. Χθες ένα άλογο
κατέρρευσε και δεν ξανασηκώθηκε. Λένε ότι έφταιγε η στενοχώρια. Ζώα σε τόση
μεγάλη οδύνη: απλά ανήκουστο. Η αλήθεια είναι ότι βαθιά μέσα μου το γνωρίζω πως
δεν υπάρχει επιστροφή. Ό,τι κι αν λαμβάνει χώρα αποκλείεται να έχει αίσιο
τέλος.
Τόσες μέρες προσπαθώ να κατανοήσω τι συμβαίνει και τι ακριβώς προσπαθούν
να επιτύχουν οι άνθρωποι. Για το μόνο που είμαι σίγουρη είναι ότι αδιαφορούν
παντελώς για εμάς και την επιβίωση μας. Μας μεταφέρουν σαν τσουβάλια, μας
αναγκάζουν να κινούμαστε με εξωπραγματικό βάρος στις πλάτες μας για βασανιστικά
μεγάλα χρονικά διαστήματα και μας ταΐζουν με αποφάγια. Για νερό ούτε λόγος.
Ακόμα σε περίπτωση που κάποιος από εμάς αρρωστήσει ή σταματήσει να κάνει αυτό
που του έχει ανατεθεί τον εκτελούν αμέσως με ένα μικρό όπλο το οποίο παρά το
μέγεθος του, είναι ικανό να παράγει εκκωφαντικού κρότους. Κάθε λίγο ή και πολύ,
δεν είμαι πια σίγουρη, αυτός ο διαπεραστικός, σύντομος ήχος ξεσπάει και το
μαχαίρι που κάρφωσε την ψυχή μου από την πρώτη μέρα διεισδύει όλο και πιο
βαθιά.
Τις τελευταίες μέρες η καθημερινότητα μου έχει πάρει ακόμα πιο δυσμενή
τροπή, διότι καθώς ανεβαίναμε έναν απότομο λόφο, γλίστρησα, έγδαρα το πόδι μου
και νομίζω πως έχει προκληθεί και ένας εσωτερικός τραυματισμός αλλά κανένας
άνθρωπος δεν ασχολείται. Το βλέπω στα μάτια τους πως μάλλον σκέφτονται να
σκοτώσουν κι εμένα. Άλλωστε τι είμαι; Ένα ζωντανό πλάσμα που τραυματίστηκε
εξαιτίας τους και τους υπηρετεί επειδή υστερεί δε νοητική ικανότητα και
βιολογική εξέλιξη. Ωστόσο, ο θάνατος δεν με φοβίζει πια. Αντιθέτως υπάρχουν
στιγμές που τον επιζητώ και εύχομαι να έρθει για να δώσει ένα τέλος στη μέγγενη
της πραγματικότητας. Είναι πια μία ουσιατική ανάγκη που όλοι διατηρούν, αλλά
δεν προχωρούν στην ικανοποίηση της καθώς παραπλανούνται από την που θα
μπορούσαν να ζήσουν και τα μέρη στα οποία θα μπορούσαν να βρίσκονται.
Χθες άκουσα δύο μουλάρια να λένε πως έχει ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ των
ανθρώπων και μας χρειάζονται για την μεταφορά εφοδίων και πυρομαχικών, όμως εγώ
δεν τα πιστεύω. Η μάνα μου λίγες μέρες μετά την γέννηση μου είπε πως ο άνθρωπος
είναι το πιο έξυπνο αι το πιο λαμπρό είδος πάνω στον πλανήτη. Λοιπόν, μου
φαίνεται αδιανόητο οι άνθρωποι να επιδίδονται και να αναλώνονται σε τέτοιες
πράξεις κενοδοξίας και αποτροπιασμού. Τα πλάσματα που ανακάλυψαν το σχήμα το
κόσμου μας και πάτησαν πάνω στο φεγγάρι, τούτα τα πλάσματα δεν μπορεί να είναι
τόσο κοντόφθαλμα και αφελή. Απλά αδύνατον.
Σήμερα φτάσαμε σε ένα πανέμορφο αλλά ερημωμένο χωριό γεγονός αλλόκοτο. Μολαταύτα, έχω απολαύσει στο ζενίθ κάθε μία ώρα μου σε αυτό τον επίγειο παράδεισο. Τα αισθήματα φόβου και ταραχής έχουν υποχωρήσει και τα φυσικά μου ένστικτα έχουν ξαναπάρει το πηδάλιο. Τόσο καιρό είχα ξεχάσει και τι είμαι. Νιώθω σχεδόν σαν να αναγεννήθηκα στο ίδιο σώμα και χωροχρόνο. Οι κακουχίες που έχω βιώσει τις τελευταίες πενήντα μέρες έχουν καταφέρει να αναθεματίσουν ολόκληρη την ζωή μου πριν από αυτές. Μπορώ επιτέλους να κάνω μια νέα αρχή. Ωχ! Βλέπω έναν διάττοντα αστέρα. Πιθανότατα να σηματοδοτεί την έναρξη της καινούριας μου ζωής. Ο ενθουσιασμός μου είναι τόσο μεγαλειώδης που ακόμα κι η μητέρα φύση αντιδρά. Κι όμως πλησιάζει πολύ…………
Ελευθερία Σπύρου, Γ6
Ευθύμης Τρουμούσης, Γ7 |
Αντριάννα Ντουκάι, Γ5 |
05/02/1917 Αγαπητό ημερολόγιο, Άλλη μία μέρα που βόμβες και πυροβολισμοί και άνθρωποι που τρέχουν αναστατωμένοι με ξύπνησαν από τον κόσμο που μπορώ να συνυπάρχω με γαλήνη. Απέχω πολύ από το να καταλάβω τι γίνεται στον κόσμο. Το μόνο που βλέπω είναι άλογα και γαιδούρια να πεθαίνουν είτε από εχθρούς είτε από αρρώστιες. Κουβαλάμε άπειρα πράγματα, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην υπάρχει άλλη δύναμη και οι ιδιοκτήτες απλά μας κλωτσάνε περιμένοντας να συνεχίσουμε τη πορεία μας. Άμα πεθάνει κάποιος από εμάς, οι άνθρωποι απλά πάνε στο επόμενο ζώο, λες κι γι αυτούς είμαστε μόνο σκλάβοι. Το έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Το έχω δει στα υπόλοιπα ζώα. Βλέπω τη θλίψη στα μάτια τους πριν αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Δεν ξέρω για πόσο θα αντέξω, οι δυνάμεις μου σιγά σιγά με εγκαταλείπουν. Προσπάθησα μία νύχτα να δραπετεύσω από αυτη τη παράνοια αλλά δεν λειτούργησε. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Οι ιδιοκτήτες μου με προσέχουν, έαν ήμουν μόνος μου δεν θα επιβίωνα. Ο παραμικρός δυνατός ήχος με τρομάζει και με κάνει να ρίχνω κάτω τα πράγματα που θα έπρεπε να κουβαλάω, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς και τελευταία, τα αυτιά μου αντί να ηχούν από όμορφες μελωδίες πουλιών έχουν αρχίσει να συνηθίζουν τις βόμβες και τους πυροβολισμούς και τους ανθρώπους να ξεψυχίζουν μπροστά μας. Έλενα Σανάι, Γ6 Πάνος Τρακόσας, Γ7 Αγαπητό μου ημερολόγιο…
Οι ημέρες όσο πάνε και
δυσκολεύουν! Οι συνθήκες στις οποίες ζούμε είναι άθλιες. Όλοι ήμαστε πάρα πολύ
κουρασμένοι και οι άνθρωποι μας σέρνουν από εδώ και από εκεί λες και είμαστε
άψυχα όντα. Όλες οι μέρες ήταν δύσκολες αλλά εγώ ξεχώρισα την σημερινή. Σήμερα
ήταν η μεταφορά μας στον τόπο του μακελειού. Εκτός από ότι εξαντλήθηκα
σωματικά, η καρδιά μου δεν σταμάτησε να χτυπάει από τον φόβο μου! Δεν ήξερα τι
να κάνω. Μας είχαν μεταφέρει στο λιμάνι, και εκεί υπήρχε ένα τεράστιο πλοίο.
Είχα τρομοκρατηθεί! Στην συνέχεια αφού μας έβαλαν σε σειρά μας τοποθετούσαν ένα
ένα σε έναν τεράστιο και επώδυνο γερανό. Νόμιζα ότι πέθαινα! Έβλεπα τους φίλους
μου να παίρνουν σειρά και ύστερα ήρθε και η δική μου, Πονούσα απίστευτα πολύ
και μούγκριζα όσο πιο δυνατά μπορούσα ώστε να με κατεβάσουν. Αφού πέρασαν
μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα πάνω στον γερανό, με ξεφόρτωσαν στο πλοίο το
οποίο πήγαινε προς Θεσσαλονίκη. Είχα πίσει τον εαυτό μου ότι αυτό το φρικτό
μαρτύριο είχε τελειώσει αλλά στη συνέχεια συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν μόνο η
αρχή ενός βασανιστικού ταξιδιού. Σεβαστιάνα Τρουμούση, Γ7 Ζωή Πετρή, Γ6 1η μερα Εκεί που καθόμουν και έτρωγα τον φρέσκο γρασίδι
μου έρχονται κάτι άνθρωποι με στολές πράσινες και ένα μεγάλο πράγμα στην πλάτη.
Από ότι κατάλαβα θα μας έπαιρναν από το χωριό αλλά το θέμα είναι που θα μας
πάνε. Από την μια χαιρόμουν που φεύγαμε γιατί βαρέθηκα λίγο το χωρίο και το
χορτάρι δεν ήταν αρκετό για όλους μας, αλλά από την άλλη θα μου λείψει και
λίγο. Έτσι αναχωρήσαμε και μετά από καμία ωρίτσα βρεθήκαμε στο λιμάνι. Εκεί θα
μας επιβίβαζαν σε ένα πλοίο αρκετά μεγάλο. Αυτό όμως που με ανησύχησε ήταν πως
μας ανέβαζαν με γερανό. Όταν λοιπόν ήρθε η σειρά μου, με δέσανε στον γερανό και
αυτός άρχισε να με τραβάει προς τα πάνω. Ένιωθα ένα πολύ άβολο συναίσθημα και
άρχισα να φωνάζω και να γκαρίζω αλλά κανένας δεν μου έδωσε σημασία. Αφού
επιβιβάστηκε και ο φίλος μου ο Τζακ που ήταν τελευταίος αναχωρήσαμε για τον
άγνωστο προορισμό.
6η μέρα Πέρασαν 5 ολόκληρες μέρες από τότε που φύγαμε από
το χωριό. Σε αυτές τις 5 μέρες πολλές
φόρες κουνούσε πολύ το πλοίο και μου ερχόταν να κάνω εμετό. Ήθελα να φύγω από
κει και να πατήσω πάλι τα πόδια μου στην ξηρά. Καλά τουλάχιστον ξεκουράστηκα
αρκετά αλλά ψυχικά δεν ήμουν και στα καλύτερά μου. Την έκτη μέρα φτάσαμε σε ένα
άλλο λιμάνι, όπου εκεί αποβιβαστήκαμε. Έπειτα, μας φόρτωσαν με κάτι πολύ βαριά
πράγματα τα οποία αποκαλούνταν πυρομαχικά και όπλα στην γλώσσα των ανθρώπων.
8η μέρα Πέρασαν μέρες και ώρες που εμείς τα καημένα
κουβαλούσαμε τα πράγματα των ανθρώπων. Διασχίσαμε χιλιόμετρα και δεν ένιωθα πια
τα πόδια μου. Ήθελα να πέσω κάτω και να μείνω εκεί. Δεν μπορούσα άλλο, είχα
παραδώσει. Την στιγμή εκείνη που θα τα παράταγα άκουσα τον φίλο μου τον Τζακ να
λέει «Φτάσαμε επιτέλους». Έτσι λοιπόν αφού φτάσαμε μας άφησαν να ξεκουραστούμε.
Εκεί είχε πάρα πολύ χορτάρι και εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη πήγα εκεί να φάω όσο
πιο πού μπορώ. Ένιωθα μια γαλήνη να με περικλοίει και να μην θέλει να φύγει.
Ένιωθα το συναίσθημα της ελευθερίας και της ηρεμίας. Όμως ένα ιπτάμενο πουλί
μου χάλασε όλες αυτές τις σκέψεις. Δεν ήταν ένα απλό πουλί τελικά. Ήταν ένα
πουλί που πετούσε τεράστιες μπάλες που έσκαγαν στο έδαφος και ανατίναζαν ότι
ήταν κοντά του. Προσπάθησα να τρέξω και να απομακρυνθώ αλλά δεν μπορούσα. Ήμουν
δεμένος με ένα καρφί στο χορτάρι. Έβρεχε μπάλες που σκάνε και έβλεπα τους
φίλους μου να πεθαίνουν. Τελικά κατάφερα να απελευθερωθώ και άρχισα να τρέχω
όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όλα τα ωραία και ειρηνικά συναισθήματα χάθηκαν στην
απελπισία και στο σκοτάδι του πολέμου. Δεν θα πίστευα ποτέ πως ο προορισμός μας
θα ήταν τόσο φριχτός και απαίσιος. Παντού μαυρίλα, φωνές, πυροβολισμοί. Ακόμα
τα άκουγα παρόλου που έτρεχα. Αυτές ήταν οι τελευταίες σκέψεις μου. Πάνος Τσολάκης, Γ7 Κεμάλ Ντονλού, Γ5
Γιώργος Χανόπουλος, Γ7 Βαγγέλης Πεταλάς, Γ6 Σταματία Πη, Γ6 Κατερίνα Χατζηστέργου, Γ7 Παρασκευή Νικόλη, Γ5 Γιώργος Παπαδόπουλος, Γ5 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου