Ποτέ δεν είχα παρατσούκλι. Ούτε στο σχολείο, ούτε πουθενά αλλού. Το όνομα μου είναι Μάικ Κλινγκενμπεργκ. Μάικ. Ούτε Μάικι όυτε Κλίνγκε ούτε όλες αυτές οι αηδίες, μόνο Μάικ. Εκτός από την έκτη τάξη . Τότε μόνο, για λίγο καιρό, με αποκαλούσαν «πυροβολημένο». Δεν είναι και σούπερ μαγκιά να σε φωνάζουν «πυροβολημένο», αλλά ευτυχώς δεν κράτησε πολύ. Μετά ξαναέγινα ο Μάικ.
Αν δεν έχεις παρατσούκλι, μπορεί να συμβαίνει για δύο λόγους. Δε σου το κολλάνε είτε γιατί είσαι τραγικά βαρετός είτε γιατί δεν έχεις καθόλου φίλους. Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στα δύο, θα προτιμούσα πραγματικά να μην έχω φίλους παρά να είμαι τραγικά βαρετός. Γιατί, αν είσαι βαρετός, αυτόματα ή δεν έχεις φίλους ή οι φίλοι σου είναι πιο βαρετοί από σένα.
Έτσι ξεκινάει ο Μάικ την αφήγηση της φοβερής καλοκαιρινής περιπέτειας που έζησε με τον Τσικ . Ο Μάικ, παιδί μιας διαλυμένης οικογένειας με μάνα αλκοολική και πατέρα αδιάφορο , και ο Τσικ, ο περιθωριακός, ο λούζερ, ο νεαρός Μογγόλος, που εμφανίζεται εντελώς αναπάντεχα στο σχολείο του Μάικ , τριγυρνά με βρώμικο πουκάμισο και μια πλαστική σακούλα, που εκεί έχει τα βιβλία του και που συχνά πάει μεθυσμένος στο σχολείο. Ο Μάικ που, ενώ το καλοκαίρι ξεκινά, μένει μόνος στο σπίτι, παρατημένος από τον πατέρα του που φεύγει ταξίδι με την ερωμένη του, και ο Τσικ που εμφανίζεται από το πουθενά και προτείνει στον Μάικ ένα ταξίδι – ένα ταξίδι στη Βλαχία ( ένα ταξίδι στο πουθενά). ‘Ετσι, οι δυο συνομίληκοι έφηβοι ξεκινούν με ένα κλεμμένο Lada ένα road trip και ζουν την δική τους περιπέτεια εκείνο το καλοκαίρι.
Χάνονται στους επαρχιακούς δρόμους της Ανατολικής Γερμανίας, γράφουν τα αρχικά των ονομάτων τους μέσα στα σταροχώραφα κόβοντας βόλτες με το Lada και ακούγοντας Ρίτσαρντ Κλάιντερμαν, αποφεύγουν τις συναντήσεις με την αστυνομία, κοιμούνται κάτω από τα άστρα, γνωρίζουν μια σειρά από διαφορετικά άτομα, μαθαίνουν τον κόσμο.Κι όπως λέει ο Μάικ:
Μάγκα μου! Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου μου έλεγε ότι ο κόσμος είναι κακός, οι άνθρωποι είναι κακοί. Να μην εμπιστεύομαι κανέναν, να μη μιλάω με αγνώστους και τέτοια. Αυτά μου έμαθαν οι γονείς μου, αυτά με συμβούλευαν οι δασκάλοι μου, τα ίδια έβλεπα και στην τηλεόραση. Έβλεπα ειδήσεις; Οι άνθρωποι είναι κακοί. Έβλεπα ντοκιμαντέρ; Οι άνθρωποι είναι κακοί. Και ίσως και να ήταν αλήθεια, και οι ενενήντα εννιά στους εκατό να είναι κακοί. Το περίεργο όμως ήταν ότι ο Τσικ και εγώ στο ταξίδι μας συναντούσαμε συνέχεια μόνο καλούς.
Καθώς το ταξίδι προχωρά, τα δυο αγόρια ζουν πολλές περιπέτειες με κορυφαία τη συνάντηση με την Ίζα, αυτό το διαφορετικό, παράξενο κορίτσι που ζει μέσα στα σκουπίδια. Το κορίτσι αυτό που θα γεννήσει ερωτικά σκιρτήματα στον Μάικ και ανταγωνιστικότητα στον Τσικ και θα αποτελέσει τον τρίτο κρίκο της παρέας. Μαζί της θα συνεχίσουν την περιπλάνηση τους και θα σφραγίσουν τη φιλία τους δίνοντας τον όρκο να ξαναβρεθούν σε πενήντα χρόνια, που μπορεί να ήταν γέροι ή ασήμαντοι αλλά « από μέσα μας θα ήμασταν ίδιοι»- όπως λέει ο Μάικ.
Το ταξίδι τους θα έχει ένα απρόσμενο- αστείο, αλλά οδυνηρό- τέλος και θα οδηγήσει στον αποχωρισμό των δύο αγοριών.
Ο συγγραφέας Wolfgang Herrndorf , που η επώδυνη ασθένεια του τον οδήγησε στην αυτοκτονία, γράφει ένα μυθιστόρημα - ύμνο για το πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Οι ρεαλιστικοί διάλογοι των ηρώων, η κινηματογραφική δράση , τα αστεία επεισόδια που είναι διεσπαρμένα στο βιβλίο, η απλότητα στην έκφραση, φανερώνουν πώς ο ίδιος μοιάζει να μην έχει ξεχάσει τη δική του εφηβεία, πώς αυτό το ρομαντικό, αυθάδες και συγχρόνως αθώο βλέμμα της το κουβαλά μέσα του και το αποτυπώνει στο έργο του. Η αντισυμβατική στάση των έφηβων ηρώων, οι ειλικρινείς τους συζητήσεις, η ανυπακοή τους στα κοινωνικά πρέπει, η ανατρεπτική , αισιόδοξη ματιά τους παρασύρουν τον αναγνώστη, τον ταξιδεύουν.
Διαβάζοντας το βιβλίο γεύεσαι τη χαρά της εφηβικής σκέψης, διαπιστώνεις ότι μοιάζει χτες το δικό σου πέρασμα από αυτή, γελάς με τον τρόπο που ο Μάικ βλέπει τους καθηγητές και τους συμμαθητές του, βιώνεις την επιστροφή στον πρώτο σου, ανεκπλήρωτο έρωτα, πραγματοποιείς αυτό το ταξίδι-κοπάνα από τον κόσμο των ενηλίκων, που ίσως είχες ονειρευτεί, αλλά ποτέ δεν τόλμησες. Και μπορεί να κάνεις την ίδια μελαγχολική σκέψη που κάνει ο Μάικ παρατηρώντας τους συνταξιούχους τουρίστες στο μικρό κάστρο που κάνουν στάση.
Δε μπορούσα να φανταστώ ποτέ πως μια μέρα θα γινόμουν κι εγώ ένας τέτοιος μπεζ συνταξιούχος .Πραγματικά, όλοι οι ηλικιωμένοι που ήξερα έτσι ήταν. Όλοι τους μπεζ. Μου ήταν αδιανόητο να σκεφτώ πως εκείνες οι γριές ήταν κάποτε νέες . Πως μια φορά κι έναν καιρό είχαν την ίδια ηλικία με την Τατιάνα, πως τα βράδια καλλωπίζονταν και πήγαιναν να χορέψουν στα κέντρα, πως τις αποκαλούσαν πιπίνια. Πριν από πενήντα ή εκατό χρόνια. Φυσικά όχι όλες. Μερικές ήταν σίγουρα και τότε μονόχνοτες και κακάσχημες , αλλά ακόμη κι αυτές ζούσαν τη ζωή τους, έκαναν σχέδια για το μέλλον. Και οι κανονικές και αυτές έκαναν σχέδια. Είχαν προβλέψει άραγε στα νιάτα τους ότι κάποια μέρα θα μεταμορφώνονταν σε μπεζ συνταξιούχες;
Η κινηματογραφική σκηνή του τέλους με τον Μάικ και τη μητέρα του να πετούν έπιπλα και πολύτιμα αντικείμενα στην πισίνα του σπιτιού τους , με τη μητέρα να τα δείχνει και να λέει «Όλα αυτά από μόνα τους δε σημαίνουν τίποτα. Σημασία έχει αν σε κάνουν ευτυχισμένο. Αυτό και τίποτε άλλο.» μοιάζει να συνοψίζει την ουσία του βιβλίου. Εξάλλου, όπως λέει και ο Μάικ κάνοντας βουτιά στην πισίνα και κρατώντας την αναπνοή του κάτω από το νερό αναπολώντας το υπέροχο καλοκαίρι που έζησε : «Ένιωσα τρομερή χαρά γιατί, σύμφωνοι, δε γίνεται να κρατήσουμε για πάντα την αναπνοή μας. Μπορούμε όμως για αρκετά μεγάλο διάστημα».