Ήταν μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα ,τέλεια για
έναν ωραίο περίπατο στο δασάκι κοντά στο σπίτι μου. Φόρεσα ένα κοντομάνικο με
μια αστεία στάμπα , τζιν , αθλητικά , γυαλιά ηλίου και ξεκίνησα να περπατάω .
Όταν επιτέλους έφτασα στο δασάκι ήμουν λουσμένη στον ιδρώτα και πάλευα να
ανασάνω. Καταράστηκα τον εαυτό μου , γιατί δεν πήρα καθόλου νερό μαζί μου .
Άρχισα να ψάχνω τριγύρω για κάποια
βρυσούλα ή ποταμάκι . Τίποτα.
Και τότε σαν όαση στην έρημο είδα ένα πηγάδι
λίγα μέτρα μακριά. Μου φάνηκε περίεργο που βρισκόταν σε μια ακατοίκητη περιοχή
, όμως δεν υπήρχε χρόνος για δισταγμό. Χρειαζόμουν νερό επειγόντως. Έτρεξα προς
το πηγάδι , έσπρωξα το κάλυμμα και είδα ότι το κουβαδάκι βρισκόταν λίγο βαθιά,
όμως εάν τέντωνα το χέρι μου θα το έφτανα. Τέντωσα το
κορμί μου και ένιωσα τα δάχτυλα μου να ακουμπάνε το κουβά. Ενθουσιασμένη το
τράβηξα, όμως εκείνη τη στιγμή γλίστρησα και
έπεσα με φόρα στο πηγάδι. Ωχ όχι.
‘Όταν άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν στο ίδιο
μέρος , όμως το δασάκι ήταν …. Διαφορετικό. Ο αέρας μύριζε διαφορετικά, η
βλάστηση ήταν πυκνότερη και το πηγάδι
φαινόταν πιο καινούργιο. Πρέπει να λιποθύμησα ή κάτι τέτοιο . Τέλος
πάντων , πρέπει να πάω σπίτι , αλλιώς η μάνα μου θα με σκοτώσει. Παρατήρησα
ότι δεν διψούσα πια. Περίεργο . Ξεκίνησα
να περπατάω προς το μονοπάτι που ακολουθώ πάντα και με οδηγεί σπίτι , αλλά όσο
και να περπατούσα δεν το έβρισκα. Ωχ όχι
, σίγουρα χάθηκα. Συνέχισα να περπατάω και βρήκα ένα διαφορετικό μονοπάτι. Το
ακολούθησα σε μια προσπάθεια να βρω κάποιον άνθρωπο και με οδήγησε σε ένα εξοχικό
που δεν είχα ξαναδεί. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει , άρα η μόνη μου επιλογή
ήταν να περάσω εκεί τη νύχτα και να τηλεφωνούσα τους γονείς μου την επόμενη
μέρα.
Χτύπησα την
πόρτα και σχεδόν αμέσως ένας γέρος την άνοιξε. Χωρίς καν να ανοίξω το στόμα μου,
μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Συνέχισα να χτυπάω, μέχρι που κουράστηκε και
με άφησε μέσα. Κοίταξα γύρω μου και το σπίτι ήταν πολύ … παλιομοδίτικο. Στην
μέση του δωματίου βρισκόταν μια
ξυλόσομπα και δίπλα της μια πολυθρόνα και ένα καρεκλάκι . Ο γέρος με μια κίνηση
του χεριού του μου είπε να καθίσω στο καρεκλάκι και έκανα ακριβώς αυτό. Ενώ ο
γέρος έφτιαχνε ροφήματα στη κουζίνα κοίταξα καλύτερα γύρω μου και είδα ένα
ημερολόγιο στον τοίχο. Η ημερομηνία ήταννν … 20 Σεπτεμβρίου του 1895;! Πρέπει
να ήταν κάποιου είδους φάρσα. Κακόγουστη. Οι σκέψεις μου διακόπηκαν όταν ο
γέρος μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας δυο
κούπες καυτό γάλα και μου έδωσε τη μία.
‘Λοιπόν νεαρή , τι δουλειά έχεις εδώ τέτοια
ώρα ;’
‘Εμ.. πήγαινα βόλτα στο δάσος και
χάθηκα ‘
‘Μάλιστα.. και πως σε λένε;’
‘Ειρήνη κύριε , και εσείς;’
‘Louis. Louis Pasteur’ TΙ . ΛΕΕΙ. Πρέπει να τρελάθηκε . Μα ο Louis
πέθανε το 1805… Εκείνη τη στιγμή όλα έκαναν κλικ . Είχα ταξιδέψει στον
χρόνο. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση.
Εάν και ο
εγκέφαλος μου καιγόταν , ήξερα ότι αυτή ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να μιλήσω
στο είδωλο μου. (Όταν ήμουν μικρή οι γονείς μου , μου έδωσαν ένα βιβλίο για
αυτόν τον άνθρωπο και συγκινήθηκα πολύ με το έργο του.)
‘Κ-κύριε Pasteur, ξέρω ότι θα ακουστεί τρελό , όμως
ταξίδεψα στον χρόνο. Συγγνώμη που δεν
σας το είπα νωρίτερα.’
‘Ναι το ξέρω ‘
‘Ε;’
‘Τα ρούχα σου νεαρή. Δεν υπάρχει
τρόπος να φτιαχτούν τέτοια ρούχα στην εποχή αυτή’ Η ψυχραιμία αυτού του ανθρώπου ήταν πραγματικά
απίστευτη.
‘ Ουπς.. χαχα. Δεν περίμενα να με πιστέψετε!’ είπα άβολα. Ο γέρος δεν είπε τίποτα. Είχε τόσο
ησυχία που εάν έπεφτε καρφίτσα στο πάτωμα θα την άκουγες.
‘Λοιπόν , κύριε είμαι μεγάλη
θαυμάστρια σας! Θα σας πείραζε να σας κάνω μερικές ερωτήσεις;’
‘Θαυμάστρια; Δηλαδή , έμεινα γνωστός
μετά από τόσα χρόνια ;!’ Τα μάτια του έλαμψαν . Λογικό . Ο καθένας θα χαιρόταν εάν άκουγε ότι
έμεινε στην ιστορία , και είχε θαυμαστές.
Εάν και δεν
θυμάμαι τη συζήτηση μας με λεπτομέρεια , μιας που φλυαρούσαμε για ώρες ,
κάποιες σημαντικές και μη πληροφορίες μου έμειναν: του άρεσαν αρκετά οι τέχνες
και ιδιαίτερα η ζωγραφική , αγαπούσε αρκετά τα ζώα κ.α . Εάν και γνώριζα ήδη
για το έργο του (παστερίωση , αντιλυσσικό εμβόλιο , και πολλά άλλα) , ήταν πολύ
πιο διαφορετικό να ακούω τον ίδιο να μιλάει για αυτά. Σε αντίθεση με τα άρθρα
που διάβαζα τα οποία ήταν πληροφοριακά
και μουντά, ο ενθουσιασμένος τόνος του
γέρου καθώς μιλούσε για όλες τις ανακαλύψεις του , τραβούσε το ενδιαφέρον μου.
Βέβαια,
μιλήσαμε και για προσωπικά θέματα , όμως ήταν αρκετά μυστικοπαθής και με
ανάγκασε να μην πώ τίποτα για αυτά. Όταν τελικά ήρθε η σειρά μου να μιλήσω για
το ‘μέλλον’, δεν ήξερα τι να πω. Εάν και χρησιμοποιώ συνέχεια την τεχνολογία
του σήμερα , αλλά και την βλέπω γύρω μου , δεν ήξερα πώς να την εξηγήσω. Και
για να πω την αλήθεια , ούτε εγώ γνώριζα πολλά. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να ασχοληθώ σε βάθος. Παρόλα αυτά , έδωσα την
πιο απλή αλλά και λεπτομερή εξήγηση που μπορούσα , για έναν κύριο λόγο. Ήξερα
ότι η ημερομηνία θανάτου του γέρου ήταν πολύ κοντά και θα με έτρωγαν οι τύψεις, εάν τον άφηνα το σκοτάδι . Τώρα που το σκέφτομαι , ίσως είμαι μέρος της αιτίας
θανάτου του. Ίσως υπερφόρτωσα τον εγκέφαλο του, χαχαχα.
Μετά
από αυτή την συζήτηση , αφοσιωθήκαμε στο
να βρούμε τρόπο να γυρίσω ‘πίσω’. Έμεινα μαζί με τον γέρο για δύο μέρες. Τον
είδα να δουλεύει πολύ σκληρά με τα λιγοστά εργαλεία του και εμπνεύστηκα.
Βοήθησα όσο μπορούσα , εάν και δεν μπορούσα να κάνω πολλά.
Το βράδυ της
δεύτερης νύχτας, ο γέρος με ξανακάθισε στο σαλόνι , αλλά αυτή τη φορά στην
πολυθρόνα και εκείνος έκατσε στην καρέκλα.
‘Τι είναι κύριε; Βρήκατε κάποια
λύση;’
Ο γέρος είχε
μια πικρόγλυκη έκφραση στο πρόσωπο του . Ίσως
νοσταλγία.
‘Ειρήνη. Όλα όσα ψάχνεις βρίσκονται
ήδη μέσα σου. ‘
‘Τι εννοείτε ;’ Το κεφάλι μου άρχισε να πονά τόσο
πολύ που δάκρυσα.
‘Πρέπει να γυρίσεις πίσω . Δεν
ανήκεις εδώ. Γύρνα πίσω στα αγαπημένα σου άτομα και άσε το παρελθόν πίσω όπου
ανήκει. Φύγε και μην κοιτάξεις πίσω. ‘
Ξαφνικά
εικόνες από διάφορες περιόδους πλημμύρισαν τον εγκέφαλο μου. Δεινόσαυροι και
ζώα να ξεσκίζουν το θήραμα τους, άνθρωποι τον σπηλαίων να ανάβουν φωτιά, φαραώ
να κάθονται στον θρόνο τους, άνθρωποι να
πεθαίνουν, να γεννιούνται , το παρελθόν , το παρών , το μέλλον. Άκουσα ένα κρακ.
Το κεφάλι μου έσπασε. Το πάτωμα , οι τοίχοι και ο γέρος άρχισαν να λιώνουν και
πριν να χάσω τις αισθήσεις μου , είδα τον γέρο να με χαιρετά .
‘Ανοιξα τα
μάτια μου και βρισκόμουν σε ένα νοσοκομείο. Είχα γύψο στα χέρια μου και δεν
μπορούσα να κουνηθώ. Όταν τελικά κατάφερα να γυρίσω το κεφάλι μου , είδα τους
γονείς μου να κάθονται στην γωνία του δωματίου. Φαίνονταν σαν να μην είχαν
κοιμηθεί μέρες . Με το ζόρι έβγαλα έναν ήχο και τινάχτηκαν στον αέρα. Όταν
είδαν ότι ήμουν ξύπνια , πλάνταξαν στο κλάμα και με αγκάλιασαν. Αργότερα έμαθα
ότι έπεσα μέσα σε ένα πηγάδι και με βρήκε τυχαία ένας περαστικός. Έσπασα τα
χέρια μου κατά την πτώση και μου πήρε δύο μέρες να ξυπνήσω.
Όλο αυτό
ήταν αλήθεια ή όνειρο ; Αυτή η σκέψη με βασάνιζε για μήνες μέχρι που μια φωνή
στο κεφάλι μου ψιθύρισε: Άσε το παρελθόν
πίσω εκεί που ανήκει. Νιώθω σαν να το έχω ξανακούσει κάπου αυτό…
Ειρήνη Μπακρατσά,
Γ5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου