Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι -ν- εθεμέλιωσαν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
<<Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς το χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!>>
Νεράιδα εδιάβη και έκατσε πλάι στο ποτάμι,
μήτε σειρήνα ήτανε, μήτε τέρας θεικό
Κοπέλα με χρυσαφιά φτερά, και λυγερό κορμό.
Στον πρωτομάστορα απευθύνεται, μελωδική η φωνή της:
<<Την κόρη σου δόλιε μάστορα, είθε να θυσιάσεις.
Μια όμορφη θυσία, το γεφύρι να στοιχειώσει.
Μα αν δεν ακούσεις εντολή, την κόρη σου δεν χτίσεις,
γυναίκα, μάνα, κι αδερφή στον διάβολο χαρίζεις.>>
Αυτά είπε η λυγερή, και χάθηκε στα δάση,
χωρίς στοιχείο φανερό, πως, αποκεί είχε περάσει.
Μελαγχολεί ο πρωτομάστορας, δεν ξέρει τι να κάνει.
Σαν καταφτάνει σπίτι του, την κόρη του αντικρίζει,
της λέει με βαριά καρδιά, με πόνο, και με λύπη:
<<Μοναχοκόρη μου καλή, χάρη θέλω να σου ζητήσω,
αύριο πρωί-πρωί, σαν ο κόκορας λαλήσει,
αργά ντύσου, αργά άλλαξε, αργά να πας το γιόμα,
φαί να φάω φέρε 'γω, κι οι εξήντα μαθητάδες.>>
<<Αύριο πρωί-πρωί, θα σηκωθώ πατέρα,
φαί να φτιάξω, να σε φιλέψω, νηστικός μη μείνεις.>>
Η μέρα εξημέρωσε κι ο κόκορας ελάλει.
Αργά ντύνεται, αργά αλλάζει, αργά πηγαίνει η κόρη.
Σαν είδ' ο πρωτομάστορας την κόρη του να φτάνει,
πονά η καρδιά του και θλίβεται η ψυχή του.
Μα το χρέος πρέπει να ξεπληρωθεί, χωρίς την θέλησή του.
Ξάφνου ενώ την κόρη του φιλά και αγκαλιάζει,
η γυναίκα του φαίνεται ερχόμενη,
μες από τα πράσινα, τα φουντωτά τα δάση.
<<Άνδρα μου σε παρακαλώ, η κόρη, μην πεθάνει.
Περιστέρι με επισκέφτηκε πάρωρα, μου τα 'πε.
Στοιχειό του γιοφυριού ας γίνω εγώ.>>
Και μία δίνει η γυναίκα, μες τα θεμέλια πέφτει,
και το ποδάρι έσπασε, μα ζωντανή μένει.
Κι ο δόλιος πρωτομάστορας την θάβει στο γιοφύρι,
και ριχν' η κόρη κατάρες τρομερές, την μάνα της θρηνάει.
Μα το γιοφύρι στέριωσε, και τώρα πια δεν σπάει.
Διονυσία Χόνδρου, Γ6
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου