Όλη μέρα αναρωτιέμαι τι έχω ξεχάσει. Δεν γίνεται, κάτι έχω
ξεχάσει, αλλά τι; Μόλις ξαπλώνω για ύπνο, η θεία επιφοίτηση! Μα ναι, η εργασία
με το ιστορικό πρόσωπο του 19ου αιώνα. Αναρωτιέμαι απο ποιον να πάρω
συνέντευξη, θα σκεφτώ στο δρόμο καλύτερα. Παίρνω το μπουφάν μου, ένα σακίδιο,
χαρτί, μολύβι και ό,τι άλλο χρειαζόμουν, κλειδιά και το ποδήλατό μου, όταν
ακούσω την μάνα μου πίσω μου να φωνάζει και να μου λέει να γυρίσω πίσω. Δεν
έδωσα σημασία, συνέχισα να κάνω πετάλι και μετά απο αρκετή ώρα έφτασα στο χωριό
που έμενε η γιαγιά μου, μπήκα μέσα γρήγορα, την χαιρέτησα και ανέβηκα στη
σοφίτα.(Το σπίτι τη γιαγιάς μου είναι πολύ όμορφο,ξύλινο και ζεστό.) Ανέβηκα
λοιπόν στη σοφίτα, πήγα κοντά στο μεγάλο καφέ μπαούλο για το οποίο μόνο εγώ
είχα κλειδιά,το άνοιξα και έβγαλα απο μέσα ένα μεγάλο, βαρύ και πανέμορφο
βιβλίο. Για να ανοίξει το βιβλίο έπρεπε απλά να βάλω το χέρι μου στο ειδικό
μέρος. Μόλις που το ακούμπησα, άνοιξε. Ένα λαμπερό φως βγήκε απο μέσα του.
Ωραία λέω,είμαι έτοιμη, αλλά μισό λεπτό, απο ποιον να πάρω συνέντευξη; Όπως
πάντα αναποφάσιστη! Το βιβλίο δεν περίμενε, το φως δυνάμωνε και το βιβλίο
άρχισε να με τραβάει.Δ εν είχα απο που να κρατηθώ και έτσι έκλεισα τα μάτια
μου, σκοτάδι και εδώ που ήρθα νύχτα είναη. Το ερώτημα όμως είναι πού στο καλό
ήρθα, που με έφερε αυτό το βιβλίο; Το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να
ρωτήσω αλλά κανένας δεν κυκλοφορεί στο δρόμο. Βλέπω ένα μικρό σπίτι με ελάχιστο
φως. Επικίνδυνο αλλά ας δοκιμάσω. Χτυπάω την πόρτα και ακούω μια φωνή από μέσα
να λέει:
-Περάστε,χαλασμένη είναι η πόρτα.
Ουφφ, στην Ελλάδα είμαι, δεν θα έχω πρόβλημα επικοινωνίας.
Μπαίνω μέσα και αντικρίζω σε ένα παλιό κρεβάτι έναν άντρα μεγάλης ηλικίας. Το
σπίτι, ένα αχούρι. Παλιό και τα περισσότερα έπιπλα χαλασμένα.
-Γειά σας, λέω χαμηλόφωνα.
-Γειά σου και σένα παιδί μου.
-Συγνώμη για την ενόχληση αλλά μήπως θα μπορούσατε να μου
πείτε που βρίσκομαι.
Με κοιτάει περίεργα αλλά μου απαντάει:
-Στην Ελλάδα, μου λέει , στον Πειραιά.
-Μάλιστα, και ποιά χρονιά;
Με ξανακοιτάει περίεργα και με το δίκιο του δηλαδή αλλά και
πάλι απαντάει:
-27 Ιουνίου του 1907.
-Εσάς πως σας λένε; αν επιτρέπεται!
-Βολανάκης, Κωνσταντίνος Βολανάκης.
Ααα, ώστε σε αυτόν με έφερε το βιβλίο, ξέρω κάτι λίγα για
αυτό . Οχχχ,σκέφτομαι σε δύο μέρες πεθαίνει.
Σπάει την σιωπή και με ρωτάει.
-Εσύ ποια είσαι και γιατί είσαι ντυμένη έτσι; Από το
τρελοκομείο το έσκασες;
Ποιο τρελοκομείο; Τι λέει; Τα έχει χάσει ο γέρος, σκέφτομαι.
Μόνο που μετά συνειδητοποίησα οτι φορούσα τις πιτζάμες μου, τα παπουτσάκια μου
με τις αγελαδίτσες που έχω για το σπίτι και το μπουφάν μου. Αμάν, δίκιο έχει!
Εγώ τα έχω χάσει, όχι αυτός.
-Ονομάζομαι Ντρέου Σέια και έρχομαι από τις 2 Μαρτίου του
2014, όσο για την εμφάνισή μου αφήστε το καλύτερα, μεγάλη ιστορία. Ήρθα να σας
πάρω μια συνέντευξη.
Είχε μείνει άφωνος να με κοιτάει για ώρα, καμία ανταπόκριση.
Οχχχ αμάν,τον πέθανα τον άνθρωπο δύο μέρες νωρίτερα.
-Είσαι καλά παιδί μου;
Ουυυ...ζωντανός είναι.
-Μια χαρά,ευχαριστώ! Εσείς;
-Με σένα δεν θα βγάλω άκρη για αυτό ρώτα.
Βγάζω το στυλό μου και το μπλοκάκι μου. Πάλι έμεινε να
κοιτάει καλά καλά, προβληματικοί άνθρωποι.
-Στυλό, του λέω.Α υτό που κρατάω λέγεται στυλό και το
χρησιμοποιώ για να γράφω. Λοιπόν, αν και ξέρω μερικά πράγματα για σας, θα σας
ρωτήσω τυπικά για να έχω κάτι να δείξω. Πότε γεννηθήκατε και που;
-Στο Ηράκλειο της πανέμορφης Κρήτης πριν 70 χρόνια, το 1837,
μου έλεγε με νοσταλγία.
-Θα μου περιγράψετε λίγο την ζωή σας;
-Σπούδασα στο γυμνάσιο της Σύρου απ'όπου αποφοίτησα το 1856
και την ίδια χρονιά, με παρότρυνση των μεγαλύτερων αδελφών μου πήγα στην
Τεργέστη για να δουλέψω ως λογιστής κοντά στον μεγάλο οίκο εμπορίας ζαχάρεως Αφεντούλη. Σταμάτησε να μιλάει και έτσι μίλησα
εγώ.
-Τι δουλειά κάνατε εκεί;
-Ήμουν ο λογιστής τους αλλά δεν παρέμεινα για πολλά χρόνια.
Όταν ο Αφεντούλης είδε τις ζωγραφιές μου στις σελίδες των λογιστικών βιβλίων
ανέλαβε να με στείλει στη Βαυαρία για να σπουδάσω ζωγραφική Ακαδημία του
Μοναχού κοντά στον Καρλ φαν Πιλότυ το 1860.
-Σταθήκατε τυχερός, αφού στη συνέχεια ασχοληθήκατε με κάτι
που σας άρεσε.
-Ναι,όντως,σε αυτό το κομμάτι ήμουν τυχερός.
-Συνεχίστε την ιστορία σας.
-Μετά την αποφοίτησή μου απο την Ακαδημία του
Μοναχού,εργάστηκα στο Μοναχό,την Βιέννη και την Τεργέστη.
-Στην Ελλάδα πότε επιστρέψατε;
-Το 1883 και από τότε ζω εδώ στον Πειραιά. Εγώ δεν ήθελα να
γυρίσω τόσο πολύ αλλά με πίεζε η γυναίκα μου, αν και ο κουμπάρος μου, Νικόλαος
Γύζης μου πρότεινε να μην γυρίσω.
-Ο Νικόλαος Γύζης; Κρίμα που δεν ζει να περνούσε και απο αυτόν.
Παρακαλώ συνεχίστε και συγνώμη για την διακοπή.
-Από την ίδια χρονιά μέχρι και το 1903 δίδασκα στην Ωραίων
Τεχνών της Αθήνας.Αρχικά το μάθημα της Στοιχειώδης Γραφής και αργότερα το
μάθημα της Αγαλματολογίας.
-Από ότι ακούω η ζωή σας ήταν καλή. Πως φτάσετε σε αυτή τη
κατάσταση;
-Άστα παιδί μου, δυστυχώς οι πίνακές μου πουλιούνται πολύ
φθηνά και έτσι δεν κερδίζω πολλά. Έτσι κατέληξα να ζω εδώ και σε αυτή τη
κατάσταση. Έχω και μια αρρώστια που με βασανίζει.
-Τουλάχιστον όμως είχατε μια ωραία ζωή και ας σας τα χάλασε
λίγο στο τέλος.
-Δίκιο έχεις! Θέλεις να με ρωτήσεις κάτι άλλο; Μόνο πότε θα
πεθάνω μην ρωτήσεις γιατί αν και πλησιάζει η ώρα μου, αυτό δεν το γνωρίζω.
-Ααα, μεθαύριο, του λέω ήρεμα.
Γούρλωσε τα μάτια του. Τι ξεστόμισα πάλι;
-Τι; Αλήθεια; Εσύ που το ξέρεις;
-Αφού τα'παμε αυτά. Είναι απο το μέλλον. Δεν έπρεπε να σας
το πω. Συγνώμη!
-Μην ζητάς συγνώμη, ανυπομονώ να έρθει αυτή η ώρα να φύγω από
αυτό το κρεβάτι του πόνου.
-Εσείς ξέρετε!Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Με σώσατε.
-Εγώ σε ευχαριστώ παιδί μου, μου ανταποκρίνεται.
-Χάρηκα πάρα πολύ που σας γνώρισα και ξέρετε πως στο μέλλον
σας αναγνωρίζουν και εσάς και τον κουμπάρο σας, όπως σας αξίζει.
Το πρόσωπό του έλαμψε.
-Αντίο, του λέω.
-Αντίο παιδί μου, μου λέει.
Βγαίνω απο το σπίτι καταϊδρωμένη. Τι χαζή! Καλοκαίρι και
ακόμα με τη μπουφάν. Είναι όμορφη η Αθήνα το βράδυ, σκέφτομαι. Ένα δυνατό φως
έρχεται καταπάνω μου. Φοβάμαι! Σφίγγω τα μάτια μου και ξαφνικά ακούω την φωνή
της γιαγιάς μου. Ανοίγω τα μάτια μου και είμαι στη σοφίτα. Βάζω το βιβλίο στο
μπαούλο, το κλειδώνω και κατεβαίνω κάτω. Έκανα ένα μπάνιο να φύγει η μυρωδιά
του ιδρώτα και όταν βγήκα η γιαγιά μου είχε στρώσει να κοιμηθώ και έτσι έμεινα
εκεί. Τι εμπειρία και αυτή βραδιάτικα. Βραδιάτικααα;; Οι γονείς μου καλέ, τους
ειχα ξεχάσει!
-Γιαγιά;;
-Μην ανησυχείς τους ενημέρωσα.
-Πάντα στο μυαλό μου είσαι, της λέω. Καληνύχτα!
Με φιλάει και κλίνει το φώς.
-Καληνύχτα, μου λέει με την απαλή, γλυκιά φωνή της.
Σέια Ντρέου, Γ4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου