Αγαπημένη μου Άννα,
Αχ! Μακάρι να ‘ξερες πόσο μου ‘χεις λείψει! Εσύ και
τα παιδιά μου! Ο Αντρέας μου, τι κάνει; Θα ‘χει μάθει γράμματα τώρα! Η Στεφανία
μου; Αχ! Η Στεφανία μου! Θα ‘χει φτιάξει την ζωή της! Θα ‘χω και εγγονάκια και
δεν θα το ξέρω, ούτε τα ονόματα τους. Συμφορά μου μεγάλη! Πόσο θα ‘θελα να
‘μουν δίπλα στα παιδιά μου; Να τα βλέπω να μεγαλώνουν, να μαθαίνουν γράμματα…
Αλλά όσο κι αν το θέλω, δεν μπορώ, η θάλασσα δεν με αφήνει να έρθω.
Βρήκα, λοιπόν, λίγο
χρόνο να σου γράψω, αφού μετά από τρεις ολόκληρες μέρες και νύχτες βάρδιας,
επιτέλους κατέβηκα στην κουκέτα μου, να προσπαθήσω να ξεκουραστώ. Λέω να
προσπαθήσω, γιατί και να θέλω ο καιρός δεν με αφήνει. Η ζωή μου βλέπεις εξαρτάται
από την θάλασσα, αυτή παίρνει τις αποφάσεις, για το ποιός θα μείνει ζωντανός
και ποιός όχι. Η θάλασσα, δείχνει τόσο όμορφη και αθώα, και όμως είναι τόσο
σκληρή και άγρια.
Η κατάσταση στο πλοίο
είναι φρικτή! Η μαλάρια δεν μας αφήνει σε ησυχία. Μας τυραννάει συνεχώς. Το
ψαρόλαδο έχει ποτίσει τα ρούχα μου. Το κατράμι μου καίει τα δάχτυλα. Το
χειρότερο όμως είναι, πως η μοναδική μου συντροφιά, ο πίθηκος μου και οι
παπαγάλοι μου, χθες ψόφησαν και έτσι είμαι τώρα εδώ, μόνος μου, χωρίς καμία
συντροφιά να με παρηγορεί. Μακάρι να ‘μουν σπίτι μου, με την οικογένεια μου
παρέα, τα καθαρά μου ρούχα και το ζεστό και σπιτικό μου φαγητό.
Σας
αγαπώ και μου λείπετε πολύ!
Με
πολύ αγάπη, Νίκος.
(για την αντιγραφή Ανδρονίκη Χατζηβασιλείου, Γ6)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου