Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Τα Αληθινά Γαϊδούρια Του Πολέμου


Σκοτάδι. Είναι σκοτεινά εδώ μέσα. Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι λίγο. Ποτέ ξανά δεν μας έχουν βάλει όλους μαζί σε ένα φορτηγό. Κάνει κρύο. Όλοι οι άλλοι έχουν στοιβαχτεί μεταξύ τους για να ζεσταθούν. Εγώ στέκομαι μπροστά από μια σχισμή από την οποία έρχεται το λιγοστό φως που μας επιτρέπει να καταλάβουμε αν ζούμε ή αν είμαστε θαμμένοι. Ζούμε.
        Μετά από ώρες μας βγάζουν έξω. Επιτέλους, λίγος ήλιος! Όλοι οι άλλοι χαμογελάνε, μέχρι που βλέπουμε ένα τεράστιο μεταλλικό πράγμα, σαν φορτηγό και αυτό, μόνο που αυτό βρίσκεται στη θάλασσα. Πλοίο. Πάντα αναρωτιόμουν, όταν μετέφερα πράγματα μέχρι εδώ με το αφεντικό, πώς και δεν το κατάπιναν τα κύματα. Βαρύ ήταν, φαινόταν. Και δεν νομίζω να ήταν πιο ελαφρύ από τον Μάκη, ένα άλλο γαϊδούρι που έπεσε μία φορά στη θάλασσα και δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Όχι, πιο βαρύ ήταν, σίγουρα. Φαινόταν.
        Οι σκέψεις μου διακόπηκαν από ένα τεράστιο σιδερένιο μαραφέτι που πλησίαζε απειλητικά προς το μέρος μου. Έστριψα για να φύγω, άλλα το αφεντικό μαζί με κάτι άλλους με ακινητοποίησαν και άρχισαν να με δένουν με κάτι σαν δέρμα γύρω από την κοιλιά μου. Όταν με είχαν δέσει τόσο σφιχτά που δεν  μπορούσα να κάνω ρούπι, αυτό το πράγμα με σήκωσε. Με σήκωσε ψηλά στον αέρα. Πρώτο συναίσθημα: σοκ. Πρώτη αντίδραση: αλαλαγμός. Βογκούσα, κλώτσαγα τον αέρα, κουνιόμουν. Αυτό το πράγμα άρχισε να κουνιέται. Κοιτούσα απελπισμένα τους φίλους μου από κάτω. Ζωγραφισμένος στα πρόσωπά τους ο τρόμος, σαν καθρέφτης στο δικό μου(...)
        Ω, επιτέλους με άφησαν! Με άφησαν πάνω στο πλοίο. Η ίδια τύχη περίμενε και τους άλλους. Μας έβαλαν πάλι σε έναν κλειστό χώρο. Παρόμοιος με το φορτηγό, άλλα πιο ευάερος. Με περισσότερο φως. Αυτή τη φορά ήμασταν σίγουροι ότι ζούμε.
         
Μετά από λίγες ώρες επιτέλους μας έβγαλαν έξω. Ήμασταν σε κάτι που φαινόταν σαν λιβάδι. Πω πω, αυτά τα σακιά στην πλάτη μου είναι πολύ βαριά! Ποτέ δεν έχω κουβαλήσει τόσο βαρύ σανό ξανά στη ζωή μου. Ευτυχώς δεν άργησαν να μας ξεφορτώσουν. Οι άνθρωποι εδώ είναι διαφορετικοί. Φοράνε κάτι πράσινα ρούχα με κάτι περίεργα, σαν καπέλα στο κεφάλι τους και κρατάνε και καραμπίνες. Αυτό το ξέρω γιατί και τα αφεντικά έχουν καραμπίνες κρυμμένες στην παράγκα. Τώρα που τα ξαναβλέπω δεν είναι καραμπίνες, παρόμοια πράγματα όμως.
        Άρχισα να τρέχω πάνω κάτω στο ''λιβάδι'' μου για να ξεπιαστώ, να κουνηθώ για λίγο μετά από τόσες ώρες ακινησίας. Οι άνθρωποι, μετά από εντολή ενός άντρα, παρόμοια ντυμένου με τους άλλους, τους διέταξε να μπουν στα χαρακώματα. Απ' ότι κατάλαβα ''χαρακώματα'' ήταν κάτι σαν στενά ποταμάκια χωρίς νερό. Γιατί όμως να υπάρχουν ποταμάκια χωρίς νερό; Και γιατί μπαίνουν οι στρατιώτες (έτσι τους αποκάλεσε) μέσα; Εξέφρασα τις σκέψεις μου στην Κριστίνα, αλλά μου ανταπέδωσε, κάπως θυμωμένα θα έλεγα:
"Και τι σε νοιάζει εσένα; Άσ΄τους να κάνουν ό,τι θέλουν αυτούς! Επιτέλους μας άφησαν, και εσύ συλλογιέσαι και παιδεύεις το μυαλό σου για ανοησίες!"
        Θα της απαντούσα, όταν κάτι ακούστηκε από τον ουρανό. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα κάτι μικροσκοπικά αντικείμενα να πετάνε στον ουρανό. Πουλιά ήταν; Όχι, πουλιά δεν ήταν, δεν έχω ξαναδεί πράσινα πουλιά.
"Αεροπλάνα, αεροπλάνα!"
        Ακούγονταν οι φωνές των στρατιωτών. Γύρω μου επικρατούσε πανικός. Όσοι στρατιώτες είχαν μείνει πάνω έτρεχαν να κρυφτούν στα άδεια ρυάκια και τα υπόλοιπα γαϊδούρια κοιτούσαν χαμένα γύρω τους. Κανένα δεν ήξερε τί θα ακολουθούσε. Σάμπως, ήξερα και 'γω;(...)
Τα πράσινα αεροπλάνα, όπως τα έλεγαν, πλησίαζαν όλο και περισσότερο, και τότε συνειδητοποίησα πως κάθε άλλο παρά μικρά ήταν. Στην πραγματικότητα, ήταν μεγάλα. Πολύ μεγάλα. Όταν έφτασαν από πάνω μας άρχισαν να κάνουν κύκλους.        Πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο.
        Στο ένα αεροπλάνο άνοιξε κάτι σαν πορτάκι. Από 'κει έπεσε κάτι μεταλλικό, σαν αυτό το τόπι με το οποίο παίζουν πολλές φορές τα παιδιά του αφεντικού στην παράγκα. Η μπάλα πλησίαζε όλο και πιο πολύ στο έδαφος, και ενώ περίμενα να πέσει και να κυλίσει λίγο πιο πέρα, ακούστηκε ένα τεράστιο ΜΠΑΜ και όλα τινάχτηκαν στον αέρα. Τότε ήταν που κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Καπνοί έβγαιναν από το σημείο στο οποίο είχε σκάσει η μπάλα. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί πια, παρά μόνο ένα κομμάτι καμένης γης. Ο Μάνος και ο Άγγελος που στέκονταν εκεί πριν λίγο εξαφανισμένοι. Πού είχε πετάξει άραγε τα σώματά τους αυτό το διαβολικό σιδερένιο όπλο;
        ''Μπάλες'' συνέχιζαν να πέφτουν από παντού. Βογκητά, ουρλιαχτά και φωνές ακούγονταν από όλο το λιβάδι. Γιατί το έκαναν αυτό οι άνθρωποι; Γιατί δεν μπορούν να ζουν ειρηνικά μεταξύ τους; Και γιατί πρέπει να θυσιάζονται και αθώες ψυχές που δεν έχουν καμία σχέση με τα αληθινά γαϊδούρια του πολέμου, τους ανθρώπους;
        Οι οργισμένες μου σκέψεις διακόπηκαν από μία ακόμα ''μπάλα''. Μόνο που αυτή η μπάλα ερχόταν προς το μέρος μου. Την έβλεπα να πλησιάζει. Τα μάτια μου θόλωσαν. Δεν θα ξαναδώ ποτέ τους φίλους μου. Όλα κινούνταν πιο αργά γύρω μου. Δεν θα χαρώ ποτέ ξανά με τον τρόπο που παίζουν οι ηλιαχτίδες ανάμεσα στα δέντρα. Δεν θα ξαναδώ ποτέ το ποταμάκι κοντά στην παράγκα. Δεν θα ξαναδώ ποτέ τα λουλούδια να ανθίζουν την άνοιξη και τα φύλλα των δέντρων να πέφτουν το φθινόπωρο.
        Κοίταξα γύρω μου. Φωνές. Πανικός. Χαμός. Λύπη. Στεναχώρια. Κατάθλιψη. Βογκητά. Καπνοί. Φωτιές. Και τα αεροπλάνα να μας περιπαίζουν σκοτώνοντάς μας με ένα μπαμ.  Με μία μπάλα.

        Ώσπου αυτή η μπάλα έσκασε δίπλα μου. Και βρισκόμουν ξανά στο σκοτάδι.

Διονυσία Χόνδρου, Γ6

Δεν υπάρχουν σχόλια: